***
Ενθαρρυντικές εξελίξεις στη θρησκευτική εκπαίδευση
Ένα από τα ζητήματα που ασφαλώς θα (ξανα)απασχολήσουν την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι και η οριστική αποσαφήνιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, που θεωρούμε ότι πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός «ευμενούς» –δηλαδή με όρους σεβασμού και τιμής προς την ορθοδοξία– χωρισμού τους.
Όπως, όμως, δείχνει η έως τώρα συζήτηση, το θέμα δεν αντιμετωπίζεται ως πρώτης προτεραιότητας. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα μείζονα συνταγματικά ζητήματα που έχουν ανακύψει λόγω της κρίσης αλλά και στο ότι το τελευταίο διάστημα οι σχετικές εντάσεις έχουν μειωθεί αισθητά. Σε αυτό συνέβαλε αναμφίβολα η ανάδειξη στην ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενός ανοιχτόμυαλου και κοινωνικά ευαίσθητου αρχιεπισκόπου, με εμφανή απέχθεια προς την προβολή, τον εντυπωσιασμό και τον διχαστικό λόγο. Παράλληλα, όμως, συνέβαλε και το ότι τα τελευταία χρόνια έχουν εκλείψει, με αποφάσεις Ανεξάρτητων Αρχών ανώτατων δικαστηρίων, αρκετές εστίες τριβών του παρελθόντος (δήλωση του θρησκεύματος στις ταυτότητες, προσηλυτισμός, ανέγερση ναών και ευκτηρίων οίκων, καύση νεκρών κ.α.τ.).
Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, φαίνεται ότι υπάρχουν ενθαρρυντικές εξελίξεις και σε ένα ακόμη επίμαχο ζήτημα, που αφορά τον χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Ηδη από το 1993 είχα επισημάνει, σε σχετική μελέτη μου («Θρησκεία και εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία», εκδ. Αντ. Σάκκουλας), τα ιδιαίτερα συνταγματικά προβλήματα που θέτει για μια ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία η ύπαρξη ενός υποχρεωτικού ομολογιακού μαθήματος, με έντονα κατηχητικό χαρακτήρα, που απέβλεπε στην καταναγκαστική και συνάμα βιωματική επιβολή των δογμάτων της κατά το Σύνταγμα «επικρατούσας θρησκείας». Παράλληλα, είχα υποστηρίξει ότι ούτε ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» σημαίνει επιβλητέα θρησκεία αλλά ούτε και η κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» μπορεί να ερμηνευθεί ερήμην της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, που επιτάσσει σε κάθε περίπτωση, όπως έκρινε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, «αντικειμενική, κριτική και πολυφωνική» θρησκευτική εκπαίδευση.
Μια τέτοια εκπαίδευση φαίνεται πως ευνοεί πλέον, παρά τις αναμενόμενες ισορροπιστικές διατυπώσεις, το νέο Πρόγραμμα Σπουδών (Π.Σ.) για τα Θρησκευτικά του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Είχαν προηγηθεί βέβαια και στο παρελθόν ανάλογες προσπάθειες, οι οποίες όμως απέτυχαν, διότι πολεμήθηκαν με πάθος από τους φορείς των εγχώριων θεοκρατικών αντιλήψεων. Προκειμένου, λοιπόν, να προστατευθεί η θρησκευτική ελευθερία, το υπουργείο Παιδείας αποδέχθηκε κατ’ ουσίαν, το 2008, υπό την πίεση του Συνηγόρου του Πολίτη, το προαιρετικό πρότυπο θρησκευτικής εκπαίδευσης, που σημαίνει απαλλαγή για όσους το επιθυμούν, χωρίς δήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων (διότι παραβιάζει κατάφωρα την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης).
Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών εκκινεί από εμφανώς διαφορετική οπτική. Το μάθημα, εν πρώτοις, παύει να έχει προπαγανδιστικό χαρακτήρα και να αποβλέπει στη δογματική εμφύτευση θρησκευτικών ιδεών. Αντίθετα φαίνεται πλέον προσανατολισμένο στη βαθύτερη γνώση του θρησκευτικού φαινομένου, στην ένταξή του σε ένα ευρύτερο ηθικό και φιλοσοφικό πλαίσιο και στην παρουσίαση όλων των θρησκευτικών ρευμάτων και τάσεων, χωρίς επιτηδευμένους αποκλεισμούς και προκατειλημμένες αξιολογικές –ιδίως δε απαξιωτικές– κρίσεις. Βεβαίως, το μεγαλύτερο μέρος της ύλης καταλαμβάνει ο xριστιανισμός, με ιδιαίτερη έμφαση στην εγχώρια θρησκευτική παράδοση. Ωστόσο αυτό είναι κατ’ αρχήν εύλογο. Ο μεν xριστιανισμός συνδέεται στενά με την ευρωπαϊκή ήπειρο η δε oρθοδοξία αποτελεί, αναμφίβολα, αναπόσπαστο μέρος της εθνικής και πολιτισμικής μας παράδοσης. Aρα δικαιούνται, ποσοτικά, ένα σημαντικό προβάδισμα, όπως συμβαίνει άλλωστε και στις άλλες χώρες όπου υπάρχει πολυφωνική και μη κατηχητική εκπαίδευση (π.χ. Αγγλία και Σουηδία). Η μεγάλη διαφορά, όμως, είναι ο τρόπος προσέγγισης. Το νέο Π.Σ., αλλά και όλα τα σχετικά κείμενα που το συνοδεύουν, διαπνέονται από ανοιχτή και κριτική αντίληψη και δείχνουν ειλικρινή διάθεση να αποκοπεί η θρησκευτική εκπαίδευση από το κατηχητικό της παρελθόν και να ενταχθεί επιτέλους ομαλά σε μια παιδαγωγική διαδικασία συμβατή –έστω και κατ’ οικονομίαν– τόσο με τη θρησκευτική ελευθερία όσο και με την αποστολή του δημόσιου σχολείου σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ωστόσο, για τη μετάβαση σε μια τέτοια θρησκευτική εκπαίδευση το Π.Σ. από μόνο του δεν αρκεί. Απαιτούνται, ιδίως, ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις, όπως:
Πρώτον, να συνοδευθεί από τα κατάλληλα βιβλία αλλά και από έναν συνολικότερο θρησκευτικό αποχρωματισμό του σχολείου, που σημαίνει, ιδίως, κατάργηση της υποχρέωσης εκκλησιασμού και προσευχής.
Δεύτερον, να ισχύσει προοπτικά, με τις απαραίτητες ποσοτικές αναπροσαρμογές, και για τους μουσουλμάνους μαθητές της Δυτικής Θράκης, που βρίσκονται δυστυχώς, με άλλοθι τις διεθνείς συνθήκες, στο έλεος ενός ακραίου (εθνικο)θρησκευτικού προπαγανδισμού.
Τρίτον, να συνδυασθεί με μια συνολική αναδιοργάνωση των θεολογικών σπουδών, με πρώτο βήμα ειδικά σεμινάρια στους νυν διδάσκοντες θεολόγους αλλά και ταυτόχρονη απομόνωση, από τον χώρο του σχολείου, σκοταδιστικών εκκλησιαστικών και παραεκκλησιαστικών κύκλων, που εξακολουθούν να δίνουν λυσσαλέες μάχες οπισθοφυλακής…
Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εφημερίδα Συντακτών, 26/03/13