Εἰς τά ἐν λόγω νομικά πρόσωπα ἀναγνωρίζεται ἐπί πλέον καίτό ἀτομικόν δικαίωμα «τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τους» (εἰδική ἀνάπτυξητοῦ ὁποίου ἔχω παραθέσει παλαιότερον εἰς τό παρόν περιοδικό)1, ἤτοιτό δικαίωμα νά καθορίζουν οἱ ἴδιες τά τῆς ἐσωτερικῆς τους ὀργανώσεωςκαί τά τῆς λατρείας τους, χωρίς καμμία ἀρχή νά δικαιοῦται νά ἐπέμβεικαί νά καθορίσει ἐκείνη τά στοιχεῖα αὐτά οὐδέ ἐπ’ ἐλάχιστον. Ἄλλωςἀνακύπτει σοβαρό θέμα ἀντισυνταγματικότητος.
Εἶναι σαφές δέ, ὅτι εἰς τόν ἐν λόγω τομέα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦτους περιλαμβάνεται καί ἡ διδασκαλία τῆς θρησκείας τους, ὁπότε οἱἐν λόγω Θρησκευτικές Ὀργανώσεις μόνον ἐκεῖνες δικαιοῦνται, νάπροσδιορίζουν, συνθέτουν, καταρτίζουν κ.λπ. τήν διδακτέα ὕλη τῆςθρησκείας τους καί εἰδικώτερον τήν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶνὀψέποτε, ὁποτεδήποτε καί ἀπό ὁποιονδήποτε φορέα ἀποφασισθεῖ μίατοιαύτη διδασκαλία, ἡ ὁποία μπορεῖ, νά γίνεται εἴτε ἀπό τίς ἴδιεςτίς Θρησκευτικές Ὀργανώσεις, εἴτε ἀπό ἄλλον φορέα, κυρίως δέ ἀπότό κράτος, ὅταν εἰς τό κράτος αὐτό τό Σύνταγμά του προσδιορίζειὁρισμένη θρησκεία ὡς ἐπικρατοῦσα (ὅπως π.χ. εἰς τήν Ἑλλάδα, Ἀγγλία,σκανδιναυϊκές χῶρες, χῶρες μέ Καθολική Θρησκεία, πού ἔχουν συνάψεικονκορδάτο μέ τόν Πάπα κ.λπ.) ἤ ἡ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ ἀνήκεισέ συγκεκριμένη θρησκεία.
Ἐπισημαίνουμε δέ ἐπ’ εὐκαιρία, ὅτι κατ’ ἄρθρον 2 τοῦ ΠρώτουΠροσθέτου Πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως ἈνθρωπίνωνΔικαιωμάτων τά εὐρωπαϊκά κράτη ὑποχρεοῦνται, νά σέβονται τό δικαίωμα τῶν γονέων, νά ἐξασφαλίζουν διά τά τέκνα τους ἐκπαίδευσησύμφωνη πρός τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Ὡς γνωστόν εἰς τήν Ἑλλάδα τό Σύνταγμα εἰς τό ἄρθρον 3ἀναγνωρίζει ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική,ἀναφέρεται δέ ἐν συνεχεία εἰς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος,τῆς ὁποίας καί προσδιορίζει τήν ὀργάνωσή της, τήν ὑπαγωγή της εἰς τόΟἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τούς κανόνες πού τηρεῖ. Εἰς δέ τό ἄρθρον16 παρ. 2 ἐπιβάλλει μεταξύ ἄλλων τήν διά τῆς παιδείας ἀνάπτυξητῆς «θρησκευτικῆς συνειδήσεως» τῶν μαθητῶν. Ὡς γνωστόν καί ὡςγίνεται παγίως δεκτόν, ἡ τοιαύτη ἀνάπτυξη πραγματοποιεῖται διά τῆςδιδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν2.
Μέχρι στιγμῆς τό ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο Ἐθν. Παιδείας, καί Θρησκευμάτων συντάσσει καί ἐκδίδει τό ἴδιο ὅλα τά σχολικά βιβλία, πούδιανέμονται εἰς τούς μαθητάς διαμορφῶνον τήν ὕλην τους κατά τήν βούλησήτου. Τό ἴδιο ἰσχύει καί διά τό βιβλίο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
Βεβαίως γνωρίζουμε (ἀκροθιγῶς ἐάν δέν ἔχουμε ἐνδιατρίψει εἰδικῶς ἐνπροκειμένω) ἤ τεκμαίρεται (κατά λογικήν συνέπειαν) ὅτι τό ἐν λόγωὙπουργεῖο κατά τήν σύνταξη τῆς ὕλης τῶν σχολικῶν βιβλίων ἀπευθύνεταιεἰς τούς εἰδικούς γνῶστες τοῦ καθ’ ἕκαστα θέματος (κατά κανόνα μέσωτοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου συμφώνως πρός τό ἄρθρον 24 τοῦ Ν.1566/1985), τούς ὁποίους εἴτε συμβουλεύεται, εἴτε τούς ἀναθέτει τήνσύνταξη τῆς ὕλης, τήν ὁποίαν τό ἴδιο τό Ὑπουργεῖο ἐγκρίνει τελικῶς.
Νομική ὅμως δέσμευση τοῦ Ὑπουργείου πρός σύνταξη ὁρισμένης ὕληςὁρισμένου μαθήματος δέν ὑπάρχει. Ὑπενθυμίζουμε ἐπ’ εὐκαιρία τόπλῆθος διαμαρτυριῶν, πού εἶχαν διατυπωθεῖ πανταχόθεν διά ἕνα σχολικόἐγχειρίδιο τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας, τό ὁποῖο ἀνέφερε, ὅτι κατά τήνμικρασιατική καταστροφή οἱ Ἕλληνες τῆς Σμύρνης καί τῶν πέριξ πόλεωνσυνωστίζοντο εἰς τήν παραλία πρός τέρψιν τους (ἤ κάτι τέτοιο) καί ὄχιδιότι οἱ Τοῦρκοι Τσέτες τούς ἔσφαζαν ἀδιακόπως καί ἐκινδύνευε ἡ ζωήτους. Καί ὑποτιθεμένου (δηλ. βεβαιουμένου εἰς τήν πραγματικότητα),ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ σχολικοῦ ἐγχειριδίου ἦταν ἐντελῶς ἀνακριβής καί
προκλητική καί κατ’ ακολoυθίαν παράνομη, ἡ ἀντίστοιχη διοικητικήπράξη τοῦ Ὑπουργοῦ πού ἐνέκρινε τό ἐγχειρίδιο αὐτό, δέν μποροῦσενά ἀντιμετωπισθεῖ, διότι ἀποτελοῦσε πράξη διοικητική ὄχι ἀτομική,ἀλλά κανονιστική, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν δέν προσβάλλεται δι’ αἰτήσεωςἀκυρώσεως (Π.Δ. 18/1989 ἄρθρον 47, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ συνδρομή ἐννόμουσυμφέροντος ἀμέσου καί προσωπικοῦ).
Τίθεται κατόπιν τούτου τό ἐρώτημα. Τό προαναφερθέν ἀτομικόνδικαίωμα τοῦ «αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν» (ὡς μία ὑποδιαίρεσητοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), περιλαμβάνεικαί τόν καθορισμό τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τῆς ἐπικρατούσηςθρησκείας ἤ τῆς ἐπισήμου ἀνεγνωρισμένης Ἐκκλησίας ἤ τῆς κρατικῆςἘκκλησίας, χωρίς ὅμως νά ἔχει εξασφαλίσει την σύμφωνη γνώμη της;3. Τόθέμα αὐτό δέν ἔχει τεθεῖ ποτέ εἰς τήν χώραν μας εὐθέως (δηλ. ἀπό πλευράςΣυντάγματος καί νόμου). Ἁπλῶς ἔχουν ἐκφρασθεῖ κάποιες ἀπόψειςἐπιφανειακές. Ὅμως ἡ ἀπάντηση εἰς τό ἐν λόγω ἐρώτημα εἶναι σαφής.
