Έχεις ακούσει, ευγενικέ αναγνώστη, για το "κοινωνικό κράτος", τις "κοινωνικές οργανώσεις", την "κοινωνική αλληλεγγύη" για "χώρες ελευθερίας" και για άλλα παρόμοια. Στις μέρες μας αποκαλύπτονται αυτό που είναι στην πραγματικότητα: με το μέρος πάντα αυτών που τα κατευθύνουν. Τίποτε δεν είναι βέβαιο. Το "ανθρώπινο πρόσωπο" σήμερα, αύριο γίνεται απρόσωπο, εχθρικό, βάρβαρο, ανάλογα με το αν είμαστε αρεστοί ή όχι.
Το ερώτημα είναι, τί κάνουμε με τους εχθρούς; Είναι χριστιανικό να μισούμε τους εχθρούς μας; Μήπως πρέπει να προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε την πραγματικότητα; Είναι η χριστιανική αγάπη, όπως λέει ο Νίτσε, που κατόπιν τρελάθηκε, κρυμμένη μνησικακία;
Νομίζω η απάντηση είναι αυτό που έκαναν στο χωριό μου στη φιλοξενία. Φέρονταν στον ξένο, όχι όμως ήταν αυτός, αλλά όπως ήταν εκείνοι. Στο χωριό μου μ' άρεσε που ο επισκέπτης δεν άλλαζε τις συνήθειες και το χαρακτήρα της οικογένειας που τον φιλοξενούσε. Η οικογένεια τον δεχόταν ως να ήταν ένας από τα μέλη της. Το φαγητό ήταν αυτό που βρισκόταν. Στο τραπέζι η οικογένεια προσευχόταν είτε ο επισκέπτης ήταν πιστός είτε όχι. Ο πατέρας σταύρωνε το ψωμί πριν το τεμαχίσει.
Η οικογένεια ήταν αυτή που ήταν είτε υπήρχε ο ξένος είτε όχι. Ήταν καλή με τον ξένο, επειδή ήταν καλή, δεν γινόταν καλή για τον ξένο. Η γιαγιά μου δεν ήξερε ποτέ αν θα έχουμε κάποιον επισκέπτη στο τραπέζι. Ο παππούς μου έφερνε μαζί του κάποιον επισκέπτη χωρίς να την προειδοποιήσει. Ο ξένος δεν έβλεπε ποτέ στο πρόσωπό της την επιτήδευση, τις ιδιαίτερες φροντίδες, την κούραση στο πρόσωπό της, όχι γιατί η γιαγιά μου την έκρυβε, αλλά γιατί δεν υπήρχε. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στα πράγματα. Σημασία είχαν τα αισθήματα. Ήταν καλύτερη η καλή διάθεση, παρά τα καινούρια τραπεζομάντιλα και τα ιδιαίτερα φαγητά.
Ο επισκέπτης ένιωθε όπως στο σπίτι του. Το ίδιο παράδειγμα έδινε η εκκλησία. Οι εκκλησιαζόμενοι έμεναν ήσυχοι, τα παιδιά αφήνονταν να κινούνται ελεύθερα. Δεν υπήρχε εκείνη η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα της επιβολής της τάξης. Οι άνθρωποι ήταν ταπεινοί, όπως βρέθηκαν, όπως ήταν, δεν τους άλλαζαν οι εξωτερικές συνθήκες.
Ο Θεός βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Ακούει τις προσευχές όχι μόνο των δικαίων, αλλά και των αμαρτωλών. Ο Θεός μας αγαπάει γιατί είναι αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι και η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, να αγαπάει όχι μόνο τους δικούς του, αλλά και τους εχθρούς του, γιατί το φυσικό του είναι να αγαπάει. Δεν είναι η αγάπη κάτι ιδιαίτερο, κάτι επί πλέον, μια πολυτέλεια, όταν όλα πάνε καλά. Δεν αλλάζει η ύπαρξή μας ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτούς που άλλαζαν ανάλογα με τις περιστάσεις ο κόσμος του λυπούνταν, τον αντιφατικό άνθρωπο. Αλίμονο, λέει ο Απόστολος Παύλος, κουβαλάμε μαζί μας ένα νεκρό. Αφείστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, λένε τα αψευδή χείλη του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο άνθρωπος που έχει θεμέλιο τον Ιησού Χριστό μένει αυτός που είναι, σε ένα κόσμο που αλλάζει διαρκώς. "Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός. Ότι φως τα προστάγματά σου επί της γης".(Ωδή πέμπτη).
Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου