Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι κρίσεις μας να είναι βεβιασμένες και οι αποφάσεις να λαμβάνονται πάντα υπό το καθεστώς πίεσης. Έτσι, οι αποφάσεις αυτές, ως βεβιασμένες, είναι συνήθως από τραγικά ελλιπείς έως καταστροφικές. Για να συζητήσουμε, συνεπώς, για ένα τόσο ζωτικό ζήτημα, όπως το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, θα πρέπει να «συρθούμε» από τον δημόσιο λόγο ατόμων που είναι κάτοχοι σημαντικών πολιτικών θέσεων και ελλιπέστατης εμπειρίας και γνώσης σχετικά με το εν λόγω αντικείμενο.
Έχοντας περάσει επί μία δεκαετία περίπου από τα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας μας διδάσκοντας το μάθημα των θρησκευτικών, αλλά και ως καθηγητής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ένα τέτοιο γνωστικό αντικείμενο έχει θέση «εντός των τειχών» της διδακτικής αίθουσας.
Μέσα από την προσωπική αναζήτηση, την καθημερινή διδακτική επαφή με τους μαθητές μου, τις συζητήσεις με τους συναδέλφους μου και την ενημέρωση σχετικά με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, διέκρινα μία σειρά από λόγους οι οποίοι συνηγορούν αναφανδόν υπέρ της ενίσχυσης και όχι της κατάργησης του μαθήματος των θρησκευτικών. Λόγοι που πολύ φοβάμαι είτε είναι γνωστοί στα κέντρα αποφάσεων και σκόπιμα παραθεωρούνται, είτε τελούν εν ελευθέρα πτώσει στον Καιάδα της απύθμενης άγνοιας εκείνων των «μαθητευόμενων μάγων» που βλέπουν την σημερινή Ελληνική Παιδεία ως το ατομικό τους πειραματόζωο.
Λόγος πρώτος: Η θρησκεία είναι, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν κάποιοι, από τις σημαντικότερες παραμέτρους της κοινωνικής ζωής σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Πώς γίνεται ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που δημιουργεί ένα μείζον γνωστικό αντικείμενο, για το οποίο έχουν γραφεί εκατομμύρια σελίδες, να λείπει από το αναλυτικό πρόγραμμα της εγκύκλιας μόρφωσης, χωρίς να δημιουργείται ένα μείζον γνωστικό κενό;
Λόγος δεύτερος: Κανείς δεν έχει τα προσόντα και τις προϋποθέσεις διδασκαλίας ενός τέτοιου πολυσχιδούς και περίπλοκου γνωστικού αντικειμένου εκτός από τον επαΐοντα. Και αυτός είναι ο θεολόγος καθηγητής, ο πτυχιούχος των θεολογικών μας σχολών. Όποιος έχει τον παραμικρό ενδοιασμό για την αξία της θεολογίας ως γνωστικό αντικείμενο, μπορεί να ανατρέξει εύκολα πια στις ιστοσελίδες των θεολογικών σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Θα καταλάβει αμέσως πόσα πράγματα πρέπει να σπουδάσει κάποιος για να μπορέσει να κάνει ένα δίωρο μάθημα θρησκευτικών στο σχολείο.
Λόγος τρίτος: Σε μία εποχή όπου εμφανίζονται επικίνδυνα παραθρησκευτικά φαινόμενα και όπου οι μυστικιστικές σέκτες προσπαθούν να εκτοπίσουν και να αντικαταστήσουν την επίσημη θρησκεία, κρύβοντας σκοπούς και δράσεις που στρέφονται αποδεδειγμένα εναντίον του ατόμου και της κοινωνίας, ο μόνος ο οποίος μπορεί να παρέχει έγκυρη σχετική ενημέρωση είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα μέσα από το πρόσωπο του θεολόγου καθηγητή.
Λόγος τέταρτος: Η ελληνική ιστορία, ο πολιτισμός και η κοινωνία από τα αρχαία χρόνια, αλλά και από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους είναι συνυφασμένη με την θρησκευτική και εκκλησιαστική ζωή. Πολλοί σε αυτήν την ιδέα δεν αρέσκονται και πιθανόν να ήθελαν να μην είναι έτσι τα πράγματα, και αυτό αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους. Αλλά οι επιθυμίες μας δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορούν να αλλάξουν την ιστορία. Γνώση και μελέτη της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας χωρίς την σπουδή του θρησκευτικού φαινομένου και της εκκλησιαστικής ζωής είναι από ελλιπής έως αδύνατη. Η γνώση αυτή μπορεί να δοθεί μόνον μέσα από το μάθημα των θρησκευτικών και από ανθρώπους που επιστημονικά έχουν εντρυφήσει στην μελέτη της και παιδαγωγικά μπορούν να την προσφέρουν.