Ἐπισημαίνουμε πρός τοῦτο δύο διατάξεις τοῦ Νόμου 590/77, τίς ἑξῆς: α)Τό ἄρθρον 2 τοῦ ἐν λόγω νόμου ἀναφέρει, ὅτι «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδοςσυνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦἐνδιαφέροντος ὡς τά τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος». β) Τό δέἄρθρον 9 εἰς μέν τήν παράγραφον 1 ἀναφέρει, ποῖες εἶναι οἱ ἁρμοδιότητεςτῆς Διαρκοῦς Ἱεράς Συνόδου, εἰς δέ τό ἐδάφιον (ε) μεταξύ τῶν ἐν λόγωἁρμοδιοτήτων προσδιορίζει καί τήν ἑξῆς ἐπί λέξει: «Παρακολουθεῖ τόδογματικόν περιεχόμενον τῶν διά τά σχολεῖα τῆς στοιχειώδους καί μέσηςἐκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικῶν βιβλίων τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν». Θά πρέπει δέ νά δεχθοῦμε κατ’ ἀνάγκην, ὅτι ἡ ratioτῶν ἐν λόγω διατάξεων δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό ὅτι καί ὁ νόμος καί τόΣύνταγμα (ἄρθρον 16 παρ. 2) δέν ἐπιτρέπουν σέ καμμία περίπτωση τάδόγματα καί ἡ διδασκαλία τῆς ὑπό τοῦ Συντάγματος καθιερουμένης ὡςἐπικρατούσης θρησκείας (ἤ Ἐκκλησίας) νά νοθεύονται ὑπό κρατικῆςἈρχῆς οὐδέ ἐπ’ ἐλάχιστον. Καί φυσικά δέν ἐπιτρέπεται, νά νοθεύονται(παραποιοῦνται κ.λπ.) εἰς τόν εὐαίσθητον χῶρο τῆς ἐκπαιδεύσεως καίεἰδικώτερον ὅσον ἀφορᾶ τήν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία καί συνεργάζεται μετά τοῦ κράτους κατάτά ἀνωτέρω ἐπί τοῦ προκειμένου καί παρακολουθεῖ τήν ἐν συνεχείαἐξέλιξη. Τίθεται ὅμως ἐδῶ τό ἐρώτημα: Ἐν ὄψει τῶν προαναφερομένωνδιατάξεων (πού ἔχουν χαρακτήρα προκαταρκτικόν, συμβουλευτικόν,ἐποπτικόν κ.ο.κ.), τί δέον γενέσθαι ἐν συνεχεία; Δηλ. τί δέον γενέσθαι,ἐάν ἡ Ἐκκλησία διαπιστώσει, ὅτι ἡ Πολιτεία προέβη π.χ. εἰς διατύπωσηὕλης τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά σχολεῖα νοθευούσης τήνδιδασκαλίαν της καί τίς ἀρχές της; Εἰς τήν περίπτωση αὐτήν εἶναι σαφές,ὅτι ἐπί κυκλοφορίας π.χ. σχολικοῦ βιβλίου περί τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν, τοῦ ὁποίου ἡ ὕλη παρεκκλίνει ἀπό τήν διδασκαλία καί τάδόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔχουμε ἀδιαμφισβητήτως «διατάραξητῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’ ἑτεροδιδασκαλίας». Τήν περίπτωσηαὐτήν τήν ἔχει ἤδη προβλέψει ὁ νόμος ρητῶς καί ἔχει μεριμνήσει διάτήν ἀντιμετώπισή της. Πρόκειται περί τοῦ ἄρθρου 9 παρ. 1 ἐδάφιον (ζ)τοῦ ἰδίου ὡς ἄνω νόμου 590/77, τό ὁποῖον ἀναφέρει, ὅτι: Ἡ Διαρκής ἹεράΣύνοδος (ΔΙΣ): «Εἰς περίπτωσιν διαταράξεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίαςδι’ ἑτεροδιδασκαλίας ἤ ἄλλης ἐπεμβάσεως εἰς βάρος αὐτῆς ζητεῖ τήνἐπέμβαση τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν».
Φυσικά ἐδῶ, γιά τήν ἐν λόγω ἑτεροδιδασκαλία ἤ ἄλλη ἐπέμβαση, ἡὡς ἄνω διάταξη δέν μᾶς προσδιορίζει ἀπό πού μπορεῖ νά προέρχεται.
Ὡς ἐκ τούτου, κατά λογικήν συνέπειαν, θά πρέπει νά καταλήξουμε ὅτι ἡἐνέργεια αὐτή μπορεῖ νά προέρχεται ἀπό ὁπουδήποτε καί βεβαίως καίἀπό κρατικήν ὑπηρεσίαν. Ἄς μήν ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Ποινικός Κώδιξ εἰςΤό Ἀτομικό Δικαίωμα τῆς Θρησκευτικῆς Ἐλευθερίαςτά ἄρθρα 235 ἕως 263Β προβλέπει σειράν ὅλην ἀξιοποίνων πράξεωνδιαπραττομένων ἀπό κρατικά ὄργανα καί μόνον. Εἰς τήν παροῦσα δέπερίπτωση οὐδόλως ἀποκλείεται ἡ παράβαση τῶν ὡς ἄνω διατάξεων, νάσυνιστᾶ καί ἀξιόποινη πράξη (π.χ. προσηλυτισμό, παράβαση τῶν ἄρθρων198 ἕως 201 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος κ.λπ.) διαπραχθεῖσαν καί ἀπό κρατικόὄργανο. Φυσικά ἡ ἐπέμβαση τῶν Ἀρχῶν, πού προβλέπει ἐδῶ ὁ νόμος, δένἀφορᾶ ἀπαραιτήτως ἀξιόποινο πράξη. Μπορεῖ ἡ προσβολή νά μήνεἶναιἀξιόποινη, ἀλλά νά παραβιάζει ἄλλη διάταξη ἤ καί νά μήν παραβιάζεικαμμία διάταξη, ἀλλά νά ἔχει χαρακτήρα «ἑτεροδιδασκαλίας», ἤτοινοθεύσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατά τό μάλλον ἤ ἧττον καί καθ’οἱονδήποτε τρόπον. Ἐπειδή ὅμως πρόκειται ἐδῶ περί θέματος λεπτοῦ,ἤδη ὁ νομοθέτης ἐμερίμνησε διά τήν ἐπίλυσή του ὑπό τῶν ὡς ἄνωδιατάξεων τοῦ Νόμου 590/77. Ἑπομένως οἱ προαναφερόμενες διατάξειςδέν ἀποτελοῦν κενόν γράμμα, ἀλλά τυγχάνουν πλήρους ἐφαρμογῆςκαί μάλιστα «εἰδικῆς ἐφαρμογῆς», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία θά προσφύγει εἰςτίς Δημόσιες Ἀρχές γιά ὁποιοδήποτε θέμα (καί βεβαίως καί διά τόὑπό ἀνάπτυξη) μπορεῖ νά κάνει καί μέ ἄλλες γενικότερες διατάξεις(π.χ. Κώδιξ Διοικητικῆς Διαδικασίας ἄρθρα 3, 4, 16, 24, 25, 26). Ἄραοἱ ἐπισημαινόμενες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ἐνέχουν ὅλως ἰδιαιτέρανσημασίαν καί βεβαίως ἀποτελοῦν προέκταση τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦΣυντάγματος, καθ’ ἥν ἔκταση ἐπιβάλλει τήν εἰς τούς μαθητάς τῶνσχολείων παροχή «θρησκευτικῆς συνειδήσεως». Ἐν ἐναντία περιπτώσει ἡἐν λόγω συνταγματική διάταξη θά ἀπέβαινε γράμμα κενόν, καθ’ ὅσον εἰςπᾶσαν περίπτωση τυχόν καταργήσεως ἤ ἀποδυναμώσεως τοῦ μαθήματοςτῶν θρησκευτικῶν ἤ νοθεύσεως τῆς ὕλης του δέν ἔχουμε παροχή ὑπότοῦ κράτους γνησίας (κατά τό Σύνταγμα) θρησκευτικῆς συνειδήσεως.
