Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται σε σύγγραμμα πανεπιστημιακού καθηγητή, που από το 1998 εισηγήθηκε και υποστηρίζει την μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών στην Ελλάδα σε θρησκειολογία. Ισχυρίζεται λοιπόν ότι η θρησκευτική διδασκαλία στο σχολείο, πρέπει να γίνεται με τη μορφή μιας κοινής γενικής, ουδέτερης και αόριστης θρησκειολογικής αγωγής για όλους τους μαθητές, ορθοδόξους χριστιανούς και μη. Τονίζοντας τα, κατά τη γνώμη του, πλεονεκτήματα που έχει η θρησκειολογική αγωγή, σε αντίθεση με την ορθόδοξη, κάνει λόγο για μια «σφαιρική, επιστημονικά τεκμηριωμένη, δεοντολογικά ουδέτερη ενημέρωση των μαθητών για τις διάφορες πλευρές των θρησκειολογικών φαινομένων». Υποστηρίζει ακόμα ότι «η θρησκειολογική εκπαίδευση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την εξέταση των θεμελιωδών εξηγήσεων της ύπαρξης που δίδεται από άλλες θρησκείες ή φιλοσοφίες και ότι για τα θέματα αυτά επαρκείς εξηγήσεις μπορούν να διατυπωθούν χωρίς αναφορά στο μεταφυσικό»! Χαρακτηρίζει ακόμη εξ’ αιτίας της χριστιανικής ανατροφής- «ιδιαίτερα επικίνδυνο το οικογενειακό περιβάλλον, που είναι δυνατόν να εγχαράξει ανεξίτηλα στη συνείδηση του παιδιού τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία»! Μπροστά σ’ αυτήν την κατά τη γνώμη του «προπαγάνδα», που επιτελείται εναντίον των παιδιών από τους γονείς, θεωρεί τη θρησκειολογική εμπέδωση ως «λύτρωση από τον κίνδυνο αυτό» και ισχυρίζεται ότι αυτή θα μπορέσει να απεγκλωβίσει τα παιδιά «από ολοκληρωτικές νοοτροπίες και πρακτικές απαίδευτων ή φανατικών γονέων»!
Η Θρησκειολογία, επιστημολογικά, δεν είναι παρά η μελέτη της θρησκείας ή των θρησκειών από κοσμικής άποψης. Πρόκειται για μια ορθολογιστική και συχνά νατουραλιστική (μη- θεολογική) προσέγγιση και ερμηνεία της θρησκείας ή των θρησκειών. Αυτό σημαίνει, από τη μια πλευρά, ότι διαστρεβλώνεται και υποτιμάται η ορθοδοξία, ως αποκαλυπτική πίστη, αφού δεν αναγνωρίζεται η ταυτότητά της, αυτό που αυτή διακηρύττει διαχρονικά ότι είναι, ούτε γίνεται σεβαστή η οντολογική της διαφορετικότητα και, από την άλλη πλευρά, καθίσταται και θεωρείται -βιαίως και ασεβώς- ως ένα κομμάτι του θρησκευτικού φαινομένου που χρήζει ιστορικής, ψυχολογικής και ορθολογικής μελέτης και ερμηνείας. Η θρησκειολογία καλείται να κατανοήσει τις θρησκείες εξωτερικά, από πλευράς ιστορικής, κοινωνιολογικής, ή ανθρωπολογικής. Η θρησκειολογία που επιδιώκει να εισαγάγει ο πρόσφατα προσκυνητής της καρδιάς της Ορθοδοξίας, του οικουμενικού θρόνου, ο υπουργός παιδείας, δεν είναι παρά μία «επιστήμη της θρησκείας», που ασχολείται με μία μη – θεολογική κοσμική μελέτη των θρησκειών. Σε μια περαιτέρω διάκριση η θρησκειολογία μπορεί να διαχωρίζεται σε «ιστορία των θρησκειών» είτε σε «συγκριτική θρησκειολογία». Η θρησκειολογία διαφέρει από τη θεολογία από πολλές απόψεις. Η θεολογία ενδιαφέρεται συχνά για την κατανόηση, ερμηνεία και την γνώση των αληθειών μιας πίστεως. Η θρησκειολογία προσπερνά τα ζητήματα που αφορούν στις αλήθειες και στα πνευματικά ή υπαρξιακά θέματα και εξετάζει τις θρησκείες ως ανθρώπινα, ιστορικά και πολιτισμικά φαινόμενα.
