Ζωηφόρος

Ισλαμισμός – Θρησκεία και τέχνη

3.1 Η προ-ισλαμική θρησκεία:

 

Μια σύντομη αναφορά στην προ-ισλαμική θρησκεία των κατοίκων της Αραβίας, είναι απαραίτητη. OS. JafarShahidi[1] αναφέρει πως στη νότια Αραβία η λατρεία των ουρανίων σωμάτων όπως της σελήνης, των άστρων και του ήλιου είχε μεγάλη παράδοση. Η λατρεία του ήλιου συνηθιζόταν και στη βόρεια Αραβία: «Οι κάτοικοι της ερήμου, σε γενικές γραμμές ήταν ειδωλολάτρες. Τα είδωλα αυτά κατασκευάζονταν από ξύλο, πέτρα, ακόμη και τους καρπούς του φοίνικα. Στο ιερό Κοράνιο αναφέρονται μερικά ονόματα αυτών των ειδώλων όπως: Lat, Uzza, Manat, Vadd, Sowaa, Yaghouth, Yaough, Nasr, ενώ στη Μέκκα η οικογένεια Qoreish λάτρευε μεταξύ άλλων το μεγαλύτερο από τα είδωλα το Hubal». Οι ενδείξεις δείχνουν πως οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής ασκούσαν ένα είδος λιθολατρείας. Οι κάτοικοι της ερήμου πίστευαν στα είδωλα σε σχέση με τους καλούς οιωνούς που περίμεναν από αυτά. Θεωρούσαν τα δαιμόνια πηγή κακού αλλά καμιά φορά και πηγή προσφοράς, ενώ κάποιοι Άραβες ποιητές πίστευαν ότι είχαν ένα δαιμόνιο μέσα τους που τους υπαγόρευε τα ποιήματά τους, όπως και το δαιμόνιο του Σωκράτη.

Πριν το Ισλάμ, οι πιστοί των «εξ αποκαλύψεως» θρησκειών στην Αραβία, ήταν οι Εβραίοι, οι χριστιανοί και οι Ζωροάστρες. Ο Χριστιανισμός είχε διεισδύσει στο νότο από την Αιθιοπία, ενώ στο βορρά είχε εξαπλωθεί από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Κατά τον Kalbi, οι Άραβες εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους χρέη κάνοντας και θυσίες ζώων κατά το προσκύνημά τους στη Μέκκα. Η ανάδειξη της Μέκκας ως κέντρου, οφείλεται στη θρησκευτική σημασία που είχε η πόλη με την ύπαρξη του Ghaba ως λατρευτικού χώρου, ήδη από την εποχή του Αβραάμ, χιλιάδες χρόνια πριν από το Ισλάμ. Άλλος καθοριστικός παράγοντας, που συνέβαλε τα μέγιστα στην προσέλκυση πληθυσμού στη Μέκκα, ήταν η γεωγραφική θέση στο δρόμο των καραβανιών. Σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, απέφευγαν κάθε πολεμική αναμέτρηση στη διάρκεια τεσσάρων ιερών μηνών κάθε χρόνο. Οι ιεροί αυτοί μήνες ήταν οι: Zi, Qidah, Zi Hajj, Maharam και Rajab. Στην ελληνική έκδοση του Κορανίου αναφέρονται τα εξής : «Πολύ πριν από τον Μωάμεθ, ο Αραβικός παγανισμός είχε παρουσιάσει σημεία παρακμής. Στην Κάσμπα (Ghaba) οι Μεκκανοί λάτρευαν όχι μόνο τον Αλλάχ, τον Υπέρτατο Σημιτικό Θεό, αλλά επίσης πολλές γυναικείες θεότητες, που τις θεωρούσαν θυγατέρες του Αλλάχ. Ανάμεσα σε αυτές ήταν η Άλ-Λάτ, Άλ-Ουζάχ και Άλ-Μανάτ, που αντιπροσώπευαν αντίστοιχα τον Ήλιο, την Αφροδίτη και την Τύχη».