Θά πρέπει δέ, περαιτέρω νά δεχθοῦμε, ὅτι οἱ ἐπίμαχες διατάξει τοῦ Ν.590/77 ὡς ἀποτελοῦσες εἰς τήν πράξη ἐφαρμογήν τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2τοῦ Συντάγματος δέν δύνανται, νά καταργηθοῦν. Τό δεδομένο αὐτό τόἔχει ἐπισημάνει καί ἡ νομολογία τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, ἡ ὁποίαἔχει δεχθεῖ, ὅτι δέν εἶναι δυνατή ἡ κατάργηση νόμου ἐκδοθέντος πρόςἐφαρμογήν συνταγματικῆς διατάξεως, ἑπομένως ἐξακολουθεῖ, νά ἰσχύειὁ καταργηθείς νόμος4. Ἀλλά ἀκόμη καί ἄν δέν ὑπῆρχε τοιοῦτος νόμοςπροβλέπων τήν ἐφαρμογήν συνταγματικῆς διατάξεως, ἡ διοίκηση θάὤφειλε, νά συμπεριφερθεῖ καί νά δράσει ὡς ἐάν ὁ νόμος αὐτός ὑπῆρχε,ὡς ἔχω ἀναλύσει εἰδικῶς παλαιότερον5.
Ἑπομένως τό Ὑπουργεῖο Παιδείας δέν δικαιοῦται νά καθορίζει τήνὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ, παρά μόνον μετάἀπό συνεργασία καί ἔγκριση αὐτῆς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο διότιφορεύς τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναικαί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τό δικαίωμά της δέ αὐτό παραβιάζεται,ὀψέποτε ἡ Πολιτεία ἀποφασίσει νά διδάσκει ὡς ὕλη μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κείμενο ἤ κείμενα, πού ἡἐν λόγω Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἀσυμβίβαστα κατά τό μάλλον καί ἧττον
πρός τίς ἀρχές της καί τήν διδασκαλίαν της. Νομίζουμε ἑπομένως ὅτιοἱαδήποτε ἄλλη ἄποψη δέν μπορεῖ νά εὐσταθήσει.
Τά ἴδια ἀκριβῶς ἰσχύουν καί σέ πολλά ἄλλα κράτη τῆς Εὐρώπης,ὑπάρχει δέ ἐπί τοῦ προκειμένου τεράστια ad hoc νομολογία καίβιβλιογραφία, εἰς τήν ὁποίαν ἀξίζει νά ἐμβαθύνουμε. Καί ξεκινᾶμεἀπό τήν Γερμανία, ὅπου συναντοῦμε τό περισσότερο ὑλικό, μέτό ὁποῖο ἔχουν ἀσχοληθεῖ οἱ πλέον διαπρεπεῖς συγγραφεῖς καίπανεπιστημιακοί καθηγηταί καί ἔχουν προβεῖ σέ λεπτομερεῖς ἀναλύσειςμέ ἐκτενή ἐπιχειρηματολογία. Ἰδού λοιπόν τί προκύπτει εἰδικώτερον ἐνπροκειμένω:
1) Τό Συνταγματικό Δικαστήριο τῆς Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) εἰς τήν ἀπόφασή του Bverf GE 123, 39, 52 ἐπ’6. ἐπισημαίνει,ὅτι τό ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος (Grundgesetz)κατοχυρώνει τό ἀτομικόν δικαίωμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας,νά ἀπαιτεῖ ἀπό τό κράτος, νά καθορίζει τήν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν, μόνον μετά σύμφωνη γνώμη (in Übereinstimmung) τῆςἘκκλησίας7.
2) Oι v. von Münch καί Kunig εἰς τό μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς6ην ἔκδοση γνωστό κλασσικό ἔργο τους, πού ἀποτελεῖ ἑρμηνεία κατ’ἄρθρον τοῦ Συντάγματος8 ἀναφέρουν, ὅτι τό δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίαςνά καθορίζει ἡ ἰδία τήν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν συνιστᾶἀτομικόν δικαίωμα ὑπέρ αὐτῆς εὐθέως ἐκ τοῦ Συντάγματος προβλεπόμενο,ἐπικαλοῦνται δέ τήν προαναφερομένην ἀπόφαση τοῦ ΣυνταγματικοῦΔικαστηρίου.
3) Οἱ ἐπίσης γνωστοί ὑπομνηματισταί τοῦ γερμανικοῦ ΣυντάγματοςJarras-Pierroth εἰς τό ἐπίσης μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 12ην ἔκδοσηκλασσικό ἔργο τους9 ἀναφέρουν, ὅτι oι Ἐκκλησίες εἶναι φορεῖς (Τräger)τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ καθορισμοῦ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν.
4)Ὁ F. Hufen10 ἀναφέρει, ὅτι τό ἐν λόγω ἀτομικόν δικαίωμα (δηλ.τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ κράτους νά καταρτίζει τήν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν, μόνον κατόπιν συμφώνου γνώμης τῆς ἀντιστοίχου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας) θεμελειώνει δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀντιτίθεταιεἰς πᾶσαν ἀνάμιξη τοῦ κράτους ἐπί τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίαςτοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν11, ὄχι μόνον ἀρχικῶς, ἀλλά καί εἰςπᾶσαν περαιτέρω μεταβολή τῆς ὕλης. Ἀναφέρει δέ ἐν συνεχείᾳ, ὅτι ἡἘκκλησία εἶναι φορεύς τοῦ ἐν προκειμένω ἐξειδικευμένου ἀτομικοῦδικαιώματος καί ἔχει ὅλες τίς ἐξ αὐτοῦ προκύπτουσες ἐξουσίες.
5) Οἱ Epping-Hillburger12 ἀναφέρουν, ὅτι πάσα παρέκκλιση τοῦκράτους ἐκ τῶν ὑπό τῆς προαναφερομένης συνταγματικῆς διατάξεωςἐπιβαλλομένων εἰς αὐτό ὑποχρεώσεων ἀποτελεῖ παραβίαση/προσβολήἀτομικοῦ δικαιώματος ἀναγνωριζομένου εἰς τήν Ἐκκλησία.
6) Ὁ Rudolf Schmidt13 ἀναφέρει, ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνταγματικήδιάταξη θεσπίζει ἀτομικό δικαίωμα τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀπαίτησή τουςἀπό τό κράτος, νά εἰσαγάγει εἰς τά σχολεῖα ὕλην τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν σύμφωνη μέ τήν διδασκαλίαν τους, ἐπικαλούμενος ad hoc
νομολογία.
7) Καί πρός ἀποφυγήν ἀσκόπων ἐπαναλήψεων ἐπισημαίνουμε, ὅτιτά ἴδια ἀκριβῶς δέχονται καί πλῆθος ἄλλων Γερμανῶν συνταγματολόγωνμεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ πιό γνωστοί Ipsen14, Schmidt-Seitel15, Epping16,v. Campenhausen - de Wall17, Winter18, Classen19. Ἐπισημαίνουμε δέ ἐπ’εὐκαιρία, ὅτι ἡ ἐκτενέστερη μελέτη εἰς Γερμανία περί τοῦ μαθήματοςτῶν θρησκευτικῶν (ἐκτάσεως 71 σελίδων) εἶναι ἡ τοῦ πανεπιστημιακοῦκαθηγητοῦ Christoph Link20, ἡ ὁποία εἰς τήν σελ. 448 (τοῦ τόμου εἰςτόν ὁποῖον δημοσιεύεται), ἀναφέρει, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶνεἰς τήν Γερμανία τυγχάνει κατ’ οὐσίαν «κηρυγματικό» (ἐπί λέξει«Kerygmatischer Religionsunterricht») ἤ ἄλλως «Ἐκκλησία ἐντός τοῦσχολείου» (ἐπί λέξει «Kirche in der Schule»). Ὁ ἴδιος συγγραφεύς(σελ. 492) ἀναφέρει, ὅτι ἐναντίον τῆς οὕτω πώς καθοριζομένης ὕληςτοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν ἀναγνωρίζεταιεἰς τόν πολίτη δικαίωμα προσφυγῆς εἰς τά δικαστήρια μέ αἴτημα τήνἀλλοίωση ἤ κατάργησή του. Ἀντιθέτως ἡ ἀξίωση κατά τοῦ κράτουςμέ αἴτημα νά διδάσκει ὡς μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τήν ὕλη πούκαθορίζει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀγώγιμη (klagbar)21. Ἀξίζει ἐπίσης, νάἐπισημάνουμε, ὅτι οἱ προαναφερόμενοι συγγραφεῖς von Münch-Kunigεἰς τό παραπεμπόμενο ἔργο τους (σελ. 661) ἀναφέρουν, ὅτι τό ἐν λόγωἀτομικό δικαίωμα δέν θεσπίζεται μόνον ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καίὑπέρ τοῦ κράτους, καθ’ ὅσον τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ
συγχρόνως καί ἠθική διδασκαλία τῶν μαθητῶν καί συντελεῖ, εἰς τό νάγίνουν ἔντιμοι καί ἠθικοί πολίτες.
8) Πρέπει ἐπίσης νά ἐπισημανθεῖ, ὅτι ὁ Detterbeck22 ἀναφέρει, ὅτι ἡπρομνημονευθείσα διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Συντάγματος εἶναι εἰδικήκαί ὑπερέχει τῆς γενικῆς τοῦ ἄρθρου 4 (πού ἀναφέρεται εἰς τό ἀτομικόδικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας) βάσει τῆς ἀρχῆς jus specialisderogat generalis.
9) Πέραν τῶν συνταγματολόγων τά ἴδια δέχονται καί οἱ ἀναφερόμενοιεἰδικῶς εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν συγγραφεῖς, ἐκ τῶν ὁποίωνἐπισημαίνουμε τήν Uta Hildebrandt23, τῆς ὁποίας τό ἐν υποσημειώσειπαραπεμπόμενο ἔργο ἀφορᾶ εἰδικῶς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν,ἀναφέρει, ὅ,τι καί οἱ προηγούμενοι συγγραφεῖς, προσθέτει δέ, ὅτιεἰδικώτερον ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν θά πρέπει νάπεριέχει ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἀλήθεια. Περαιτέρω ἀναφέρει, ὅτιτυχόν ἀντίθετες διατάξεις τῶν τοπικῶν νόμων τῶν γερμανικῶν κρατιδίωνεἶναι ἀντισυνταγματικές24. Τέλος σέ πολλά σημεῖα ἀναφέρει, ὅτι τόμάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἐκ τοῦ Συντάγματος κατ’ ἀνάγκην«κατηχητικό» (konfessionel)25. Ὡς ἐκ τούτου δέ δέν ἐπιτρέπεται σέκαμμία περίπτωση ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος νά εἶναι «πολυθρησκευτική»(γενική θρησκειολογία)26, ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης μορφῆς πέραν τῆς ὕληςπού καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, διότι ἄλλως θά περεβιάζετο τό ἀτομικόδικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν, παραπέμπει δέ ὡς πρός τόσημεῖο αὐτό καί σέ ad hoc νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου27.
Οἱ ἐπίσης εἰς τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀναφερόμενοι συγγραφείςW. Raack-R.Doffing-M. Raack εἰς τό παραπεμπόμενο ἐν ὑποσημειώσεισύγγραμμά τους (σελ. 209 ἐπ’.) ἀναφέρουν, ὅτι τό ἄρθρον 7 παρ. 3τοῦ Συντάγματος ἐπιβάλλει τόν καθορισμό τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν μόνον τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἐκκλησίας28, ὁπότε προκύπτει, ὅτι τόμάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι κατηχητικό. Οἱ ὠσαύτως μέ τό μάθηματῶν θρησκευτικῶν ἀσχοληθέντες Niehwes-Rux εἰς τό ἐν υποσημειώσεισύγγραμμά τους29 (σελ. 72) ἀναφέρουν ἀκριβῶς καί κατά λέξιν, ὅ,τι καίτό προηγούμενο σύγγραμμα.
10) Εἰς τήν Αὐστρία ἰσχύουν τά ἴδια, ὅπως εἰς τήν Γερμανία. Ἐπισημαίνουμε ὅτι, ὡς τονίζει ὁ Erwin Konjecic30, τό ἐν πλήρει ἰσχύϊ σήμερονἄρθρον 17 παρ. 4 τοῦ Αὐστριακοῦ συνταγματικοῦ νόμου τοῦ 1867 ἀναφέρει ἐν προκειμένω, ὅτι περί τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τάσχολεῖα μεριμνᾶ ἡ ἀντίστοιχη Ἐκκλησία ἤ θρησκευτική ὀργάνωση (28).
Ἐν συνεχείᾳ παραθέτει τό κείμενο τοῦ Νόμου «Περί τοῦ μαθήματοςτῶν θρησκευτικῶν» τῆς 13.7.1949 (ὡς ἐτροποποιήθη μεταγενεστέρως),ὁ ὁποῖος (νόμος) εἰς τήν παράγραφον 2 ἀναφέρει, ἀφ’ ἑνός ὅτι περίτοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά δημόσια σχολεῖα μεριμνᾶ ἡἘκκλησία καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶνσυντάσσεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἰς τό INTERNET ἔχειἀναρτηθεῖ καί ἐγκύκλιος τοῦ Αὐστριακοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Τέχνηςκαί Πολιτισμοῦ (http:/www.gv.at/ministerium/rs/2007 –05.xml) περί τοῦμαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Ἡ ἐν λόγῳ ἐγκύκλιος ἀναφέρει μεταξύἄλλων, ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά δημόσια σχολεῖα εἶναι«δεσμευτικῶς κατηχητικό» (ἐπί λέξει «Der Religionsunterricht istkonfessionell gebunden»). Ὁ πολύ γνωστός Αὐστριακός συνταγματολόγοςFelix Ermacora εἰς τό ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο γνωστόσύγγραμμά του, εἰς μέν τήν σελ. 184 ἀναφέρεται εἰς τό περιεχόμενο τοῦδικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τό ὁποῖονπεριλαμβάνει καί τήν ὑπ’ αὐτῆς καθοριζομένη ὕλη τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν, εἰς δέ τήν σελ. 189 ἀναφέρει ἀκριβῶς τά ἴδια καθώς καί τήνὑποχρέωση τοῦ κράτους νά παράσχει γνησία θρησκευτική ἐκπαίδευση.
Ἐπισημαίνουμε περαιτέρω, ὅτι ἡ Αὐστρία ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μέ τόΒατικανό, τό ὁποῖο εἰς τήν παράγραφο 1 ἐδάφιον τελευταῖο περιέχει τήνἑξῆς διάταξη: «Τά διδακτικά πλάνα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶνσυντάσσονται ἀπό τίς Ἐκκλησίες. Ὡς διδακτικά ἐγχειρίδια μποροῦν, νάχρησιμοποιηθοῦν μόνον ἐκεῖνα τά ὁποία ἐνεκρίθησαν ἀπό τίς Ἐκκλησίεςὡς ἐπιτρεπτά»32.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό αὐστριακό κράτος ἔχει συνάψει σύμβαση μέ τήνἘκκλησία, ἡ ὁποία ἀναφέρει τά ὡς ἄνω κατά λέξιν (παράγραφος 4)καί ἐπίσης, ὅτι τά διδακτικά βιβλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶνθά περιέχουν ἀποκλειστικῶς καί μόνον διδασκαλία Χριστιανική καίτίποτε ἄλλο (παράγραφος 5 ἐδάφιον 2). Τό ὅτι τήν ὕλη τοῦ μαθήματοςτῶν θρησκευτικῶν εἰς τήν Αὐστρία τήν καθορίζει ἡ Καθολική Ἐκκλησίαγίνεται γενικῶς ἀποδεκτόν καί ἀπό τήν ad hoc νομολογία33 καί ἀπό τήνad hoc βιβλιογραφία34.
