Copyright: www.zoiforos.gr
***
Τα Βαλκάνια κατά την περίοδο των εθνικών ανταγωνισμών:
από τον 19ο έως τον 20ο αιώνα
Η εισαγωγή του Διαφωτισμού κατά το δεύτερο μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα σηματοδοτεί και για τους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου την είσοδό τους στη σύγχρονη εποχή. Παρά το γεγονός ότι το κίνημα του Διαφωτισμού ξεκίνησε από τη Δυτική Ευρώπη και ανταποκρινόταν σε διαφορετικές πνευματικές, πολιτισμικές και ιστορικές προϋποθέσεις, οι λαοί της Χερσονήσου του Αίμου αγκάλιασαν τον Διαφωτισμό προσαρμόζοντάς τον ωστόσο στα δικά τους δεδομένα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή αυτή ο Διαφωτισμός απώλεσε σε μεγάλο βαθμό τα αντιεκκλησιαστικά του χαρακτηριστικά, ενώ το αίτημα για πολιτική χειραφέτηση ταυτίστηκε με το αίτημα για εθνική χειραφέτηση και έγινε το κύριο γνώρισμα της κίνησης του Διαφωτισμού στην περιοχή. Έτσι, η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, που δεν έπαψε να απασχολεί τους υπόδουλους λαούς της περιοχής ήδη από την εποχή που τους επιβλήθηκε, απέκτησε ευρύτερη ιδεολογική βάση και συνδυάστηκε με το αίτημα της εθνικής χειραφέτησης και της δημιουργίας εθνικών κρατών.
Χρονικά οι δύο πρώτοι βαλκανικοί λαοί που υιοθέτησαν το αίτημα για εθνική χειραφέτηση και αγωνίστηκαν για τη δημιουργία εθνικού κράτους ήταν οι Σέρβοι και οι Έλληνες. Η πρωτοπορία των δύο λαών σε αυτόν τον τομέα δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Και οι δύο ήταν εγκατεστημένοι στα άκρα της Χερσονήσου – οι Σέρβοι βορειοδυτικά και οι Έλληνες στον νότο και στα νησιωτικά συμπλέγματα του Αιγαίου και του Ιουνίου Πελάγους – και οι δυο επίσης βρίσκονταν σε στενή και άμεση επαφή με τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο. Οι περιοχές τους διασχίζονταν από μεγάλες εμπορικές οδούς, κυρίως ποτάμιες και θαλάσσιες αλλά και οδικές, οι οποίες διευκόλυναν την κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων και έδωσαν ώθηση στην ενασχόληση των δύο λαών με το εμπόριο. Η ενασχόληση με το εμπόριο επέτρεψε στους δύο αυτούς λαούς να έρθουν σε άμεση επαφή με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό κόσμο και να αρχίσουν να δέχονται ισχυρές επιδράσεις, ενώ παράλληλα άρχισαν να δημιουργούν αστική τάξη, η οποία απέκτησε πλούτο και είχε τη δυνατότητα να στηρίζει και να προωθεί την ίδρυση σχολείων και την έκδοση βιβλίων που προωθούσαν τις ιδέες και τα αιτήματα του Διαφωτισμού. Σε αυτή την προοπτική η αστική τάξη των δύο λαών αγκάλιασε και προώθησε το αίτημα για εθνική χειραφέτηση, καθώς εξυπηρετούσε τα γενικότερα συμφέροντα και τους προσανατολισμούς της.
Στη συνέχεια, αφήνοντας την ιστορία του νεοελληνικού κράτους με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι, θα προσπαθήσουμε σε πολύ αδρές γραμμές να παρουσιάσουμε την ιστορική διαδρομή των ορθόδοξων βαλκανικών λαών, που αποτελούν τον κορμό των λαών της περιοχής.