Λόγος πέμπτος: Πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι έχουν την εντύπωση ότι στο μάθημα των θρησκευτικών γίνεται κατήχηση στην ορθόδοξη θρησκευτικότητα και ότι στόχος του θεολόγου είναι να προσπαθεί να κάνει τους μαθητές καλούς χριστιανούς. Μάλλον αυτοί που το υποστηρίζουν έχουν πλήρη άγνοια του τι σημαίνει και πόσα χρειάζονται για να γίνει κάποιος χριστιανός. Τότε ο αρχηγός και κεφαλή των Χριστιανών, ο Χριστός, δεν θα μας άφηνε Εκκλησία, αλλά αίθουσες διδασκαλίας. Το μάθημα ωστόσο των θρησκευτικών ως έχει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στηρίζεται σε μία πολύ βασική παιδαγωγική αρχή: έχει ως αφετηρία τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις των μαθητών και «χτίζει» επάνω σε αυτές.
Είτε το θέλουν ορισμένοι είτε όχι είμαστε μία θρησκευτικά ομοιογενής κοινωνία, όπου πλέον του 95% του πληθυσμού της είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Το θρησκευτικό αίσθημα και φαινόμενο το γνωρίζουμε από τα «γεννοφάσκια» μας μέσα από την ορθόδοξη εκκλησία. Είναι λογικό και παιδαγωγικά συνεπές να διδάσκονται στα σχολεία τα θρησκευτικά μέσα από αυτήν την αφετηρία, την ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή. Και επίσης λογικό είναι με αυτήν να ασχολούνται περισσότερο. Παράλληλα όμως διδάσκονται και τα ξένα θρησκεύματα, οι έτερες χριστιανικές ομολογίες, κοινωνικά και ηθικά ζητήματα, θέματα ιστορίας της θρησκείας, εκκλησιαστικής ιστορίας και πολλά άλλα. Προσφέρεται δηλαδή ένας μεγάλος γνωστικός πλούτος, ο οποίος θα ήταν αδύνατον να δοθεί διαφορετικά.
Λόγος έκτος: Η σοφή απόφαση να μην συγκαταλεχθεί το μάθημα των θρησκευτικών στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα τού προσέδωσε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Την απαλλαγή από το άγχος έγκαιρης κάλυψης της διδακτέας ύλης και ως εκ τούτου την ανάδειξή του σε ένα πεδίο διαλόγου. Το τελευταίο νομίζω πως είναι και το σημαντικότερο που έχει να προσφέρει το μάθημα αυτό στην νεολαία μας. Και μόνον αυτός ο λόγος είναι υπερ-αρκετός για να αιτιολογήσει την ύπαρξη του μαθήματος στον εκπαιδευτικό χώρο. Όταν ο θεολόγος έχει την απαραίτητη επιστημονική και προσωπική συγκρότηση, γίνεται ο αγαπημένος καθηγητής των παιδιών.
Τότε οι μαθητές αντί να θεωρούν το μάθημα των θρησκευτικών «ελεύθερη ώρα», προσέχουν μην τυχόν το χάσουν. Εκεί θα ακούσουν για πράγματα που δεν έχουν την ευχέρεια να τα συζητήσουν σε άλλες ώρες: ζητήματα βιοηθικής, διανθρώπινων σχέσεων, σχέσεων των δύο φίλων, κοινωνικής δικαιοσύνης, θεοδικίας, θρησκευτικών συγκρούσεων και μισαλλοδοξίας, κινδύνους του φανατισμού και του φονταμενταλισμού, προσωπικής ευθύνης για τις παγκόσμιες εξελίξεις, αξίας του ανθρώπου ως μοναδικότητας και πλείστα άλλα.
Εμείς οι θεολόγοι καθηγητές δεν βλέπουμε τους μαθητές ως διδασκόμενη μάζα, υποχρεωμένη να συμφωνεί μαζί μας. Θέλουμε να τους καμαρώνουμε ως πρόσωπα υπεύθυνα και τοποθετημένα απέναντι στην ζωή και την κοινωνία.
Νικόλαος Κόϊος,
Διευθυντής Σύνταξης Πεμπτουσίας