Πολλές απόψεις έχουν κατατεθεί με αφορμή την τοποθέτηση της κας Ρεπούση αν θα πρέπει το εν λόγω μάθημα να διδάσκεται υποχρεωτικά ή προαιρετικά, αν θα πρέπει να έχει Ορθόδοξο Θρησκευτικό ή Θρησκειολογικό χαρακτήρα, αν θα πρέπει να υπάρχει αιτιολογημένη απόφαση του μαθητή για την απαλλαγή του από το μάθημα ή όχι και άλλα πολλά. Σίγουρα η κάθε άποψη είναι σεβαστή και έχει τη δική της βαρύνουσα αξία και σημασία. Θα ήθελα ωστόσο, ως κοινωνικός επιστήμων, να σταθώ στα σημεία εκείνα σύμφωνα με τα οποία το μάθημα των Θρησκευτικών, εφόσον διδάσκεται σωστά, μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη διαφόρων μορφών αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Σύμφωνα με το Νόμο πλαίσιο (1566/1985 άρθρ. 1-παρ.1.), «Σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον συνάνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι σε κάθε περίπτωση απαραβίαστη».
Με άλλα λόγια βασικός σκοπός της εκπαίδευσης είναι η καλλιέργεια του ανθρώπου και η δημιουργία ελεύθερων και δημοκρατικών χαρακτήρων. Ο σκοπός αυτός, όπως είναι φυσικό, επιδιώκεται από τα λεγόμενα ανθρωπιστικά μαθήματα, στα οποία ανήκει και το μάθημα των Θρησκευτικών που έχει ηθική, κοινωνική, ψυχοθεραπευτική, πολιτιστική και παιδαγωγική αξία.
Το μάθημα των Θρησκευτικών στοχεύει στο να καλλιεργεί το χαρακτήρα των μαθητών και τις αρετές ώστε να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ανεπηρέαστες από κάθε λογής αντικοινωνικές συμπεριφορές. Επίσης, το μάθημα των Θρησκευτικών καταπραΰνει τα πάθη της ψυχής και διδάσκει την αγάπη. Προσανατολίζει τους μαθητές σε μια αγωνιστική πορεία στη ζωή για την επικράτηση υπέρτατων αξιών όπως η ισότητα όλων των ανθρώπων, η δικαιοσύνη, η συναδέλφωση, η ελευθερία, κ.α. Ο υπουργός Παιδείας της Αγγλίας δρ. Μπόϋσον έγραψε σε σχετικό άρθρο : « Η καθημερινή συλλογική λατρεία και θρησκευτική διδασκαλία είναι καθήκον. Η θρησκεία είναι όχι μονάχα υπόσχεση και ελπίδα, αλλά εμβολιασμός ενάντια σε ολέθριες δυνάμεις που φθονούν σήμερα και απειλούν την κοινωνία».
Είναι γεγονός ότι οι νέοι που διακατέχονται από Θρησκευτική συνείδηση, εμφανίζουν ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες να παρασυρθούν σε αντικοινωνικές συμπεριφορές όπως η βία και η εγκληματικότητα, η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, η επιθετικότητα, η μισαλλοδοξία, τα φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας, η καταστροφή του περιβάλλοντος κ.α. Οι νέοι αυτοί δεν ισχυρίζεται κανείς ότι είναι καλύτεροι από τους υπολοίπους, απλά διαθέτουν ισχυρά κοινωνικά αντισώματα διότι μέσω της Θρησκευτικής τους παιδείας έμαθαν να αγαπούν τη δημοκρατία, να σέβονται την ισονομία, να είναι γαλήνιοι, να καλύπτουν τα υπαρξιακά τους κενά, να μη δέχονται την αδικία, να υπακούουν στους θεσμούς και να διατηρούν τις παραδόσεις. Απόρροια όλων αυτών είναι να έχουν άρτια ψυχοσωματική ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και να είναι απαλλαγμένοι από κάθε μορφής αντισυμβατικές συμπεριφορές. Η εκδήλωση της θρησκευτικότητας από μικρή ηλικία, ως ένα στοιχείο της ταυτότητας του προσώπου, συμβάλλει στην ψυχική υγεία και ισορροπία του ανθρώπου, ενώ αντίθετα η καταπίεση της εκδήλωσης της έμφυτης θρησκευτικότητας, η οποία εκδήλωση αποτελεί ψυχική ανάγκη, οδηγεί σε διάφορες ψυχικές διαταραχές. Ως εκ τούτου με το μάθημα των Θρησκευτικών ικανοποιείται, ως ένα βαθμό, η ψυχική αυτή ανάγκη του ανθρώπου με ευεργετικά αποτελέσματα γι’ αυτόν τον ίδιο, την οικογένειά του και την κοινωνία.
Η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, αναγνωρίζοντας την αξία των θρησκευτικών στα σχολεία δήλωσε ότι, «προτιμά να πληρώνει θεολόγους στα Σχολεία με ασήμαντα χρηματικά ποσά, παρά να βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με τα ογκώδη ποσά που χρειάζονται για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών».
Το 2004 η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» ανέφερε ότι : «η γενιά των 40-50 ετών απαιτεί από τη σύγχρονη εκπαίδευση τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών…Απέναντι στην κρίση της οικογένειας και των θεσμών ανακαλύπτονται ξανά οι πιο παραδοσιακές γονικές κινήσεις όπως η θρησκευτική εκπαίδευση των παιδιών. Πάρα πολλοί γονείς γνώρισαν πολλές αποτυχίες με τα παιδιά τους για να εξακολουθήσουν να περιφρονούν τη θρησκεία».
Από όλα τα παραπάνω είναι προφανής η τεράστια συμβολή του μαθήματος των Θρησκευτικών (εφόσον διδάσκεται σωστά) στην πρόληψη φαινομένων κοινωνικής παθογένειας, σε όλες τις βαθμίδες τις εκπαίδευσης. Ίσως είναι ένα από τα βασικότερα ανθρωπιστικά μαθήματα που δίνει στο νέο ουσιαστικά εφόδια για την αντιμετώπιση καθημερινών πολυπροβληματικών καταστάσεων που καλείται να αντιμετωπίσει, απέναντι σε μια τεχνοκρατική κοινωνία που προβάλλει συνεχώς τον άκρατο υλισμό και καταναλωτισμό ως μόνη μορφή ευτυχίας.
Γι’ αυτό το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να το αντιμετωπίζουμε όλοι (πιστοί, αμφισβητίες, προβληματισμένοι κ.α.) ως αξία η οποία καλλιεργεί τον άνθρωπο και τον ολοκληρώνει ως κοινωνική προσωπικότητα και όχι ο καθένας από τη «θέση» που κατέχει ή τα υποκειμενικά ιδεολογικά «δίοπτρα» που φορεί.
Γράφει ο Φιλιππίδης Γιώργος,
Κοινωνικός Λειτουργός, Υποψήφιος Διδάκτωρ Μsc Παιδαγωγικής
και από: http://thriskeftika.blogspot.gr/2013/09/blog-post_5.html