11) Εἰς τήν Ἑλβετία ἰσχύουν τά ἴδια ὡς ἀναφέρει κατ’ ἁρχήν ὁWin-zeler, εἰς τό ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο σύγγραμμά του35. Τόἐν λόγῳ σύγγραμμα εἰς τήν ἐπισημαινομένη σελίδα 127 ἀναφέρει, ὅτικανένα Καντόνι δέν ἐπιτρέπεται, νά εἰσαγάγει εἰς τό σχολεῖο μάθημαθρησκευτικῶν ἤ νά ἱδρύσει θεολογική σχολή εἰς τό πανεπιστήμιό του,ἐάν δέν συνεννοηθεῖ προηγουμένως μέ τήν ἀντίστοιχη Ἐκκλησία36.
Τό ἴδιο σύγγραμμα (σελ. 126) μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι εἰς τήν Ἑλβετίαἔχει διεξαχθεῖ καί δημοψήφισμα κατά ὁ ὁποῖο ὁ λαός ἀπέρριψε τόνχωρισμό κράτους-Ἐκκλησίας. Ὑπ’ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι τήν εἰσαγωγή τοῦμαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἰς τά ἑλβετικά σχολεῖα προβλέπει καίτό ἄρθρον 15 παρ, 4 τοῦ Ἑλβετικοῦ Συντάγματος, ὁ δέ καθηγητής τῶνθρησκευτικῶν ἐπιβάλλεται νά ἀνήκει εἰς τήν Ἐκκλησία, τό μάθημα τῆςὁποίας διδάσκεται. Τέλος ἡ ἰδία πηγή μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ ὕλη τοῦμαθήματος τῶν θρησκευτικῶν εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί σέκαμμία περίπτωση μία γενική θρησκειολογία ἤ κάποιες γενικές γνώσειςπερί θρησκειῶν37. Τοῦτο διότι οἱ μαθηταί διά τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶνθρησκευτικῶν πρέπει, νά εἰσάγονται εἰς τήν θρησκείαν τους. Καί αὐτότό ἐπιβάλλει τό ἄρθρον 15 τοῦ Συντάγματος38. Ὑπ’ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι τόἙλβετικό Σύνταγμα ἀρχίζει μέ τήν ἑξῆς φράση εἰς τό προοίμιόν του «Ἐνὀνόματι τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ» (Im Namen Gottes des Allmächtigen).
Ὁ Schwarzenberger εἰς τό ἐν υποσημειώσει σύγγραμμά του39 καί εἰςτήν σελ. 41 ἀναφέρει, ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ τήν παράδοση καίτόν πολιτισμό τῆς Εὐρώπης. Εἰς δέ τίς σελ. 42 καί 43 ἀναφέρει, ὅτι ἡδιδασκαλία μαθήματος κατηχητικοῦ-Χριστιανικοῦ δέν παραβιάζει τήνθρησκευτική ἐλευθερία, τήν ὁποίαν δέν παραβιάζουν καί οἱ θρησκευτικοίὕμνοι καί τά θρησκευτικά ἄσματα εἰς τά σχολεῖα. Τέλος εἰς τήν σελ.48 ἀναφέρει, ὅτι ἐάν δέν ἐδιδάσκετο τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡςκατηχητικό θά καταλήγαμε εἰς θρησκευτικόν ἀναλφαβητισμόν.
12) Καί πρός ἀποφυγήν σχοινοτενῶν ἀναλύσεων ἀναφέρουμε ἐν τέλεικαί δύο δεδομένα, τά ἑξῆς: α) Εἰς τά Συντάγματα τῶν ἑξῆς εὐρωπαϊκῶνχωρῶν ὑπάρχει διάταξη ἐπιβάλλουσα τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματοςτῶν θρησκευτικῶν ὡς χριστιανικοῦ/κατηχητικοῦ. Γερμανία (ἄρθρον 7παρ. 3), Ἰρλανδία (ἄρθρον 4 παρ. 1-4), Ὀλλανδία (ἄρθρον 23 παρ. 3),Ἰσπανία (ἄρθρον 27 παρ. 3), Ἑλβετία (ἄρθρον 49 παρ. 3)Πορτογαλία(ἄρθρον 41 παρ. 5), Κύπρος (ἄρθρον 18 παρ. 4), Λιχτενστάϊν (ἄρθρον 16παρ. 1 καί 4), Αὐστρία (ἄρθρον 17 τοῦ Συνταγματικοῦ νόμου), Μάλτα(ἄρθρον 2 παρ. 2) Βέλγιο (ἄρθρον 24)40. β) Εἰς ὅσες χῶρες ἐπικρατοῦσαθρησκεία εἶναι ὁ Καθολικισμός τό ἀντίστοιχο κράτος ἔχει συνάψειΚονκορδάτο μέ τό Βατικανό, διά τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει τήν ὑποχρέωσηνά διδάσκει μάθημα θρησκευτικῶν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, γ) Εἰςτίς προτεσταντικές χῶρες (Ἀγγλία, Δανία, Σκανδιναυΐα) ἡ ΧριστιανικήἘκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπίσημη κρατική ἐκκλησία καί εἶναι ἑνωμένημέ τό κράτος. Τό παρόν θέμα δέν περιορίζεται βεβαίως εἰς τό ἐσωτερικότῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Ἐνέχει καί πανευρωπαϊκήν προέκταση. Καίπρός ἀπόδειξη τούτου ἐπισημαίνουμε. Ὅτι καί τό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπηςἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα καί, κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καί μελετῶντό ἔχει παραπέμψει εἰς τήν Κοινοβουλευτική Συνέλευση (AssembléeParlementaire - Parliamentary Assembly) τοῦ ἐν λόγω εὐρωπαϊκοῦὀργανισμοῦ, ἡ ὁποία τελικῶς κατέληξε εἰς τήν διατύπωση Συστάσεως πρόςτούς ἁρμοδίους Ὑπουργούς τῶν Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν (ὡς ἐτροποποιήθηκαί διεμορφώθη τελικῶς τήν 4.10.2007). Πρόκειται περί τῆς Συστάσεως(Recommandation) τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως τοῦ Συμβουλίουτῆς Εὐρώπης Νο 1720/2005, φέρουσα τόν τίτλον: «Ἐκπαίδευση καίθρησκεία» (Education et Religion). Καί ἡ Σύσταση αὐτή δέχεται τάὡς ἄνω ἀναφέρουσα μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: εἰδικώτερον:, α) Ἡδημοκρατία καί ἡ θρησκεία δέν ἀντιτίθενται [παράγραφος 5], β) Οἱκυβερνήσεις πρέπει νά ἐνισχύουν τήν διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν41[παράγραφος 6], γ) Τά εὐρωπαϊκά κράτη πού ἔχουν ἐπίσημη θρησκείαδικαιοῦνται νά ἀναγνωρίζουν εἰς αὐτήν θέση προνομιακή42 [παράγραφος9], δ) Ἡ Συνέλευση συνιστᾶ ἐπίσης εἰς τήν Ἐπιτροπή Ὑπουργῶν, νάἐνθαρρύνει τά κράτη μέλη, εἰς τό νά ἐπαγρυπνοῦν ἐπί τῆς διδασκαλίας τῶνθρησκευτικῶν εἰς τήν πρωτοβάθμια καί τήν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευσητῆς ἐθνικῆς τους Παιδείας43 [παράγραφος 14], ε) Οἱ καθηγηταί τῶνθρησκευτικῶν πρέπει, νά ἔχουν ἐξειδικευμένη κατάρτιση44 [παράγραφος14.5].