Οι Σέρβοι προηγήθηκαν έναντι των Ελλήνων στον αγώνα για την εθνική τους χειραφέτηση, καθώς ξεκίνησαν τον αγώνα τους το 1804 εκμεταλλευόμενοι την αναστάτωση που είχε δημιουργηθεί στη Σερβία ύστερα από την επανάσταση του Οσμάν Πασβάνογλου, ο οποίος κατέλαβε το Βιδίνιο στασιάζοντας εναντίον της Υψηλής Πύλης. Η επανάσταση αυτή δεν ξεκίνησε αρχικά ως εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αλλά ως αντίδραση στην καταπίεση και τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών. Πολύ σύντομα όμως έλαβε εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, καθώς οι συνθήκες ήταν ώριμες για κάτι τέτοιο.
Η σερβική επανάσταση που διήρκεσε 26 χρόνια – έληξε το 1830 – οδήγησε τελικά στη δημιουργία μιας αυτόνομης ηγεμονίας υπό την κηδεμονία της Υψηλής Πύλης και την εγγύηση αρχικά της Ρωσίας και κατόπιν των υπολοίπων Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων της εποχής.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την αναγνώριση της αυτονομίας της Σερβίας η εσωτερική πολιτική κατάσταση της χώρας παρέμεινε τεταμένη και έκρυθμη. Η έλλειψη ωστόσο εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας δεν εμπόδισε την πρόοδό της. Έτσι η χώρα πέτυχε σταδιακά μέχρι την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου το 1878 να εδραιώσει την αυτονομία της, να εκδιώξει τους τουρκικούς πληθυσμούς και τις τουρκικές στρατιωτικές φρουρές από τα εδάφη της, να οργανώσει στρατό σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής και να θέσει τα θεμέλια για την οργάνωση όλων των πτυχών της κρατικής ζωής (παιδεία, δικαιοσύνη, διοίκηση, κλπ). Αυτή την εποχή επίσης τέθηκαν οι βάσεις και για την οργάνωση της Σερβικής Εκκλησίας, η οποία κατά τρόπο υποδειγματικό – μοναδική περίπτωση στα Βαλκάνια – οργανώθηκε ως Αυτόνομη Εκκλησιαστική Διοίκηση με την έγκριση και άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σταθμός για την πολιτική εξέλιξη της Σερβίας – όπως άλλωστε και για όλες τις άλλες βαλκανικές χώρες – αποτέλεσε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου που διόρθωσε τις υπερβολές της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, την οποία επέβαλαν οι νικητές Ρώσοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο, που μέχρι τότε είχε ακολουθήσει τη δική του ξεχωριστή πορεία, αναγνωρίστηκαν ως ανεξάρτητα κράτη.
Η εξέλιξη αυτή άνοιξε μια νέα σελίδα στην ιστορία της Σερβίας, η οποία εισήλθε δυναμικά σε μια περίοδο αναδιοργάνωσης και ανάπτυξης που της επέτρεψε να διεκδικήσει δυναμικά έναν ισχυρό ρόλο στα βαλκανικά πράγματα κατά τον 20ο αιώνα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι η εξωτερική πολιτική της Σερβίας ήδη από την προηγούμενη περίοδο αλλά και κατά την περίοδο αυτή επηρεάστηκε καίρια από την ιδέα της ενότητας όλων των Νοτιοσλάβων (Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων), την οποία και ανέλαβε να προωθήσει ως η μόνη ανεξάρτητη νοτιοσλαβική χώρα της περιοχής.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η Σερβία με τη συμμετοχή της στους βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913 και στον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918) υπερδιπλασίασε τα εδάφη της και πέτυχε την ίδρυση του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων (αργότερα Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας) υπό τον ηγεμονικό οίκο της Σερβίας. Έτσι, σχεδόν έναν αιώνα μετά την επανάστασή τους οι Σέρβοι πέτυχαν τη δημιουργία ενός μεγάλου και ισχυρού κράτους που ένωσε υπό μια αρχή όλους τους νοτιοσλαβικούς λαούς κάνοντας πράξη ένα όραμα που έμελλε να τελειώσει ως τραγωδία κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα ύστερα από τις πολύνεκρες συγκρούσεις μεταξύ των λαών αυτών. Στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει η ανακήρυξη της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας από τον κομμουνιστή ηγέτη Τίτο, μετά το τέλος του Β” Παγκοσμίου Πολέμου, που ανέτρεψε ριζικά τις μέχρι τότε ισορροπίες μεταξύ των γιουγκοσλαβικών λαών ομοσπονδοποιώντας τη Γιουγκοσλαβία και δημιουργώντας νέα κρατικά σχήματα, τα οποία έγιναν οι μήτρες για τον σχηματισμό νέων ανύπαρκτων έως τότε εθνικών ομάδων. Εκτός από τις τρεις μέχρι τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίαρχες εθνότητες με τα αντίστοιχα διοικητικά τους όρια, ο Τίτο δημιούργησε επίσης την ομόσπονδη δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και την ομόσπονδη δημοκρατία της Μακεδονίας, ενώ επανίδρυσε την ομόσπονδη δημοκρατία του Μαυροβουνίου. Παράλληλα όμως εντός της ομόσπονδης δημοκρατίας της Σερβίας ίδρυσε δύο αυτόνομες περιοχές, τη Βοϊβοντίνα και το Κόσοβο. Όλες αυτές οι επιλογές οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό στην τραγική κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας στα τέλη του 20ου αιώνα με τις γνωστές αιματηρές συνέπειες.