Τι θα κάνει λοιπόν ο κ. Φίλης; Θα επιβάλει στο σχολείο -παρά τη θέληση των θεολόγων και της Εκκλησίας- ένα θρησκειολογικό ή πολυθρησκειακό μοντέλο, βασιζόμενος, όπως λέει, σε μια μικρή ομάδα «προοδευτικών» θεολόγων και επισκόπων; Ίσως είναι ανάγκη να έχει υπόψη του –και αυτός και ομάδα αυτή- ότι «παίζουν εν ου παικτοίς»! Πειραματίζονται με την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Το υπουργείο και το σχολείο, όταν επιβάλλουν στο παιδί οποιαδήποτε θρησκευτική διδασκαλία, διαφορετική από την πίστη του, για ανάπτυξη της θρησκευτικής του συνείδησης, παραβιάζουν το διεθνές κατοχυρωμένο και αποκλειστικό δικαίωμα της οικογένειας να επιλέγει εκείνη τη θρησκευτικό προσανατολισμό του παιδιού της και, επομένως, ενεργούν παρανόμως και συμπεριφέρονται με απύθμενη ύβρη και θράσος.
Από πλευράς ψυχοπαιδαγωγικής, με το θρησκειολογικό μοντέλο μεταδίδονται στα παιδιά γνώσεις και πληροφορίες για τις Θρησκείες, οι οποίες δεν είναι διδάξιμες και δεν εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις αγωγιμότητας, σύμφωνα με τη γνωστική Ψυχολογία, διότι δεν βασίζονται στις προηγούμενες θρησκευτικές βιωματικές εμπειρίες που έχουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί μαθητές. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκειολογία ή η πολυθρησκεία, αποτελεί παρεκτροπή από την παιδαγωγική αρχή του «εμπειρικού συνεχούς», που έχει διατυπώσει ο Dewey και που γίνεται δεκτή από όλους τους παιδαγωγούς.
Η διδασκαλία των θρησκειών δεν ανταποκρίνεται επίσης στα ενδιαφέροντα των μαθητών ούτε μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση για περαιτέρω εμβάθυνση, αφού, ως θρησκευτικό στοιχείο, δεν απαντά στα υπαρξιακά και τα ηθικοπνευματικά τους ερωτήματα, ούτε ανταποκρίνεται στις θρησκευτικές τους ανάγκες.
Εκτός όμως από όλα τα προηγούμενα, η διδασκαλία των θρησκειών εναντιώνεται στην πίστη και ενέχει, επίσης, τον κίνδυνο του θρησκευτικού συγκρητισμού και της σύγχυσης που προκαλεί και καλλιεργεί στα παιδιά. Σύμφωνα με ειδικό πανεπιστημιακό καθηγητή, «ο θρησκευτικός συγκρητισμός είναι ένα από τα πλέον επικίνδυνα φαινόμενα της εποχής μας. Κυρίαρχο σύνθημά του είναι ότι όλες οι θρησκείες του κόσμου οδηγούν στον ίδιο Θεό. Ο θρησκευτικός συγκρητισμός προήλθε από το αποκρυφιστικό σύστημα της Θεοσοφίας. Οι θεοσοφιστές υποστηρίζουν ότι «το βουδδικό και το χριστιανικό ευαγγέλιο κηρύχθηκαν με τον ίδιο σκοπό», ότι «ο Χριστός και ο Βούδδας υπήρξαν θερμοί φιλάνθρωποι, μεταρρυθμιστές και αλτρουϊστές» ότι «είτε προσεύχεται κάποιος στον Βούδδα, τον Βισνού, τον Χριστόν, δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν διαφορά», ότι «όλες οι θρησκείες κρύπτουν την αυτήν αλήθειαν». Ακόμη οι θεοσοφιστές πιστεύουν «στην πνευματική ενότητα πασών των θρησκειών».
Από όλα τα παραπάνω κατανοούμε ότι η θρησκειολογία ή πολυθρησκεία της ομάδας του κ. Φίλη όχι μόνον δεν αρμόζει στην πολιτισμική και θρησκευτική ιδιαιτερότητα του ελληνορθοδόξου νέου, αλλά δεν είναι κατάλληλη για να εκπληρώνει τους σκοπούς και τις απαιτήσεις της θρησκευτικής του αγωγής, ενώ είναι και επικίνδυνη για την πνευματική του συγκρότηση.
Του Ηρακλή Ρεράκη, καθηγητή Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