13) Ὡς προκύπτει ἐκ τῶν ὡς ἄνω καί ὡς ἔχω ἀποδείξει ἐν πλήρειἐκτάσει εἰς τήν ἐν ὑποσημειώσει, Νο 2 παραπεμπομένη μονογραφία μουτό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς ὅλην τήν Εὐρώπη καί μάλιστα«κατηχητικό» καί ὄχι ὑπό μορφήν κάποιας γενικῆς θρησκειολογίας (ὡςὅλως ἀντιθέτως, ἀλλά καί περιέργως ἔδειξαν, νά ἐπιθυμοῦν κάποιοι νάσυμβεῖ εἰς τήν Ἑλλάδα). Καί ἀναφέρω τήν φράση «περιέργως», διότι οἱδιατυποῦντες τοιαύτην γνώμη ἐμφανίζονται ὡς εἰδικοί ἐπιστήμονες ἐπίτοῦ παρόντος πεδίου. Ὁπότε καί οἱ ἐν πρoκειμένω (ἄλλως οἱ πολέμιοι τοῦὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν)ὤφειλαν τήν ἐν λόγῳ ἄποψή τους νά τήν αἰτιολογήσουν ἐπιστημονικῶςκαί νά παραθέσουν πειστικά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα (προϊόντα δηλ.ἐνδελεχοῦς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) ἀντίστοιχα τῶν εἰς τήν παροῦσα μελέτη παρατιθεμένων. Ὅμως κανένα ἐπιστημονικῶς πειστικόν ἐπιχείρημα(προϊόν ἐνδελεχοῦς καί ὑπευθύνου ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) δέν εἶδαμέχρι σήμερον νά παρατίθεται, οὔτε καί περιορισμένης ἰσχύος.
Μᾶς μένει τώρα ἡ Γαλλία, τήν ὁποίαν οἱ ὡς ἄνω ἀντιτιθέμενοιἐπικαλοῦνται συνεχῶς διά τρεῖς λόγους: α) Διότι τό Γαλλικό Σύνταγμαεἰς τό ἄρθρον 2 ἀναφέρει, ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι «Etat laic» (κράτος «λαϊκόν»)καί συμπεραίνουν, ὅτι ἡ ἑλληνική λέξη «λαϊκόν» σημαίνει κράτος ἄθεοκαί κράτος ἔχον θεσπίσει τόν χωρισμόν κράτους Ἐκκλησίας καί β)Ἐπικαλοῦνται τόν καί σήμερον ἐν ἰσχύϊ γαλλικό νόμο τῆς 9.12.1905, ὁὁποῖος ἐπιβάλλει (κατά τήν ἄποψή τους) τόν πλήρη χωρισμόν κράτους- Ἐκκλησίας. Εἰς ἀπάντηση τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἐπισημαίνω τά ἑξῆς,ἀφοῦ προηγουμένως ὑπενθυμίσω, ὅτι ὡς ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης45,ἐάν θέλουμε νά ἐρευνήσουμε τί καθεστώς ὑπάρχει σέ ἕνα κράτος δένπροσφεύγουμε ἁπλῶς εἰς τήν ψυχρή νομοθεσία, ἀλλά ἐρευνοῦμε πώςοἱ ἀντίστοιχοι νόμοι ἐφαρμόζονται εἰς τήν πράξη (δηλ. μέ τά σημερινάδεδομένα προσφεύγουμε εἰς τήν ad hoc νομολογία καί βιβλιογραφία).
Ἐπί τοῦ προκειμένου ἐπισημαίνω, ὅτι ὡς ἔχω ἀποδείξει διά παραθέσεωςτοῦ συνόλου σχεδόν τῆς ad hoc γαλλικῆς βιβλιογραφίας καί νομολογίας46,ὁ ὅρος Etat laic πού χρησιμοποιεῖ τό γαλλικό Σύνταγμα δέν σημαίνειχωρισμό κράτους - Ἐκκλησίας, οὔτε ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι κράτος ἄθεο.
Αὐτό δέχονται ὅλοι σχεδόν οἱ Γάλλοι Συνταγματολόγοι. Μερικοί μάλισταἐπισημαίνουν47, ὅτι ὁ ὅρος «laïcité» εἰσήχθη εἰς τό ἀρχικό κείμενο τοῦγαλλικοῦ Συντάγματος τοῦ 1946 συνοδευόμενο ἀπό τήν φράση «ὁχωρισμός κράτους-Ἐκκλησίας εἶναι ἠγγυημένος» (elle est garantienottament par séparation des églises et de l’ Etat»), πλήν ὅμως ἡ φράσηαὐτή ἀπερρίφθη διά δημοψηφίσματος καί δέν συμπεριελήφθη εἰς τόΣύνταγμα. Ἐπειδή δέ τό παραπεμπόμενο ἔργο μου (πού παραθέτει τόσύνολο σχεδόν τηs ad hoc βιβλιογραφίας καί νομολογίας) ἔχει ἐκδοθεῖτό ἔτος 2008, ἐπισημαίνω, ὅτι τά ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καί ἡ νεωτέραβιβλιογραφία παρατιθεμένη ἐν ὑποσημειώσει48.
Ὡς πρός τόν νόμο τῆς 9.12.1905, ὁ ὁποῖος προβάλλεται ὡς ὁ νόμοςπού θεσπίζει τόν χωρισμό κράτους-Ἐκκλησίας εἰδικῶς δέ εἰς τά ἄρθρα1 καί 2 αὐτοῦ (οἱ λοιπές διατάξεις του εἶναι ἁπλῶς διαδικαστικές ἤἐπιβοηθητικές) ἐπισημαίνουμε, ὅτι ὁ διατάξεις αὐτές καθ’ ἥν ἔκτασηπροβάλλονται ὡς θεσπίζουσες τόν χωρισμό κράτους-Ἐκκλησίας δένἀναφέρουν τίποτε περί «χωρισμοῦ», ἀλλά ἁπλῶς ἀναφέρουν δύο θέματα:α) Ἡ Γαλλία δέν ἀναγνωρίζει καμμία θρησκεία καί β) Ἀπαγορεύεται ἡ ἀπότόν κρατικό προϋπολογισμό χρηματοδότηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμφότερεςοἱ διατάξεις αὐτές σήμερον οὐδόλως τηροῦνται. Τοῦτο ἀφ’ ἑνός διότι ἡ
Γαλλία ἔχει θεσπίσει καθεστώς ἀναγνωρίσεως Ἐκκλησιῶν (ἐξ οὐὗ καίσειρά ἀποφάσεων τοῦ Εὐρωπ. Δικ/ρίου, εἰς τό ὁποῖο καί προσέφυγανοἱ χιλιασταί, διότι ἡ Γαλλία δέν τούς ἀναγνωρίζει, ἐνῶ ἀναγνωρίζειἄλλες Ἐκκλησίες) καί ἀφ’ ἑτέρου διότι ἡ Γαλλία χρηματοδοτεῖ ἐκ τοῦκρατικοῦ προϋπολογισμοῦ τήν καθολική Ἐκκλησία. Ἐξ αὐτοῦ δέ τοῦγεγονότος μάλιστα ὁ Γάλλος πανεπιστημιακός καθηγητής τοῦ Πανεπ/μίου τῆς Σορβόνης Odon Vallet εἰς ἄρθρον του εἰς τήν ἐφημερίδα LeMonde φύλλο τῆς 11.5.1996 (σελίς 13) ὑπό τόν τίτλον «La Francen’ est plus laïcque» ἀναφέρει, ὅτι ἡ Γαλλία δέν εἶναι πλέον «λαϊκόνκράτος», λόγω τοῦ ὅτι χρηματοδοτεῖ μέ τεράστια ποσά τήν ΚαθολικήἘκκλησία. Προσθέτει δέ, ὅτι τό ποσόν χρηματοδοτήσεως ἀνέρχεταιεἰς 40 δισεκατομμύρια φράγκα (περί τά 6 δισεκατομμύρια Εὐρώ) καίἀντιστοιχεῖ εἰς τό 12% τῶν ἐσόδων τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ ἐκτοῦ φόρου εἰσοδήματος. Τό ὅτι τό κράτος δικαιοῦται, νά χρηματοδοτεῖτήν Ἐκκλησία ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ τό δέχεται καί ἡ ad hocνομολογία49.
