Λένε ότι οι κλίσεις των παιδιών δημιουργούνται πιο πολύ με την αίσθηση της όσφρησης παρά με οποιαδήποτε άλλη αίσθηση. Ούτε η όραση γεννά την κλίση, ούτε η ακοή, ούτε καμιά άλλη αίσθηση, όσο η αίσθηση της όσφρησης.
Αν θέλεις ο γιος σου πχ. να αγαπήσει το βιβλίο, όπως ήθελα εγώ, να του βάζεις ,από μικρό, βιβλία κοντά του, για να μυρίζει το τυπωμένο χαρτί. Να είσαι σίγουρος ότι το παιδί σου με τον απλό αυτό τρόπο, θα αγαπήσει το βιβλίο πάνω από όλα.
Να μην απορούν αυτοί που δεν έχουν κανένα βιβλίο, εκτός από τον τηλεφωνικό κατάλογο, στο σπίτι τους, που τα παιδιά τους δεν αγαπούν το βιβλίο. Όταν ήταν μικρά δεν μύριζαν βιβλία και γι΄ αυτό δεν έπεσε, όταν έπρεπε, μέσα στην ψυχή τους ο σπόρος της αγάπης του βιβλίου.
Έτσι ο φίλος μου, ο μακαρίτης ο Κώστας, αγάπησε από μικρό παιδί την τέχνη του μαραγκού, όπως ήταν επόμενο, να την αγαπήσει, αφού μεγάλωσε μέσα στην τέχνη αυτή και ιδίως γιατί τα πρώτα του μυρίσματα ήταν το άρωμα του ξύλου των Καμβουνίων, δηλαδή του αρωματικού ρόμπολου.
Λέω «όπως ήταν επόμενο» και για έναν άλλο λόγο, γιατί αν δεν την αγαπούσε πάνω από όλα,δεν θα γινόταν άριστος τεχνίτης, όπως ήταν αυτός. Μάστορας δε γίνεται κανείς με το στανιό.
Μάστορας σημαίνει μέγιστος, μεγίστορας, μαέστρος, όπως λέγεται σήμερα ο πρώτος μουσικός. Είναι η ελληνική λέξη «μεγίστορας» που προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων «μέγας» και «ίστορας» που σημαίνει πρώτος, οδηγός, αυτός που ανοίγει «τορό», δρόμο, αυτός που γράφει «ιστορία».
Ότι ήταν άριστος στη δουλειά του, ο Κώστας, φαινόταν κι από τον κόσμο που τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν, όταν ήθελε να κάνει κάτι καλό, που να μείνει. Αυτή ήταν η αντίληψη των αστών, ότι ήθελαν αυτό που έκαναν, να μείνει. Και πώς κερδίζεται αυτή η εμπιστοσύνη, αν όχι με την αγάπη.
Όταν πήγαινα στο ξυλουργείο του Κώστα,στη Δεσκάτη, μου μετέδιδε την αγάπη του για τα ξύλα, για τα εργαλεία, για τη μυρουδιά απ΄ το πριονίδι, ιδίως γιατί το πιο πολύ τα ξύλα του ήταν από τα Καμβούνια, το ρόμπολο, που έχει ωραίο άρωμα.
Πήγαινα στο ξυλουργείο του Κώστα, κάθε φορά που πήγαινα να δω τους δικούς μου, που τους καλοκαιρινούς μήνες έμεναν εκεί. Ένιωθα τόση χαρά, να τον βλέπω με πόση ευθύνη και σοβαρότητα αφοσιωνόταν στη δουλειά του. Πόσο συγκρατούσε τα φιλικά του αισθήματα και περίμενε να τελειώσει τη δουλειά του, για να τα πούμε.
Αυτό είναι ο μάστορας, ο «μέγιστος» ο «πρώτος», ο «οδηγός», αυτός που γράφει ιστορία. Τέτοιοι άντρες, «σαγλάμικοι», όπως τους λεμε στη Δεσκάτη, γράφουν ιστορία. Και σ΄ αυτούς ανήκει αυτή εδώ η γη, γιατί, καθώς λένε οι σοφοί Πατέρες, η γη ανήκει σ΄ αυτούς που έγραψαν και γράφουν την ιστορία του τόπου.
Μια φορά, γέμισα το σκαραβαίο μου με ξύλα ρόμπολου, ως αρωμα εσωτερικού χώρου και μύριζε το γέρικο αμάξι, που διήνυε την τρίτη δεκαετία της ζωής του, άρωμα ρόμπολου.
Του Μόσχου Ε. Λαγκουβάρδου