Ο βουλγαρικός λαός ακολούθησε αργότερα από τους Έλληνες και τους Σέρβους τον δρόμο της αφύπνισης και της εθνικής χειραφέτησης. Οι ιδιαίτερα επαχθείς συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε ο βουλγαρικός λαός στους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας καθυστέρησε την έναρξη των σχετικών προσπαθειών. Έτσι, αν και η προσπάθεια της εθνικής αφύπνισης του βουλγαρικού κόσμου ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα με τη σύνταξη της περίφημης Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας από τον Παΐσιο τον Χιλανδαρινό (1762) και το έργο του επισκόπου Βράτσας Σωφρονίου, οι Βούλγαροι άρχισαν να αφυπνίζονται σταδιακά κατά το α” μισό του 19ου αιώνα, όταν άρχισε να χαλαρώνει η πίεση που ασκούσε η οθωμανική διοίκηση· οι Σέρβοι, οι Έλληνες και οι Ρουμάνοι σχημάτισαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ανεξάρτητα ή αυτόνομα κρατικά μορφώματα και άρχισε να σχηματίζεται μια υποτυπώδης βουλγαρική αστική τάξη από Βούλγαρους που είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και πλούτισαν.
Το α” μισό του 19ου αιώνα όμως δεν υπήρχαν ακόμα οι κατάλληλες προϋποθέσεις για μια βουλγαρική επανάσταση ανάλογη της σερβικής ή της ελληνικής. Έτσι οι Βούλγαροι επέλεξαν ως όχημα για την εξυπηρέτηση των εθνικών τους στόχων την Εκκλησία, προκαλώντας το περίφημο Βουλγαρικό Σχίσμα (1872) που πλήγωσε καίρια την εκκλησιαστική ζωή της περιοχής και ιδιαίτερα του ίδιου του βουλγαρικού λαού.
Παρά την καταδίκη της Βουλγαρικής Εξαρχείας και του εθνοφυλετισμού από τη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι Βούλγαροι κατάφεραν τελικά να προωθήσουν τις εθνικές τους επιδιώξεις με επίκεντρο την εκκλησιαστική ζωή των υπό διεκδίκηση περιοχών, οι οποίες μάλιστα ήταν πολύ ευρύτερες από τις αμιγώς βουλγαρικές, θεμελιώνοντας έτσι τις διεκδικήσεις τους.