Δύο σημεία που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον στη διαδοχή της αρχαίας θρησκείας από τον Μουσουλμανισμό, είναι ο λίθος της Κάαμπα και η επιλογή της ημισελήνου ως συμβόλου της νέας θρησκείας. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια απλή μετάβαση από τη μια θρησκεία στην άλλη, αφού το εύρος των ριζικών αλλαγών του μονοθεϊστικού μουσουλμανισμού δεν επιτρέπει ένα τέτοιο συσχετισμό. Ωστόσο, είναι φανερό ότι ο λίθος της Κάαμπα απηχεί το λιθολατρικό παρελθόν του αραβικού παγανισμού και ομοίως το σύμβολο της ημισελήνου αποτελεί αναφορά στα θεοποιημένα φυσικά πρότυπα των ουράνιων σωμάτων, τα τόσο προσφιλή στο ενιαίο πλαίσιο των αρχαίων θρησκειών των λαών της Μεσοποταμίας και της εγγύς Ανατολής. Ο λόγος αυτής της υιοθέτησης είναι απλός. Ο Μουσουλμανισμός, όπως και κάθε άλλη νέα θρησκεία, δεν ήταν δυνατόν να απαρνηθεί πλήρως τις ριζωμένες από χιλιετίες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μια εκλεκτική, στις πιο αδρές της μορφές, επιλογή αρχαίων στοιχείων ως συνδέσμου ανάμεσα στις δύο θρησκείες, ήταν επιβεβλημένη για να μπορέσει η νέα θρησκεία να γίνει αποδεκτή. Έστω και στο επίπεδο του καθαρού συμβολισμού η σύνδεση με το παρελθόν ήταν αναγκαία για την αδιάσπαστη ενότητα της συνείδησης στην πορεία της προς ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης.

3.2 Η Μουσουλμανική Θρησκεία:

Ο Μουσουλμανισμός, είναι η νεώτερη από τις μεγάλες θρησκείες του μονοθεϊσμού και έλκει τις αρχές της από τον Ιουδαϊσμό. Εμφανίστηκε στις αρχές του 7ου αι., στην χερσόνησο της Αραβίας από τον Μωάμεθ, γιο του Αμπντουλλάχ Μπιν Αμπντούλ-Μουνταλίμπ, από την φυλή Κιουράις που γεννήθηκε το 570 μ.Χ στη Μέκκα. Ορφανός ο Μωάμεθ και από τους δυο γονείς, μεγάλωσε με τον παππού του και έπειτα με τον θείο του Αμπού-Ταλίμπ. Νέος ταξίδευσε με τα εμπορικά καραβάνια από τη Μέκκα στη Συρία, όπου γνώρισε κάποιες από τις εκεί χριστιανικές αιρέσεις, ενώ σε ηλικία 25 χρονών παντρεύτηκε την Χαντίζα, μια πλούσια χήρα κατά 15 χρόνια μεγαλύτερή του. Ο Μωάμεθ που είχε αποκτήσει φήμη για την τιμιότητα και τη σοφία του, ανακηρύχτηκε Προφήτης του Θεού και αγγελιοφόρος της Αποκάλυψής του. Άρχισε να κηρύττει μετά τα σαράντα του χρόνια, έχοντας επηρεαστεί από την Ιουδαϊκή και Χριστιανική θρησκεία.