Ἐρχόμεθα εἰς τό θέμα πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Τί ἰσχύει εἰς τήν Γαλλίαδιά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν; Ἐπί τοῦ προκειμένου ἰσχύουν τάἑξῆς: α) Εἰς τήν Γαλλία, εἰς τίς περιοχές Ἀλσατίας καί Λωραίνης καί στίςὑπερπόντιες κτήσεις (ἐν συνόλω σέ ἕνδεκα περιοχές τῆς Γαλλίας) κράτοςκαί Ἐκκλησία εἶναι ἡνωμένα καί δέν ὑπάρχει καμμία ἀποστασιοποίηση ἤχωρισμός. Εἰς τίς περιοχές αὐτές τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεταικανονικά ὡς κατηχητικό, ἡ δέ ὕλη του καθορίζεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας.
β) Εἰς τήν λοιπή Γαλλία τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς τάἰδιωτικά σχολεῖα (καί χρηματοδοτεῖται ὑπό τοῦ κράτους), δέν διδάσκεταιδέ ἐντός τῶν δημοσίων σχολείων. Διδάσκεται ὅμως ἐκτός αὐτῶν.
Συγκεκριμένως ὑπό τοῦ ἄρθρου L141-3 τοῦ Κώδικος Ἐκπαιδεύσεως(Code d’ Education), προβλέπεται, ὅτι τά δημόσια σχολεῖα θά ἔχουν καθ’ἑβδομάδα μίαν ὥρα κενή, κατά τήν ὁποίαν οἱ μαθηταί (πού τό ἐπιθυμοῦν)θά ἀπέρχονται, διά νά μεταβοῦν εἰς χῶρον πού θά ἔχει καθορίσει ἡἘκκλησία, προκειμένου νά παρακολουθήσουν μάθημα θρησκευτικῶν,ὡς ἄλλωστε τοῦτο ἀναφέρεται καί ἀπό τήν ad hoc βιβλιογραφία50.
Καί ἐφ’ ὅσον οἱ μαθηταί θά μεταβαίνουν εἰς χῶρον τῆς Ἐκκλησίας,διά νά παρακολουθήσουν μάθημα θρησκευτικῶν, εἶναι σαφές, ὅτι θάδιδάσκονται μάθημα θρησκευτικῶν κατηχητικόν (δηλ. τοῦ ὁποίου τήν ὕληθά καθορίζει ἡ Ἐκκλησία). Ἡ ρύθμιση (καλλίτερα ἡ ἄποψη) αὐτή δένδύναται, νά ἀμφισβητηθεῖ, καθ’ ὅσον ἄλλως θά εἴχαμε εὐθεία παραβίασητῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τῆς ὁποίαςτό ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ρητῶς ἐπιβάλλειεἰς τά εὐρωπαϊκά κράτη, νά παρέχουν εἰς τούς πολίτες τους διά τάτέκνα τους θρησκευτικήν ἐκπαίδευση ἀντίστοιχη τῶν θρησκευτικῶνἤ φιλοσοφικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων τους. Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ,νά ἀνακύπτει κάτι πού κανείς δέν εἶχε προσέξει μέχρι σήμερα εἰς τήνἙλλάδα, ἤτοι ὅτι εἰς τήν Γαλλία διδάσκεται μάθημα τῶν θρησκευτικῶνκαί μάλιστα «κατηχητικό», τήν δέ ὕλη του τήν καθορίζει ἡ Ἐκκλησία.
Φυσικά ἐάν ἴσχυε τό ἀντίθετο (π.χ. τήν ὕλη νά τήν συνέτασσε κάποιακρατική ὑπηρεσία κ.ο.κ.), θά παρεβιάζετο τό ἀτομικόν δικαίωμα τῆςἘκκλησίας, νά καθορίζει ἡ ἰδία τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας της.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ -ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Κρίππα Γ.Η., Τό ἀτομικόν δικαίωμα τοῦ ἀυτοπροσδιορισμού τῶν ἐκκλησιῶνκαί τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων (Ἐπιθ.Δημ.Διιοικ.Δικ. 2006 σελ. 703 ἐπ’.)
2.Βλέπε ἐκτενή βιβλιογραφία καί νομολογία ἡμεδαπή καί ἀλλοδαπή περί τούτουεἰς Κρίππα, Ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν παρ’ἡμῖν καί παρ’ ἀλλοδαπῇ (περ. «Θεολογία» τομ. 71 σελ. 311 ἐπ’. καί μεταγενεστέρως5η ἔκδ. ἐν ἀνατύπῳ 2013).
3. Ὡς ἔχω ἀποδείξει μέ πλήρη στοιχεῖα (Κρίππα Γ.Η., Σχέσεις κράτους -Ἐκκλησίαςστίς χῶρες-μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008) εἰς τόν χῶρο τῆς ΕὐρωπαϊκῆςἙνώσεως ὑπάρχουν ἀρκετά κράτη, τά ὁποία ἀναγνωρίζουν εἴτε ἐπικρατοῦσαθησκεία/Ἐκκλησία, εἴτε ἀνεγνωρισμένη Ἐκκλησία, εἴτε ἐπίσημη Ἐκκλησία κ.λπ.,τό δέ ἄρθρον 17 τῆς Συνθήκης Ε.Ε ἀναφέρει, ὅτι ἡ Ε.Ε, σέβεται καί δέν θίγει τό καθεστώς σχέσεων κράτους-Ἐκκλησίας τῶν χωρῶν-μελῶν της, ἐπίσης ἀναφέρει,ὅτι ἡ Ε.Ε διατηρεῖ ἀνοιχτό διάλογο μέ τίς Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουσα τήν συμβολήντους.
4. ΣτΕ 2056/2000 ΔιΔικ 2001 σελ. 87 ἐπ’. Ὁμοίως καί Καλλιαντέρη-Τουτζιαράκη,Ἡ ἀρχή τῆς νομιμότητος, (Ἐπιθ.Δημ. Διοικ. Δικ. 2001 σελ. 28).
5. Κρίππα Γ.Η., Νομοθετικό κενό συνταγματικώς ἀνεπίτρεπτο καί ἐντεῦθενὑποχρεώσεις τῆς κρατικῆς διοικήσεως (ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝΓΕΩΡΓΊΟΥ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, 1989 σελ. 335 ἐπ’.). Τά ἴδια δέχεται καί ἡ ἀλλοδαπήθεωρία πρβλ. Ribes, Existe-t-il un droit à la norme? Contrôle de constitutionnalitéet omission législative (REVUE BELGE DU DROIT CONSTITUTIONNEL, 1999σελ. 237 ἐπ’.)
6. Βλέπε τήν ἀπόφαση αὐτήν εἰς Bumke-Vosskuhle, «Casebook Verfassungsrecht»,5η ἐκδ. 2008 σελ. 165
7.Ἡ σχετική διάταξη τοῦ Συντάγματος ἔχει ἐπί λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τό πρωτότυπον:«wird der Religionsunterricht in Übereinstimmung mit den Grundsätzen derReligionsgemeinschaften erteilt»
8.Grundgesetz Kommentar, τομ 1ος, 6η ἔκδοση 2012 σελ. 665 ἐπί λέξει«Unstreitig ist dagegen Art. 7 Abs. 3 ein Grundrecht der Religionsgemeinschaftenselbst zu entnehmen».