Πολιτικά και στρατιωτικά, ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν ήταν σε θέση να ξεκινήσουν και να φέρουν σε πέρας μια επαναστατική κίνηση. Έτσι, ύστερα από αλλεπάλληλες ανεπιτυχείς προσπάθειες που έληγαν άδοξα, την τελική λύση έδωσαν οι Ρώσοι αναλαμβάνοντας πιο ενεργό ρόλο στην περιοχή. Ουσιαστικά η Ρωσία έθεσε υπό την κηδεμονία της τους Βούλγαρους για τους οποίους σχεδίαζε τον ρόλο του προνομιακού συμμάχου της στην περιοχή.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1878 και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαΐου 1878) που επέβαλαν οι Ρώσοι στους Οθωμανούς αποκαλύπτει τους σχεδιασμούς της Ρωσίας, που περιλάμβανε μια ισχυρή Μεγάλη Βουλγαρία από τον Δούναβη έως τον Όλυμπο και από τη Μαύρη Θάλασσα έως το Αιγαίο. Οι σχεδιασμοί αυτοί, ωστόσο, ανατράπηκαν από την παρέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων, οι οποίες δεν επιθυμούσαν την ενίσχυση της ρωσικής παρουσίας στην περιοχή που θα σήμαινε τον περιορισμό αντίστοιχα της δικής τους επιρροής. Έτσι με τη Συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878) η Βουλγαρία περιορίστηκε κατά πολύ εδαφικά μεταξύ Αίμου και Δούναβη, ενώ της χορηγήθηκε το καθεστώς της υποτελούς στον σουλτάνο ηγεμονίας. Επίσης αναγνωρίστηκε η αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας στα νοτιοανατολικά της, η οποία θα υπαγόταν επίσης στον σουλτάνο.
Η απογοήτευση που προκάλεσε η Συνθήκη του Βερολίνου στους Βούλγαρους δεν τους εμπόδισε πολύ σύντομα να οργανώσουν το κράτος τους, το οποίο υπό την κηδεμονία της Ρωσίας κατάφερε να απορροφήσει τελικά τηνΑνατολική Ρωμυλία το 1885 και στη συνέχεια να ξεκινήσει τη δυναμική διεκδίκηση των εδαφών της Μακεδονίας που είχε απωλέσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου. Η διεκδίκηση των εδαφών αυτών έφερε τη Βουλγαρία σε ανοικτή σύγκρουση τόσο με τη Σερβία όσο κυρίως με την Ελλάδα και οδήγησε στο ξέσπασμα του Μακεδονικού Αγώνα.
Οι μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στην περιοχή επρόκειτο να οδηγήσουν σε επανειλημμένες συγκρούσεις με τους γειτονικούς της λαούς (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α” και Β” Παγκόσμιος Πόλεμος), οι οποίες τελείωσαν χωρίς τα αναμενόμενα για τους Βούλγαρους αποτελέσματα, γεγονός που προκάλεσε τραύμα στην εθνική τους μνήμη το οποίο επιχείρησαν να καλύψουν στο β” μισό του 20ου αιώνα με την αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής από τις κομμουνιστικές κυβερνήσεις της χώρας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η επόμενη χώρα που αναδύθηκε κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν η Ρουμανία ή ορθότερα οι πρόδρομοι της ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Ο ρουμανικός λαός εγκατεστημένος αιώνες στην περιοχή και αποκλεισμένος από τη σλαβική θάλασσα που τον περιέβαλε κατάφερε στους μεσαιωνικούς και τους νεότερους χρόνους όχι μόνο να μην εκσλαβιστεί αλλά να διατηρήσει τη συνείδηση της γλωσσικής, πνευματικής και φυλετικής του ετερότητάς και να αναδυθεί στο προσκήνιο κατά τους νεότερους χρόνους.
Οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπως είναι γνωστό, είχαν χάρη στη θέση τους προνομιακή αντιμετώπιση από την Υψηλή Πύλη και απολάμβαναν αυτονομία και εσωτερική αυτοδιοίκηση. Μετά το 1711, εξαιτίας της συμμετοχής του ηγεμόνα της Μολδαβίας Δημητρίου Καντεμίρ στην εκστρατεία του Μ. Πέτρου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Οθωμανοί άρχισαν να διορίζουν ως ηγεμόνες Έλληνες Φαναριώτες πιστεύοντας ότι έτσι διασφάλιζαν τα συμφέροντά τους διατηρώντας τον έλεγχο των ηγεμονιών. Μετά την επανάσταση του 1821 ωστόσο, η οποία ξεκίνησε ως γνωστόν από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες οι Οθωμανοί έπαψαν να εμπιστεύονται τους Έλληνες και άρχισαν να διορίζουν και πάλι Βλάχους και Μολδαβούς ηγεμόνες.