Πολλοί άνθρωποι που ήταν γνωστοί σαν μπανίφηδες, εντυπωσιασμένοι από τον Ιουδαϊκό και τον Χριστιανικό μονοθεϊσμό, είχαν απαρνηθεί την ειδωλολατρία για μια δική τους ασκητική θρησκεία. Ο S.AfarSwahili γράφει[2]: «Λίγο πριν την εμφάνιση του Ισλάμ, παρατηρούνται ομάδες ανθρώπων εντός και εκτός της Μέκκας, οι οποίοι ούτε ειδωλολάτρες ήταν, ούτε αιματοχυσίες και καταπιέσεις δέχονταν, αλλά ούτε και σε κάποια «εξ αποκαλύψεως» θρησκεία πίστευαν. Ωστόσο, πίστευαν σε έναν και μοναδικό θεό. Αυτοί ονομάστηκαν στο Κοράνι Honea, (ενικός Hani) που σημαίνει τους ανθρώπους που ακολουθούν την πίστη του Αβραάμ». Ο Μωάμεθ φαίνεται είχε επηρεαστεί από αυτούς. Συνήθιζε να αποσύρεται σε ένα σπήλαιο για να προσευχηθεί μόνος του και να στοχαστεί. Σύμφωνα με την μουσουλμανική παράδοση μια νύχτα του Ραμαζανιού, κατά το 610 μ.Χ, καθώς κοιμόταν ή βρισκόταν σε έκσταση, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε και του είπε: «Αφηγήσου!» Αυτός απάντησε: «Τι να αφηγηθώ;» Η εντολή επαναλήφθηκε τρεις φορές, μέχρι που ο άγγελος του είπε: «Αφηγήσου στο όνομα του Κυρίου σου που δημιούργησε, δημιούργησε τον άνθρωπο από θρόμβους αίματος. Αφηγήσου! Ο κύριός σου είναι ο περισσότερο Μεγαλόψυχος όλων, που δίδαξε τον άνθρωπο αυτό που δεν γνωρίζει».

Όπως και στην περίπτωση της ελληνορωμαϊκής θρησκείας με τον Χριστιανισμό, η παρακμή του αραβικού παγανισμού, άνοιξε το δρόμο στην έλευση του μονοθεϊστικού Μουσουλμανισμού. Ο Μουσουλμανισμός, όμως, είχε και άλλο ένα κοινό σημείο με τον Χριστιανισμό. Δεν ήταν μόνο μια θρησκευτική διδασκαλία εναντίον των αρχαίων ειδώλων, αλλά ταυτόχρονα και ένα κίνημα ανατροπής του κοινωνικού κατεστημένου, προσαρμοσμένου όμως στα δεδομένα της αραβικής ιδιοσυγκρασίας, που σκοπό είχε να εισάγει ένα νέο τρόπο ζωής. Για το λόγο αυτό, σύντομα οι κυρίαρχες οικογένειες της Μέκκας εναντιώθηκαν στη διδασκαλία του Μωάμεθ και τον ανάγκασαν το 622 (ημερομηνία της Εγίρας = αναχώρηση) να καταφύγει στη Μεδίνα, όπου μπόρεσε να προσηλυτίσει τους πρώτους οπαδούς. Η νέα θρησκεία κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια στην αραβική χερσόνησο, μέσα από ένοπλες συγκρούσεις που αποτέλεσαν ορόσημα της ιστορίας της, όπως η μάχη του Μπάντρ το 624. Τελικά ο Μωάμεθ μπήκε αμαχητί στη Μέκκα το 630 και αφού κατέστρεψε όλα τα είδωλα, πραγματοποίησε το προσκύνημά του στο ιερό της Κάαμπα. Εκεί αγγίζοντας την «μαύρη πέτρα» κραύγασε «Αλλάχ Άκμπαρ» (ο Θεός είναι ο πιο μεγάλος), ανακοινώνοντας στους μουσουλμάνους την αρχή μιας νέας εποχής, όπου «η μόνη αριστοκρατία θα ήταν αυτή της ευλάβειας».

