Ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ἦταν ὁ μόνος λαός πού πίστευε στόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό. Περίμενε τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία ἀλλά τόν περίμενε χωρίς νά στερηθεῖ καμία ἀπό τίς ἀπολαύσεις τῆς καθημερινῆς του ζωῆς. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ὁδηγηθεῖ στήν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλώνας, μιά αἰχμαλωσία γεμάτη ἀπό ταλαιπωρία, ἀθλιότητα, καί σύγχυση. Ἡ ταλαιπωρία ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀσέβειας καί τῆς ἀμαρτίας. Ἡ σύγχυση ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀνθρώπων νά ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ἡ ἀθλιότητα ἦταν συνέπεια τοῦ αἰσθήματος τῆς ὀρφάνιας καί τῆς μοναξιᾶς πού τούς δημιούργησε ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπʼ τήν πατρίδα τους[1].
Ὁ νέος Ἰσραήλ, ὅλοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἐπαναλαμβάνουμε μέ τήν ἐκκοσμικευμένη ζωή μας τά ἴδια λάθη. Μπορεῖ νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Μεσσίας-Χριστός ἦρθε, ἀλλά συνεχίζουμε νά ζοῦμε μέσα στίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις καί στήν πλεονεξία «ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία»[2] . Ἡ σύγχρονη αὐτή μορφή εἰδωλολατρίας μᾶς κάνει αἰχμαλώτους, χωρίς νά τό καταλάβουμε, σέ μιά νέα Βαβυλώνα σκληρότερη τῆς πρώτης. Ἡ ταλαιπωρία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ἡ ἀθλιότητα, καί ἡ σύγχυση, πού καθημερινά βιώνει, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀσωτείας του ἀπό τόν Θεό-πατέρα, τῆς διακοπῆς τῶν σχέσεων μαζί Του.
Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἀναθεωρήσουμε τήν ζωή μας, νά ἐπανασυνδεθοῦμε μαζί Του. Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζοντας τά Χριστούγεννα μᾶς μεταφέρει μπροστά στά Θεῖα γεγονότα καί μᾶς θέτει πρό τῶν εὐθυνῶν μας. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται μέ τρόπο μυστικό μέσα στό μυστήριο τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου.
Ἡ ἑορτή πλησιάζει... Ἡ Παναγία, ὑπηρετώντας τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀναζητεῖ ἀπεγνωσμένα, ὅπως καί τότε, μέσα στή κρύα νύχτα, στήν ἐρημία τῆς σύγχρονης κοινωνίας, τόπο κατάλληλο, γιά νά γεννήσει μυστικά καί φέτος τό Θεῖο Βρέφος. Κανένας ὅμως δέν τῆς δίνει σημασία, διότι μετά μανίας νοιαζόμαστε γιά ὅλα τά ἄλλα ἐκτός τῆς σωτηρίας μας...
Ἡ Παναγία μας γιά μιά ἀκόμη φορά καί φέτος ταλαιπωρεῖται καί τό κάνει καί πάλι γιά χάρη μας, διακονώντας τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἡ εὕρεση τόπου δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση διότι «οὐκ ἐστιν αὐτῇ τόπος ἐν τῷ καταλύματι»[3]. Γυρίζει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο μήπως βρεῖ κάποια ταπεινή καρδιά νά κατοικήσει μέσα της. Αὐτή τή φορά δέν τό κάνει ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς της ἀγάπης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ Χριστός γεννήθηκε σωματικά μία φορά, δέν πρόκειται λοιπόν γιά γέννα σέ τόπο ὑλικό. Αὐτή τή φορά δέν ψάχνει γιά κτηριακό κατάλυμα, ἀλλά γιά ἔμψυχο... Στήν ἔμπονη αὐτή ἀναζήτηση συναντᾶ συνεχῶς καρδιές ἄπιστες, ἀφιλόξενες, φιλόδοξες, φιλάργυρες, γεμάτες ἐγωϊσμό καί κακία. Οἱ ὧρες περνοῦν καί ἡ Παναγία μας θλίβεται ὅλο καί περισσότερο, ὄχι γιά τίποτε ἄλλο, ἀλλά γιατί ξέρει τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτό πού χάνουν οἱ ἄνθρωποι. Θλίβεται, κλαίει, πονάει, γιατί βλέπει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νά ἀδιαφορεῖ γιά τόν αἰώνιο προορισμό της... Βλέπει τούς θεόπλαστους ἀνθρώπους νά γίνονται δαιμονόπλαστοι, ἀπό φῶς νά γίνονται σκότος καί μεταπίπτοντας ἀπό τήν ἀγαθότητα στήν κακία νά νοσοῦν ἀθεράπευτα... Αὐτή τή νόσο τῆς ὑπάρξεως ἦλθε ὁ Θεός Λόγος, ὁ μόνος ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, νά θεραπεύσει. Λαμβάνοντας δούλου μορφή μᾶς ἀποκάλυψε τό ἀντίδοτό της, τόν νέο τρόπο ὑπάρξεως.