Το καθεστώς που είχε επιβληθεί στις ηγεμονίες μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 άρχισε να μεταβάλλεται μετά την ήττα των Οθωμανών στον πόλεμο με τη Ρωσία το 1828/1829, που έληξε με τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829). Με τη συνθήκη αυτή ο σουλτάνος διατηρούσε την επικυριαρχία των ηγεμονιών, αλλά το δικαίωμά του να επεμβαίνει στα εσωτερικά τους περιορίστηκε, απαγορεύτηκε σε μουσουλμάνους να κατοικούν σε αυτές και το σημαντικότερο η αυτονομία τους τέθηκε υπό την εγγύηση της Ρωσίας που κατοχύρωνε έτσι την προνομιακή της θέση στην περιοχή.
Ο επαναστατικός αναβρασμός που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη το 1848 μεταδόθηκε και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με το αίτημα της συνένωσης όλων των εδαφών, όπου ζούσαν ρουμανικοί πληθυσμοί. Η επανάσταση ωστόσο απέτυχε, διότι δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη. Πέτυχε όμως να θέσει δυναμικά το αίτημα για ένωση όλων των Ρουμάνων σε ένα κράτος μαζί με μια σειρά από πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα.
Ο επόμενος σταθμός στην εξέλιξη του ρουμανικού ζητήματος ακολούθησε το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου 1854-1856 και τη Συνθήκη των Παρισίων (25 Φεβρουαρίου 1856), η οποία επέτρεψε στις Δυτικές Δυνάμεις να παρέμβουν στο ρουμανικό ζήτημα αλλάζοντας τις μέχρι τότε ισορροπίες που ρυθμίζονταν μόνο από τη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η διεθνοποίηση του ρουμανικού ζητήματος επιτάχυνε τις πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, και παρά την αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής οι δύο ηγεμονίες ενώθηκαν de facto το 1859 υπό τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Κούζα ύστερα από εκλογές που πραγματοποιήθηκαν και στις δύο ηγεμονίες.
Δύο χρόνια αργότερα αναγνώρισαν τα γεγονότα οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Υψηλή Πύλη, καθώς δεν υπήρχε τρόπος αντίδρασης και ματαίωσής τους. Το κράτος που προέκυψε από τη συνένωση των δύο ηγεμονιών, ωστόσο, βρισκόταν υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου.
Η επικυριαρχία αυτή όμως γινόταν όλο και πιο τυπική, καθώς η Ρουμανία αποκτούσε την οργάνωση και τη δομή ενός σύγχρονου για την εποχή κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο οργανώθηκαν εκ βάθρων όλοι οι τομείς της ζωής του κράτους. Έτσι το 1878 μετά τον περίφημο ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρουμάνοι ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν την πολιτική τους ανεξαρτησία, πράγμα που πέτυχαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου.
Η Ρουμανία έλαβε μέρος στον Β” Βαλκανικό Πόλεμο, όπως στον Α” και τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο μετά το τέλος του οποίου οριστικοποιήθηκαν τα σύνορά της. Ο τελευταίος σταθμός στην ιστορική της πορεία ήταν η ένταξή της μετά τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο στους συμμάχους της Σοβιετικής Ένωσης και η δραματική και αιματηρή ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Τελευταίοι από τους βαλκανικούς λαούς εισήλθαν στην εποχή του εθνικισμού οι Αλβανοί. Οι Αλβανοί που από την αρχαιότητα ζούσαν στη δυτική γωνιά της Χερσονήσου του Αίμου είχαν κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας σε μεγάλο βαθμό εξισλαμισθεί, με αποτέλεσμα για πολλούς αιώνες να συνδέουν τη μοίρα τους με τη μοίρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την οποία ήταν απόλυτα εξαρτημένοι.