Ο Μωάμεθ που απέρριψε την εξουσία να κάνει θαύματα, πίστεψε πως ήταν ο αγγελιοφόρος του θεού, που τον έστειλε για να επιβεβαιώσει προηγούμενες γραφές. Ο Θεός είχε αποκαλύψει το θέλημά του στους Ιουδαίους και τους Χριστιανούς, μέσα από διαλεγμένους αποστόλους, αλλά αυτοί παρέβησαν τις εντολές του Θεού και διαιρέθηκαν σε σχισματικές αιρέσεις. Το Κοράνι κατηγορεί τους Ιουδαίους πως αλλοιώνουν τις Γραφές και τους Χριστιανούς πως λατρεύουν τον Ιησού σαν Υιό του Θεού, αν και Αυτός είχε παραγγείλει ρητά να λατρεύουν μόνο Αυτόν. Επειδή λοιπόν είχαν παραπλανηθεί, έπρεπε να επιστρέψουν στο σωστό δρόμο, στη σωστή θρησκεία που κήρυξε ο Αβραάμ. Η Ισλαμική απόλυτη υποταγή (Μούσλι) είναι η πλήρης αποδοχή του θελήματος του Θεού. Ο Αβραάμ που είναι θεμελιώδες πρόσωπο του Κορανίου, αποτελεί για τους μουσουλμάνους τη μοναδική γνήσια πηγή της θεϊκής αποκάλυψης. Οπωσδήποτε η αναγωγή στον Αβραάμ ήταν επιβαλλόμενη για την διαφοροποίηση της νέας θρησκείας έναντι των δυο άλλων, αφού ο Αβραάμ έζησε πριν την αποκάλυψη του Μωσαϊκού Νόμου και τον Ιησού και άρα δεν ήταν ούτε εβραίος, ούτε χριστιανός, όπως παρατηρεί ο Dominique Sourdel[3].

Το Κοράνι κηρύσσει τη μοναδικότητα του Θεού και δίνει έμφαση στον θείο οίκτο και τη συγνώμη, ενώ είναι γεμάτο από ηθικές προσταγές περί ελεημοσύνης, δικαιοσύνης, τιμιότητας κ.α. Τα σημαντικότερα καθήκοντα του μουσουλμάνου είναι η πίστη στον Αλλάχ και στους Αποστόλους του, η προσευχή, η νηστεία, η ελεημοσύνη και το προσκύνημα στο Ιερό Σπίτι στη Μέκκα, που κτίστηκε από τον Πατριάρχη των σημιτών Αβραάμ για τον ένα θεό. Ο Μουσουλμανισμός θεωρεί ως πρόγονο των Βεδουίνων Αράβων της χερσονήσου του Σινά, τον πρωτότοκο γιο του Αβραάμ, Ισμαήλ, τον οποίο απέκτησε από την αιγύπτια Άγαρ. Η παράθεση, λοιπόν, βιβλικών ιστοριών και η αναφορά σε ήρωες της Π. Διαθήκης, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Δαβίδ, ο Σολομών κ.α., είναι πολύ συχνή στο Κοράνι. Υπάρχει ακόμη και αναφορά στον Ιησού, ως γιου της Μαρίας, αλλά μόνο ως θαυμαστού προφήτη. Μεταξύ άλλων στο Κοράνι διατυπώνεται η πίστη στην Ανάσταση των νεκρών και στη μέλλουσα Κρίση, στον Παράδεισο και στην Κόλαση, σε αγγέλους και σε δαίμονες, στο Σατανά κ.λπ. Ο Μωάμεθ είναι ο απεσταλμένος του Θεού, αλλά είναι επίσης και θνητός άνθρωπος, αν και υπήρξε μια τάση αγιοποίησής του.

