Παρακολουθώντας στο διαδίκτυο, την αρθογραφία τη σχετική με το μάθημα των Θρησκευτικών, διαβάσαμε με προσοχή τα άρθρα του κ. Νικολάου Μερτζάνη που αναφέρονταν σε διάφορες παρεμβάσεις του Μητροπολίτη Μεσογαίας κ. Νικολάου για το μάθημα των Θρησκευτικών.
Πληροφορηθήκαμε λοιπόν από τα παραπάνω άρθρα, ότι ο Μητροπολίτης Μεσογαίας, κ. Νικόλαος, δήλωσε ξεκάθαρα, στην επιστημονική ημερίδα με θέμα «Η διεπιστημονικότητα στο μάθημα των Θρησκευτικών» που διοργάνωσε την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017 η Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, ότι η τεράστια αναστάτωση – αντίδραση που έχει δημιουργηθεί στον κλάδο των Θεολόγων από την εισαγωγή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών οφείλεται, όπως ο ίδιος διαπίστωσε, σε προσωπικές αντιδικίες που έχουν όσοι αντιδρούν, με τους Συντάκτες αυτών των Προγραμμάτων! Στον βαθμό που αληθεύουν οι ανωτέρω πληροφορίες, αναφορικά με τις συγκεκριμένες δημόσιες θέσεις του Μητροπολίτου Μεσογαίας, όσοι έχουμε εκφράσει τις εντονότατες διαφωνίες μας με τα νέα Προγράμματα και έχουμε συνταχθεί με τις θέσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ), η οποία έχει αναλάβει τον δύσκολο και επίπονο αγώνα της προστασίας και της διατήρησης του ορθοδόξου χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, οφείλουμε να δηλώσουμε ρητά προς όλες τις κατευθύνσεις ότι:
1. Ο ισχυρισμός του Μητροπολίτη Μεσογαίας είναι ψευδής και συκοφαντικός απέναντι στο πλήθος των εκπαιδευτικών, των κληρικών, των μοναχών και των γονέων που έχουν αντιδράσει στα νέα Προγράμματα, ακόμη θα λέγαμεκαι προσβλητικός απέναντι σ΄ εκείνους που άλλα περίμεναν από τον συγκεκριμένο Μητροπολίτη.
2. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας, έχοντας επωμισθεί το δύσκολο καθήκον της εκπροσώπησης της Εκκλησίας της Ελλάδος στον διάλογο με το Υπ. Παιδείας για το μάθημα των Θρησκευτικών, όφειλε να παραιτηθεί, αν δεν μπορούσε να εξετάσει, να ερμηνεύσει και να κατανοήσει, με τη δέουσα επιστημονική ακρίβεια το πολυειδές επιστημονικό πρόβλημα της σύνταξης άρτιων Αναλυτικών Προγραμμάτων. Ωστόσο, η προαναφερόμενη δήλωσή του, αποκαλύπτει ολοφάνερα τον επιφανειακό και εκλαϊκευτικό τρόπο, με τον οποίο εξετάζει και ερμηνεύει το θέμα, που εδώ και έξι (6) χρόνια έχει ταλανίσει τον κλάδο μας. Είναι δε γνωσιολογικά και θεολογικά αφελής μια τέτοια διαπίστωση, εφόσον είναι εντελώς παράλογο να συμπεράνει κάποιος ότι δεκάδες συνέδρια και ημερίδες, άρθρα σε περιοδικά, ομιλίες, επιστημονικές εργασίες σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, από έγκριτους επιστήμονες, έχουν όλα παραχθεί από προσωπικά κίνητρα εναντίον των Συντακτών των νέων Προγραμμάτων.