Τα πρώτα εθνικά σκιρτήματα μεταξύ των Αλβανών έκαναν την εμφάνισή τους την ταραγμένη δεκαετία του 1870. Πιο συγκεκριμένα στα τέλη της δεκαετίας, το 1878, ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος της Πριζρένης από εκπροσώπους της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ηγεσίας του αλβανικού λαού. Ο Σύνδεσμος προσπάθησε να διεθνοποιήσει το αλβανικό ζήτημα απευθύνοντας έκκληση για την ακεραιότητα των αλβανικών εδαφών. Αρχικά οι ενέργειες του συνδέσμου της Πριζρένης ευνοούσαν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γι’ αυτό είχε την υποστήριξή της. Όταν όμως στη συνέχεια επικράτησε η γραμμή των Αλβανών εθνικιστών στον Σύνδεσμο, ο οποίος μάλιστα έφτασε να αυτοανακηρυχθεί προσωρινή κυβέρνηση της Αλβανίας που ήλεγχε τα αλβανικά εδάφη, η οθωμανική διοίκηση αντέδρασε βίαια και προκάλεσε τη διάλυσή του αποκαθιστώντας πλήρως την εξουσία της στην περιοχή.
Η επόμενη ευκαιρία για την εθνική χειραφέτηση των Αλβανών ήρθε με τους Βαλκανικούς Πολέμους και ενώ στο μεταξύ είχε καθιερωθεί η χρήση αλφαβήτου με βάση το λατινικό αλφάβητο και δημιουργήθηκαν τα πρώτα αλβανικά σχολεία, στα οποία καλλιεργήθηκε ο αλβανικός εθνικισμός.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ως συνέπεια της ήττας της Τουρκίας οι χριστιανικές δυνάμεις της περιοχής (Ελλάδα και Σερβία) αντικατέστησαν την τουρκική διοίκηση στην περιοχή της Αλβανίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως – ιδιαίτερα η Αυστρουγγαρία και η Ιταλία – δεν επιθυμούσαν να δουν την περιοχή υπό σερβικό και ελληνικό έλεγχο αντίστοιχα. Για τον λόγο αυτό πίεσαν και τελικά κατάφεραν να επιβάλουν τη δημιουργία ενός αλβανικού κράτους υπό την κηδεμονία τους από εδάφη που απέσπασαν από την ελληνική και τη σερβική πλευρά.
Η μοίρα του νεοσύστατου αλβανικού κράτους κατά την περίοδο που ακολούθησε ήταν ανάλογη της κακής αρχής. Σε ολόκληρη την περίοδο που ακολούθησε δεν στάθηκε δυνατό το κράτος αυτός να εμπεδώσει την εξουσία του με αποτέλεσμα να βασιλεύει η ανομία στην περιοχή μέχρι που η φασιστική Ιταλία το κατέλαβε και το έθεσε υπό τη διοίκησή του.
Μετά το τέλος του Β” Παγκοσμίου Πολέμου επιβλήθηκε ένα καθεστώς σοβιετικού τύπου από τα πιο αυταρχικά και απολυταρχικά όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, βυθίζοντας τον αλβανικό λαό στην απομόνωση, την ανέχεια και την αμάθεια μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οπότε η χώρα εισήλθε σε μια νέα περίοδο στην ιστορική της πορεία.
Από όσα εν συντομία εκτέθηκαν μέχρι εδώ γίνεται φανερό ότι αν τον 19ο αιώνα οι βαλκανικοί λαοί ανακάλυψαν τον εθνικισμό και με όχημά τους την εθνική ιδεολογία προχώρησαν στη δημιουργία εθνικών κρατών, τον 20ο αιώνα καλλιέργησαν την εθνική ιδεολογία και πέρασαν στον εθνικισμό, ο οποίος προκάλεσε πολλαπλές τραγωδίες που βύθισαν στο αίμα τους λαούς στοιχειώνοντας τη μοίρα τους μέχρι σήμερα.
Παράλληλα η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων που παρά τη θέληση των λαών τους είχαν επιβληθεί επέτρεψε να ξεκινήσουν διεργασίες που είχαν διακοπεί, όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα επιβλήθηκαν ή είχαν ξεκινήσει στη διάρκειά τους και ως αποτέλεσμα επιλογών που είχαν στο μεταξύ επιβληθεί. Στο σημείο αυτό χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και των λαών της – ενδεικτικά μπορούμε να θυμηθούμε την περίπτωση της Π.Γ.Δ.Μ και του Κοσσόβου που συμπυκνώνουν την τραγωδία των βαλκανικών λαών κατά τον 20ο αιώνα.