Ο θάνατος του Μωάμεθ το 632, από τη στιγμή που δεν είχε ορίσει τον διάδοχό του ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει σε πολιτική κρίση. Ο Μωάμεθ κυβέρνησε με θεοκρατικό τρόπο και το Ισλάμ ως θρησκεία ήταν ταυτόχρονα ο ρυθμιστής της ζωής της κοινότητας σε κάθε επίπεδο. Έτσι ο τίτλος του χαλίφη που απέκτησαν οι διάδοχοί του, συγκέντρωνε τόσο την θρησκευτική όσο και την πολιτική εξουσία. Η νέα θρησκεία μπήκε σε μια περίοδο εσωτερικών έριδων σχετικών με τη διαδοχή. Οι έριδες αυτές είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία δυο βασικών ομάδων διεκδικητών: των Σιιτών και των Σουνιτών*. Οι πρώτοι υποστήριζαν τον Αλή, ξάδερφο και γαμπρό του Μωάμεθ που όμως φάνηκε αδύναμος να επιβληθεί. Έτσι πρώτος Χαλίφης και πολιτικο-θρησκευτικός αρχηγός έγινε ο ηλικιωμένος σύντροφος του Μωάμεθ, Αμπού Μπακρ, ο οποίος όρισε διάδοχό του τον Ομάρ (634). Όταν ο Ομάρ δολοφονήθηκε το 644, τα έξι πρόσωπα που είχε ορίσει να φροντίσουν για τη διαδοχή του, δεν επέλεξαν τον Αλή, αλλά έναν άλλο γαμπρό του προφήτη, τον Οθμάν από τη γενιά των Ομεϋαδών. Η δολοφονία του Οθμάν το 656 προκάλεσε νέα κρίση που οι συνέπειές της ήταν πολύ σοβαρές για την ισλαμική κοινότητα. Όταν ο Αλή εκλέχτηκε χαλίφης δεν αναγνωρίστηκε από τους αντιπάλους του από τους οποίους ο πιο δυνατός ήταν ο ξάδελφος του Οθμάν και κυβερνήτης της Συρίας ο Μουαουίγια Α΄.

Ανάμεσά τους ξέσπασε διαμάχη, αλλά πολύ σύντομα ο επιτήδειος Μουαουίγια Α΄ κατάφερε να πάρει την εξουσία από τον Αλή χωρίς να τον νικήσει. Εξαπατημένος ο Αλή από τον Μουαουίγια Α΄ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα του, όμως οι πιστοί του δεν δέχτηκαν ποτέ τον εκθρονισμό του, θεωρώντας σφετεριστές τους Σουνίτες υποστηρικτές του Μουαουίγια. Ο Αλή δολοφονήθηκε λίγο αργότερα στην Κούφα στο όνομα των Σιιτών και έγινε μάρτυρας του Ισλάμ. Ο Μουαουίγια Α΄ μετέφερε την πρωτεύουσά του από την Μεδίνα στη Δαμασκό και καθιέρωσε την αρχή της συριακής δυναστείας των Ομεϋαδών μέσα στο χαλιφάτο, ορίζοντας διάδοχο το γιο του. Εν τούτοις αυτό το κακό αποτέλεσε σταδιακά μια επαναληπτική αιτία διάσπασης της ισλαμικής κοινότητας, σε συνδυασμό με την επέκτασή της σε νέα εδάφη, σε αυτόνομα και συχνά αντιμαχόμενα χαλιφάτα όπως της Βαγδάτης, της Δαμασκού, της Αιγύπτου και της Κόρδοβα ή στη δημιουργία εμιράτων και πριγκιπάτων. Η ισλαμική κοινότητα εκτός από τους Άραβες περιλάμβανε τους Σύριους, τους Ιρανούς, τους Σελτζούκους Τούρκους και τους Μογγόλους που με τη σειρά τους ίδρυσαν δυναστείες μέχρι την τελική επικράτηση των Οθωμανών τον 15ο αι..

Η συλλογή των διαδοχικών αποκαλύψεων του Κορανίου, που γράφονταν κατά σύντομα χρονικά διαστήματα πάνω σε κάθε υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ολοκληρώθηκε κατά την εποχή της ηγεμονίας του Ομάρ δεύτερου χαλίφη από τους τέσσερεις πρώτους. Μια επίσημη έκδοση του Κορανίου, καθιερώθηκε κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του τρίτου χαλίφη, του Οθμάν. Αυτή η έκδοση παραμένει μέχρι σήμερα σαν επίσημος λόγος του Θεού και είναι γραμμένη στην κουφική γραφή. Το Κοράνι δεν είναι μόνο ένα από τα μεγαλύτερα βιβλία προφητικής φιλολογίας, αλλά είναι επίσης ένα φιλολογικό αριστούργημα αξεπέραστης αξίας που άνοιξε το δρόμο στη μουσουλμανική λογοτεχνία και ποίηση, στην θεολογική εμβάθυνση και στη διανόηση.