Ὁ Χριστός 2004 χρόνια μετά τή γέννηση Του συνεχίζει νά γεννᾶται μέ τρόπο μυστικό. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος λέγει χαρακτηριστικά ὅτι: «συλλαμβάνουμε αὐτόν (ἐν. τόν Χριστό) ὄχι σωματικῶς, ὅπως τόν συνέλαβε ἡ Παρθένος καί Θεοτόκος, ἄλλα πνευματικῶς καί οὐσιωδῶς, καί τόν ἔχουμε μέσα στίς καρδιές μας. Ἐκεῖνον πού ἡ ἀγνή Παρθένος συνέλαβε»[4].
Ψάχνει, λοιπόν, ὅπως καί τότε, ἡ Παρθένος τόν κατάλληλο «τόπο», πού αὐτή τή φορά δέν θά εἶναι φάτνη, ἀλλά καρδία ἀγαπῶσα... Δυστυχῶς, ὅμως, δέν βρίσκει πολλές ἀλλαγές ἀπό τότε στούς ἀνθρώπους. Θλίβεται, ὅμως, περισσότερο ἀπʼ ὅτι τότε, διότι στό μεταξύ μεσολάβησε καί ἡ σταυρική θυσία τοῦ Υἱοῦ της, γεγονός πού βαραίνει ἀκόμη περισσότερο τόν νέο Ἰσραήλ ἀπʼ ὅτι τόν παλαιό. Ἡ τωρινή ἀχαριστία εἶναι πολλαπλάσια τῆς παλαιᾶς.
Περιπλανιέται καί τελικά βρίσκει μακριά ἀπ΄ τόν συνωστισμό τῶν πόλεων, στήν κοινωνία τῆς ἐρήμου, ἕνα μικρό, ταπεινό, φτωχό, ἀλλά φιλόξενο κατ΄ τά τἄλλα σπήλαιο. Ἐκεῖ τελικά θά γεννήσει Αὐτόν πού δημιούργησε τά σύμπαντα...
Ἔτσι θά κάνει καί φέτος, θά γυρίσει ὅλη τή κοσμική πολιτεία τῶν ἀνθρώπων καί ἀφοῦ τίς κλείσουν ὅλοι τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τους, διότι αὐτή εἶναι γεμάτη ἀπό ἄλλα ἐνδιαφέροντα, ἄλλες ἀναζητήσεις, θά πάει σέ κάποια καρδιά, πού θά μοιάζει μέ τήν ταπεινή φάτνη. Μακριά ἀπό τά ρεβεγιόν, τούς χορούς, τά γλέντια, τά τηλεοπτικά καί ζωντανά θεάματα. Θά πάει ἐκεῖ, μέσα στή κρύα νύχτα, ὅπου ὅλοι οἱ πιστοί νωρίς-νωρίς συγκεντρωμένοι, στόν ἁγιασμένο ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ Ναό τῆς ἐνορίας τους, ψάλλουν μέ τούς μάγους, τούς ποιμένες καί τούς Ἀγγέλους τό «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»[5]. Ἐκεῖ θά βρεῖ καρδιές πού θά μοιάζουν μέ τῶν μάγων καί τῶν ποιμένων. Καρδιές καθαρές, καρδιές μετανοημένες πού ζοῦν τή σιγή τῆς φάτνης, πού ἔχουν στό στόμα τους τήν δοξολογία γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπ΄ αἰῶνος ἀπόκρυφου μυστηρίου.
Ἄς εὐχηθοῦμε, ἐν ὄψει τῶν Ἁγίων ἑορτῶν τῆς Χριστιανοσύνης, ἀποδεχόμενοι τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως, νά γίνουμε κατά τό δυνατόν περισσότερο εὐσεβεῖς, ἐλεήμονες, φιλόξενοι, ἁπλοῖ, ἄκακοι, μακρόθυμοι καί ταπεινοί. Ἄς καθαρίσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τά πάθη, γιά νά βρεῖ ἡ Παναγία μας ἐν ἔτει 2004 τόν τόπο πού ψάχνει. Σέ μᾶς μένει νά ἀποδεχθοῦμε τήν θεότητα τοῦ θείου βρέφους καί νά ζητήσουμε εἰλικρινά νά γεννηθεῖ μέσα μας. Καί τότε, ἄς εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι θά γεννηθεῖ στίς καρδιές μας τό θεῖο Βρέφος καί θά ἀξιωθοῦμε στήν προσωπική μας ζωή, παρ΄ ὅλη τήν ἁμαρτωλότητά μας, τῆς παρουσίας τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ...
[1] π. Σταῦρος Κοφινᾶς, κεφ. Ἐλπίδα καί Δύναμη ἀπό τή Φάτνη, Χριστούγεννα, ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», ἀνατύπωση 4η, 1999, σελ. 152.
[2] Κολ. 3,5.
[3] Πρβλ. Λουκ. 2,7.
[4] Ἁγίου Συμεών Ν. Θεολόγου, Ἠθικός Λόγος Αʼ, ι, 2, τ. 19β, ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 177.
[5] Λουκ. 2,14.