3. Οι αντιδράσεις της ΠΕΘ και όλων όσων τοποθετούνται εναντίον των νέων Προγραμμάτων προέρχονται από βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στις επόμενες γενιές, οι οποίες χωρίς καν να ρωτηθούν οι γονείς τους,αποφασίζεται αυταρχικά και αυθαίρετα από κάποιους αυτόκλητους σωτήρες της Παιδείας μας, να διδαχθούν ένα μάθημα με πολυθρησκειακό χαρακτήρα. Είναι απαράδεκτο να αποδίδει ο Μητροπολίτης Μεσογαίας ταπεινά κίνητρα στον επίπονο αγώνα όσων αγωνίζονται αφενός ενάντια σε μια εχθρικά διακείμενη έναντι της ορθόδοξης αγωγής πολιτική ηγεσία και αφετέρου απέναντι σε κάποιους Ιεράρχες που μπροστά στο δίλημμα να δηλητηριαστούν 1.200.000 παιδιά, με το πνευματικό δηλητήριο της πολυθρησκείας ή να εξυπηρετηθούν ατομικές σκοπιμότητες(π.χ. για να αποκομίσουν κάποιοι πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης που πιθανόν θα εξαργυρώσουν αργότεραή διότι έχουν ανοιχτά μέτωπα με την πολιτεία, όπως ο Μητροπολίτης Ύδρας που σύμφωνα με την εφημερίδα «Έθνος», βρίσκεται σε δικαστικές περιπέτειες, βλ. http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/sto_skamni_mitropolitis_kai_igoumeni-64237610/) προτιμούν μάλλον το δεύτερο επειδή δεν τολμούν να ορθοτομήσουν τον λόγο της αληθείας. Η απόδοση ιδίων πνευματικών ευθυνών που απορρέουν από την πιστή τήρηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας σε άλλους δείχνει τη στενότητα ή τη σκοπιμότητα των κινήτρων με βάση τα οποία αντιμετωπίζει το θέμα ο Σεβασμιώτατος. Γιατί δεν είναι δυνατόν ένας Ποιμένας της Εκκλησίας μας, από μια τέτοια θέση ευθύνης και διακονίας, να τσαλακώνει δημόσια αυτό που αποτελεί βαθιά συνείδησή μας και να ακυρώνει τον επιστημονικό και θεολογικό μας λόγο, διαστρεβλώνοντας ή υποβαθμίζοντάς τον, στο επίπεδο διαφορών της γειτονιάς. Το να αγωνίζεται κανείς προσωπικά ή συλλογικά με νόμιμα και τίμια διαλογικά μέσα εναντίον θέσεων, απόψεων, Προγραμμάτων δεν σημαίνει ότι αγωνίζεται κατά των προσώπων που εκπροσωπούν αυτές τις απόψεις. Εάν ο Σεβασμιώτατος σκόπιμα συκοφαντεί και διαστρεβλώνει έναν αγώνα, –επειδή προφανώς έτσι τον βολεύει– τότε μάλλον ο λόγος του χρειάζεται αποτοξίνωση και θεραπεία από το πάθος της εμπάθειας και της κατάκρισης των αδελφών του.
4. Αν η ΠΕΘ και όσοι διαφωνούν με τα νέα Προγράμματα, έχουν προσωπικές διαφορές με τους Συντάκτες των νέων Προγραμμάτων για το μάθημα των Θρησκευτικών, τότε καλό είναι να μας γνωρίσει ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και τις προσωπικές διαφορές που έχει ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος με τους Συντάκτες αυτών των Προγραμμάτων, ο οποίος ξεκάθαρα είχε δηλώσει στην Επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, την αντίθεσή του με τα νέα Προγράμματα, χαρακτηρίζοντάς τα «επικίνδυνα και απαράδεκτα». Καλό είναι να μάθουμε, από τον εν λόγω Μητροπολίτη, και τις προσωπικές διαφορές που έχει η ΔΙΣ, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας ή η Ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους, με τους Συντάκτες των νέων Προγραμμάτων, καθώς όλοι τους έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους για τα Προγράμματα αυτά.
5. Στο ερώτημα που έθεσε επανειλημμένα στην ίδια ημερίδα ο Μητροπολίτης Μεσογαίας για τα «θετικά» του νέου Προγράμματος, απαντάμε: Θεωρείτε Σεβασμιώτατε, ότι οι αιρέσεις που ταλάνισαν την Εκκλησία από ιδρύσεώς της δεν είχαν τίποτα θετικό; Γιατί δεν αναζήτησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας τα «θετικά» των αιρέσεων και να διορθώσουν τα αρνητικά, ώστε να υιοθετήσουν τις διδασκαλίες αυτές; Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι μάλλον άστοχο να αναζητάμε τα «θετικά» ενός Προγράμματος που αποβλέπει συνειδητά στον θρησκευτικό συγκρητισμό και προωθεί την ατομική θρησκεία, μέσα από ένα συνονθύλευμα θρησκευτικών στοιχείων που σκόπιμα αναμειγνύονται.
6. Το να δέχεται επίσης την θέση ότι ό, τι και να περιέχουν τα Προγράμματα, σημασία έχει τι θα κάνει ο Εκπαιδευτικός στην τάξη, είναι σαν να λέμε ότι δεν έχει σημασία ποια θα είναι η διδασκαλία που θα διδάσκεται στην Εκκλησία, σημασία έχουν μόνον οι ποιμένες των ενοριών από τον τρόπο και τη μέθοδο διδασκαλίας των οποίων εξαρτάται η αποτελεσματικότητα της εν Χριστώ διδασκαλίας της Εκκλησίας. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες αφού όλοι γνωρίζουμε ότι και η διδασκαλία είναι ανάγκη να είναι ορθόδοξη και οι διδάσκαλοι χρειάζεται να διδάσκουν θεολογικά και παιδαγωγικά επιστημονικά και ορθόδοξα. Και οι δύο αυτοί παράγοντες ταυτόχρονα πρέπει να λειτουργούν σωστά για να προκύπτει το ζητούμενο αποτέλεσμα.
Κλείνοντας, δηλώνουμε ότι, αν τελικά πρέπει να αναζητήσουμε κάτι «θετικό» στην προσπάθεια εισαγωγής των νέων Προγραμμάτων, αυτό είναι ότι αποκαλύφθηκαν πλήρως οι πεποιθήσεις και οι προθέσεις όλων μας.