3.3 Η Ισλαμική Τέχνη από τον 7ο-18ο μ.Χ. αιώνα:

Μετά από την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 637 μ.Χ., και καθόλο το διάστημα της επέκτασης από τον 8ο έως τον 9ο αι., η μουσουλμανική θρησκεία σάρωσε τα πάντα από τον Ατλαντικό έως την Ινδία με την επέλαση των ορδών της ημισελήνου. Το σύνθημα είχε δοθεί από τον ίδιο τον Μωάμεθ και η άσκηση βίας ήταν δικαιολογημένη για την εξάπλωση του μουσουλμανισμού και εκείνος που έχανε τη ζωή του σε αυτόν τον Ιερό Πόλεμο, εθεωρείτο μάρτυρας με ανταπόδοση της θυσίας του μετά την Κρίση. Ταυτόχρονα με την διοικητική, οργανωτική και οικονομική ανάπτυξη του Ισλάμ, που ενισχύθηκε από το φοβερό πλιάτσικο και τα πλούτη των κατακτημένων περιοχών, άρχισε και η διαμόρφωση της ισλαμικής τέχνης.

Η ιστορία της Ισλαμικής τέχνης καλύπτει το χρονικό διάστημα από τον θάνατο του Μωάμεθ το 632 μ.Χ., έως τον 18ο αι. Η θρησκεία των μουσουλμάνων κατακτητών της Περσίας, της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, της Βόρειας Αφρικής και της Ισπανίας, αντιμετώπισε το θέμα της απεικόνισης του Θεού και των ιερών προσώπων ακόμα πιο αυστηρά από το Χριστιανισμό. Απαγόρευσε εντελώς τις εικόνες. Στην περίπτωση της Ισλαμικής τέχνης έχουμε το πιο έντονο παράδειγμα δογματικής επιρροής μιας θρησκείας στη διαμόρφωση του ύφους της τέχνης. Τα Χαντίθ, δηλαδή τα ρητά του Προφήτη που συμπληρώνουν το Κοράνι, λέγουν κατηγορηματικά: «Δυστυχία σε ό,ποιον απεικονίσει τον Θεό, ανθρώπους ή ζώντα όντα. Εικονίζετε μόνον δένδρα, άνθη και άψυχα». Ενώ στο Κοράνι[4] υπάρχουν πλήθος δογματικών αποτροπών σχετικών με την ειδωλολατρεία, που πηγάζουν από την εντολή του Θεού προς τον Αβραάμ.

Οι μουσουλμάνοι καλλιτέχνες, προκειμένου να καλύψουν τα κενά που δημιουργούσαν οι απαγορεύσεις της απεικόνισης προσώπων, αναγκάστηκαν να αναπτύξουν την τέχνη τους πάνω στα στοιχεία, που αποτελούν τα βασικά της γνωρίσματα. Αυτά είναι οι γεωμετρικοί συνδυασμοί, η πολυχρωμία, η ενσφήνωση πολύτιμων οστράκων και λίθων και η επιχρύσωση. Είναι μια τέχνη απόλυτα διακοσμητική. Η αξία αυτής της διακόσμησης έρχεται κυρίως από το πνεύμα που εμψυχώνει και βρίσκει την πλήρη έκφρασή του στην ανάπτυξη των αραβουργημάτων, τεχνοτροπία με μορφές φυτικές και ζωικές, χρήση γεωμετρικών φιγούρων, οι οποίες επαναλαμβάνονται επ΄αόριστον, θυμίζοντας η μια την άλλη, χωρίς να επιτυγχάνεται ο τέλειος συνδυασμός. Συνέχεια αυτής της διακόσμησης είτε «με γραμμική πορεία», είτε με περιέλιξη φύλλων. Μοιάζει σαν μια αντανάκλαση μιας θεώρησης του κόσμου με τη διαδοχή αφαιρετικών μορφών που δεν έχουν καμιά παρουσία, παρά μόνο μέσα από τη θεϊκή βούληση. Σύμφωνα με τον Combrich[5] τα λεπτά σχέδια και οι πλούσιοι χρωματικοί συνδυασμοί των καλλιτεχνών, οφείλονται ίσως «στη διδασκαλία του Μωάμεθ, που απομάκρυνε τη σκέψη του καλλιτέχνη από τα αντικείμενα της πραγματικής ζωής και την οδήγησε στον ονειρικό κόσμο των γραμμών και των χρωμάτων».