9.Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland Kommentar, 12η ἐκδ.2012 σελ. 275
10.Staatsrecht II Grundrechte, 2007 σελ. 514-515
11.Abwehrrecht der Religionsgemeinschaften gegen eine Einmisachtung desStaates in die Lehrinhalte (ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ συγγραφέως)
12.Grundgesetz – Kommentar, 2009 σελ. 135
13.Grundrechte, 9η ἐκδ. 2007 σελ. 242-243
14.Staatsrecht II, Grundrechte, 8η ἐκδ. 2005 σελ. 103
15.Grundrechte 2α ἐκδ. 2001 σελ. 211
16.Grundrechte, 2α ἐκδ. 2007 σελ. 210
17.Staatskirchenrecht, 4η ἐκδ. 2006 σελ. 215
18.Staatskirchenrecht der Bundesrepublik Deutschland, 2α ἐκδ. 2008σελ. 134 - 135
19.Religionsrecht, 2006 σελ. 203.
20.Der Religionsunterricht in der geltenden Rechtsordnung, εις Handbuch desStaatskirchenrechts, τομ. ΙΙ, 1996 σελ. 439 ἐπ.
21.Πρβλ. Umbach-Clemens, Grundgesetz-Mitarbeiter Kommentar und Handbuch,τομ. Ι, 2002 σελ. 596, οἱ ὁποίοι ἀναφέρουν, ὅτι ἡ ἀξίωση αὐτή εἶναι «klagbar»(δηλ. ἀγώγιμη). Ὁμοίως Rademacher, Schulpflicht auch im Glauben, (Jura, 2008σελ. 227)
22.Öffentliches Recht, 8η εκδ. 2011 σελ. 179
23.Das Grundrecht auf Religionsunterricht, 2000 σελ. 66-67
24. Ἔνθ’ αν σελ.. 84
25.Π.χ. σελ. 176 ἐπ’., 215, 224, 231 ἐπ’. 234
26.Σελ. 234
27.Αὐτόθι σελ. 222 καί υποσημ. 25 διά τήν νομολογία
28.Recht der Religiösen Kindererziehung, 2003 σελ. 209 ἐπ’.
29.Schul -und Prüfungsrecht, τόμος Ι, 2006 σελ. 72
30.Rechtliche Grundlagen des Religionsunterrichts in Österreich (KatechetischesAmt der Erzdiozese Salzburg, 2013 σελ. 1).Ἡ σχετική συνταγματική διάταξη ἔχει ὡςἑξῆς ἐπί λέξει «Für den Religionsunterricht in den Schulen ist von den betreffendenKirche oder Religionsgemeinschaft Sorge zu tragen».
31.Menschenrechte in der sich wandelnden Welt, 1974
32.Τό κατά λέξιν κείμενο τῆς διατάξεως αὐτῆς εἰς τό πρωτότυπον ἔχει ὡςἑξῆς: «Die Lehrpläne für den Religionsunterricht werden von den Kirchenbehördeaufgestellt; als Religionslehrbücher können nur solche Lehrbücher verwendetwerden, welcher von der Kirchenbehörde für zulässig erklärt wurden».
33.Verwaltunghsgerichtshof ἀπόφαση τῆς 10.11.1989 (österreichisches Archiv fürKirchenrecht, 1990 σελ. 422 ἐπ’.)
34.Walter-Mayer, Grundriss des österreichischen Bundesverfassungsrechts, 6ηἐκδ. 1988 σελ. 474. Koctelesky, auf dem Weg zur Partnerschaft zwischen Kircheund Staat (Österreichisches Archiv für Kirchenrecht, 1992 σελ. 65).
35.Cristoph Winzeler, Einführung in das Religionsunterricht der Schweiz, 2009σελ. 127
36.Αὐτόθι ἐπί λέξει: «So kann z.B. kein Staat Religionsunterricht an denöffentlichen Schulen erteilen lassen oder eine Theologiefakultät an seiner Universitätunterhalten, ohne sich darüber mit den betroffenen Religionsgemeinschaftenabgesprochen zu haben».
37.Αὐτόθι σελ. 132, ὅπου ἀναφέρεται ἐπί λέξει «gilt als solcher nur die Anleitungim Glauben einer Religion, nicht aber die blossse Vermittlung von Kenntnissen übersie». Βλέπε καί σελ. 135 διά τήν ὑποχρέωση τοῦ καθηγητοῦ, νά ἀνήκει εἰς τήνἐκκλησία, τό μάθημα τῆς ὁποίας διδάσκει.
38.Αὐτόθι σελ. 136, ὅπου ἀναφέρεται ἐπί λέξει, ὅτι «Gegenstand desReligionsunterrichts, wie ihn Art. 15 Bundesverfassung voraussetzt, ist dieUnterweisung der Schülerinnen und Schüler in ihrer eigenen Religion.
39.Die Glaubens-und Gewissensfreiheit im Kontext der öffentlichen Schulen,2011
40.Εἰδικῶς διά τό Βέλγιο ιδέ Sambon, Le Droit à l’ enseignement (RΕVUE DUDROIT COMMUNAL, 1996 σελ. 223).
41.Les gouvernements devraient faire plus pour encourager l’ enseignement dufait religieux
42.Pays à religion d’ Etat………..privilégient une seule religion.
43.L’ Assemblé recommande aussi au Comité des Ministre d’ encourager lesgouvernement des Etats membres à veiller à l’ enseignement du fait religieux auxniveau primaire et secondaire de l’ éducation nationale.
44.Les enseignants des religions devront avoir une formation spécifique
45.Ρητορική, Βιβλίο Α παράγραφος 1365b 25, 8
46.Κρίππα, Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στίς χῶρες – μέλη τῆς ΕὐρωπαϊκῆςἙνώσεως, 2008 (εἰδικῶς διά τήν Γαλλία ιδέ σελίδες 11 ἕως 41)
47.Ὅπως ὁ Iried «De la difficile adaptation du principe republicain de laïcitéà l’ évolution socio-culturelle française» (REVUE DU DROIT PUBLIC, 2005 σελ.434)
48. Hennette – Vancher, Roman, Droits de l’ Homme et libertés fondamentales,2013 σελ. 423. Haarscher, La laïcité, 2011 5η ἐκδ. σελ. 102. Pontier Droitsfondamentaux et libertés publiques 4η ἐκδ. 2010 σελ. 112. Prélot, Droit deslibertés fondamentales, 2α ἐκδ. 2010 σελ. 245 - 247. Turpin, Libertés publiqueset droits fondamentaux, 2009 σελ. 151
49.Παραθέτουμε ἐπί λέξει ἀπόσπασμα τῆς ἀπό 16.2.2002 ἀποφάσεως τοῦΠρωτοδικείου Λυών ἔχον ἐπί λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τό πρωτότυπον (καί δημοσιευομένηςεἰς τό περιοδικό ACTUALITÉ JURIDIQUE DROIT ADMINISTRATIF 16.2.2002)«Nonobstant les dispositions de la Loi du 5 décembre 1905, une association cultuelleau sens de l’ article 18 de cette loi , peut recevoir une subvention publique dès lorsque lui a été conferée la reconnaissance d’ utilité publique».
50.Πρβλ. Pontier ἐνθ’ ἄν σελ. 112, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει, ὅτι ἡ ὡς ἄνω διάταξηθεσπίζει μίαν ὑποχρέωση τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως νά ἀφήνουνκενόν χρόνον ἐπί μίαν ἡμέρα καθ’ ἑβδομάδα, διά νά ἐπιτρέπουν εἰς τούς μαθητάς,πού τό ἐπιθυμοῦν, νά παρακολουθήσουν θρησκευτικήν ἐκπαίδευση (ἐπί λέξει εἰςτό πρωτότυπον «obligation faite aux établissements d’ enseignement publique devaquer un jour par semaine pour permettre aux élèves qui le souhaitent de recevoirune éeducation religieuse»)
Γ. Η. Κρίππα,
Διδάκτορος Συνταγματικοῦ Δικαίου