Η ραγδαία εξάπλωση της Ισλαμικής κυριαρχίας και του Μουσουλμανισμού σε πολλές χώρες της Ανατολής, της Αφρικής και της Ισπανίας, δημιούργησαν, σε συνδυασμό με τις τέχνες και τη νοοτροπία των κατακτημένων λαών, τις διάφορες σχολές της Ισλαμικής τέχνης. Αυτές οι σχολές παρόλες τις τοπικές τους ιδιομορφίες, διατηρούσαν πάντως το βασικό γνώρισμα της ανεικονικής διακοσμητικότητας, που χαρακτηρίζει το σύνολο της μουσουλμανικής τέχνης. Υπάρχουν πέντε σχολές τέχνης που διακρίνονται με γεωγραφικούς όρους και είναι: της Συρίας και της Αιγύπτου, της Δυτικής Λιβύης και της Ισπανίας, της Περσίας, της Οθωμανικής Τουρκίας και της Ινδίας. Ορισμένες πάντως από τις μεταγενέστερες μουσουλμανικές αιρέσεις, ήταν λιγότερο αυστηρές σχετικά με την απαγόρευση των εικόνων. Άφησαν τους καλλιτέχνες να ζωγραφίζουν μορφές και επεισόδια, εφόσον δεν είχαν άμεση σχέση με τη θρησκεία. Οι αναπαραστάσεις μορφών θα χρησιμοποιηθούν εκτενώς στις ανατολικές επαρχίες, στις περσικές, μογγολικές και τουρκικές μινιατούρες. Όπως στη Βυζαντινή τέχνη έτσι και στη Μουσουλμανική, η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας μετρά πολύ λίγο. Ίσως και λιγότερο. Δεν υπάρχει ούτε προοπτικό σχεδίασμα των μορφών, ούτε γίνεται καμιά προσπάθεια για να φανούν οι φωτοσκιάσεις ή η δομή του σώματος. Η επιγραφική παίζει ένα σημαντικό ρόλο μέσα σε αυτή την τέχνη. Στους εσωτερικούς χώρους και τους τοίχους των τζαμιών την απουσία των τοιχογραφιών καλύπτουν ρητά του Προφήτη από το Κοράνι. Είναι θρησκευτικά αποφθέγματα τα οποία, καθώς είναι γραμμένα στην διακοσμητική κουφική γραφή, εναρμονίζονται πλήρως με τα αφηρημένα μοτίβα, δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο διακοσμητικό σύνολο.

Η Ισλαμική τέχνη ανέπτυξε την έκφρασή της κυρίως μέσα από την αρχιτεκτονική, την ποίηση, την υφαντουργία, τη μεταλλουργία, την υαλουργία και άλλες δευτερεύουσες διακοσμητικές τέχνες. Στην αρχιτεκτονική[6]το τζαμί είναι το πιο σημαντικό παράδειγμα της συνάντησης των αναγκών της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής με τις τοπικές καλλιτεχνικές μεθόδους. Στην αρχή ακολούθησε το σχέδιο του πρωτόγονου σπιτιού του προφήτη στη Μεδίνα, ενώ στη Συρία των Ομεϋαδών θα υιοθετήσει αργότερα τη διάταξη της ρωμαϊκής βασιλικής. Χαρακτηριστική είναι ακόμη η κατασκευή των μιναρέδων σε τζαμιά και τεμένη με την ταυτόχρονη χρήση του θόλου στα τζαμιά της Τουρκίας, που είναι συνέπεια της υιοθέτησης της διάταξης της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Στην αρχιτεκτονική τα μουσουλμανικά χαρακτηριστικά αναφέρονται στην υιοθέτηση της αψίδας των βυζαντινών και της μετατροπής της σε τεθλασμένο τόξο για εισόδους και παράθυρα, στη διακόσμηση της λιθοδομής γύρω από τις θύρες και τα παράθυρα με εξαιρετικά αραβουργήματα, στα διπλά παράθυρα, στη διακοσμητική μεταλλική επένδυση των θυρών και στη χρήση διακοσμητικών σταλακτιτών και αλλεπάλληλων τόξων, όπως π.χ στη Γρανάδα. Ανάμεσα στον 16ο-18ο αι., ο ισλαμικός πολιτισμός κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών, άρχισε να εμφανίζει σημάδια παρακμής και καθυστέρησης εξαιτίας της θρησκευτικής και πολιτικής κατάπτωσης των μουσουλμανικών κρατών.

Του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

* Στη διαμάχη αυτή, μεταξύ των οπαδών του Αλή και των οπαδών του Ομάρ και του Οθμάν, οφείλεται η διαχρονική έχθρα μεταξύ των δύο μουσουλμανικών αιρέσεων, που φτάνει ως τις μέρες μας με πολλά θύματα και καταστροφές των αντίπαλων τζαμιών. Υπό το πρίσμα αυτό, ίσως γίνεται περισσότερο κατανοητό το ιστορικό υπόβαθρο της σημερινής σουνιτικής συσπείρωσης εναντίον των σιιτών της Συρίας και του Ιράν , ως μια αναδρομική εκδίκηση και ξεκαθάρισμα θρησκευτικών «λογαριασμών».

(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου: «Τα Φυσικά Πρότυπα στην Τέχνη και τη Θρησκεία-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του πολιτισμού», Γ ΄Μέρος: ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, Κεφ: 3. ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ, Παρ: 3.1: Η προ-ισλαμική θρησκεία, 3.2: Η Μουσουλμανική Θρησκεία, 3.3: Η Ισλαμική Τέχνη από τον 7ο-18ο μ.Χ. αιώνα)

[1]S. JAFAR-SHAHIDI: Αναλυτική Ιστορία του Ισλάμ-Πανεπιστημιακό Εκδοτικό Κέντρο Τεχεράνης. Εκδ. Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος. Αθήνα-1995. (σ. 30)

[2]S. JAFAR-SHAHIDI: (αυτ. σ. 31)

[3] DOMINIQUE SOURDEL: «ΤΟΙΣΛΑΜ», Que sais je? – ΤοΒΗΜΑγνώση, μετ: Μαγδ. Σύρου-2007, (σ.13)

[4] ΤΟ ΚΟΡΑΝΙ: Από το κεφάλαιο του Κορανίου με τον τίτλο «Έλληνες». (σ. 211), Εκδ. «Κάκτος».

[5]E.H.GOMBRICH: «Ιστορία της Τέχνης»- Μ.Ι.Ε.Τ-1994, (σ. 103).

[6] Σημαντικά μνημεία της μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής είναι μεταξύ άλλων και τα εξής: Το Τέμενος του Ομάρ ή «Θόλος του Βράχου» στην Ιερουσαλήμ, περ. 692 μ.Χ, το μεγάλο Τέμενος της Δαμασκού, περ. 715, το Τέμενος εν Καζβίν στην Περσία του 7ου αι., το Τέμενος Έλ-Αζχάρ στο Καϊρο του 9ου αι., το Τέμενος Σαχίβ-Ατά στο Ικόνιο του 1269, το Τέμενος του Σουλτάν-Χασάν στο Καϊρο του 1356, το ισλαμικό ανάκτορο της Αλάμπρα στη Γρανάδα της Ισπανίας το 1377, το Τέμενος της Κόρδοβας στην Ισπανία του 7ου αι., το Τέμενος Φατεπούρ-Σίκρι στην Ινδία του 13ου αι., κ.α.

 

πηγή: http://peritexnisologos.blogspot.gr/2013/05/blog-post_8868.html#more

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel