Αυτό, κατ' επέκταση, σημαίνει ότι, όταν μερικοί Ορθόδοξοι θεολόγοι προσπαθούν να θεολογούν με τις προϋποθέσεις και τα δεδομένα της δυτικής θεολογίας και στην πραγματικότητα αποδεσμεύονται από την ησυχαστική παράδοση, πού είναι ό ορθόδοξος τρόπος του θεολογείν, τότε ζουν την εκκοσμίκευση σε όλο το βάθος της.
Επομένως, οί θεολόγοι με δυτικές επιρροές και επιδράσεις εκφράζουν την εκκοσμικευμένη θεολογία.
Επανειλημμένως, έχω υπογραμμίσει ότι ή θεολογία της Εκκλησίας - όπως την εξέφρασαν όλοι σχεδόν οί θεούμενοι άγιοι Πατέρες (ιδιαιτέρως εδώ έχω ύπ' όψη μου τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, μέχρι τους ησυχαστές Πατέρες της εποχής μας), πού είναι οί απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας, κάνει λόγο για τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής πού είναι ή κάθαρση, ό φωτισμός και ή θέωση. Γι' αυτό τον λόγο είχε δίκαιο ό αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, βαθύς γνώστης της πατερικής θεολογίας, πού επέμενε πολύ στον τονισμό των βαθμίδων της πνευματικής τελειότητας, οί οποίες στην πραγματικότητα είναι ή προοδευτική μέθεξη της Χάριτος του Θεού, άλλοτε ως καθαρτική, άλλοτε ως φωτιστική και άλλοτε ως θεοποιός.
Για να δείξω τι είναι ή ορθόδοξη θεολογία, ποιος είναι ό Ορθόδοξος θεολόγος και τελικά τι είναι ή εκκοσμίκευση της θεολογίας, θα θίξω στην συνέχεια τα βασικά σημεία ενός σημαντικού και πολύ καθοριστικού βιβλίου τόσο για την ορθόδοξη θεολογία, όσο και για το γενικότερο ήθος και την ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για το βιβλίο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης πού επιγράφεται «Εις τον βίον Μωϋσέως». Σε μια εποχή στην οποία επικρατεί μεγάλη θεολογική σύγχυση, βιβλία σαν και αυτό είναι καθοριστικά και πολύτιμα, γιατί νοηματοδοτούν την ύπαρξη μας και προσανατολίζουν την εκκλησιαστική μας πορεία.
ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΣ
Σε κάποιο σημείο του κειμένου του ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αναφερόμενος στην Θεοφάνια πού είχε ό Μωυσής στην βάτο, κάνει λόγο για την αλήθεια και το ψεύδος. Αυτό είναι σημαντικό και θίγεται εδώ, γιατί θα μας βοηθήσει να δούμε στην συνέχεια τι είναι ή ορθόδοξη θεολογία και πώς ξεχωρίζεται από την πλάνη.
Ή αλήθεια δεν είναι κάτι αφηρημένο και ανυπόστατο, δεν έχει σχέση με το μη ον και μάλιστα με την φανταστική ιδέα περί του μη όντως, αλλά είναι ή γνώση και επίγνωση του υπαρκτού. «Ή γαρ του όντως επίγνωσης της περί το μη ον υπολήψεως καθάρσιων γίνεται». Όταν βλέπει κανείς κάτι υπαρκτό, αμέσως αντιλαμβάνεται εκ πείρας το ψεύδος του φανταστικού, πού στην πραγματικότητα είναι το μη ον, πού και αυτό το λεγόμενο μη ον δεν είναι υπαρκτό, αλλά αντικείμενο της φαντασίας.
Ορίζοντας ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης την αλήθεια λέγει ότι ή αλήθεια είναι «το μη διαψευσθήναι της του όντως κατανοήσεως», καθώς επίσης «αλήθεια δε ή του όντως,
όντως ασφαλής κατανόησης». Αντίθετα, το ψεύδος είναι μια φαντασία του μη όντως πού δημιουργείται στο νου του ανθρώπου. «Ψεύδος γαρ εστί φαντασία τις περί το μη όν εγγινομένη τη διάνοια ως υφεστώτος του μη υπάρχοντος».
Αυτός ό ορισμός της αλήθειας και του ψεύδους είναι σημαντικότατος, γιατί δείχνει ακριβώς και τι είναι ή ορθόδοξη θεολογία, πού συνδέεται με την αλήθεια. Αλήθεια είναι το ον, το υπάρχον, ό Θεός, πού φανερώνεται στους κεκαθαρμένους κατά την καρδία, ενώ το ψεύδος είναι το μη ον, είναι το ανυπόστατο, το φαντασιώδες. Όταν κανείς πλάσει το ον, τον Θεό με την φαντασία του, δηλαδή όταν κανείς στοχάζεται για τον Θεό, χρησιμοποιώντας λογικές προτάσεις, αναμεμειγμένες με το φαντασιώδες της πεπτωκυίας φύσεως του, τότε ζει μέσα σε ένα υπαρξιακό ψεύδος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και οί Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ότι οι αιρετικοί πού θεολογούν με την φαντασία και τον στοχασμό βρίσκονται μέσα στο υπαρξιακό ψεύδος.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του κατόπτρου - καθρέπτη, λέγει ότι, όταν κανείς αποφύγει την κακία και απαλλάσσεται από τα δολώματα του κακού και βάζει στην ψυχή του ένα κάτοπτρο, τότε στο καθαρό κάτοπτρο της ψυχής του αποκαλύπτονται από τον Θεό οί εικόνες και τα αποτυπώματα της αρετής. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι ή θεολογία είναι αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Ότι έχει σχέση με το φανταστικό και την Λογική και είναι αποκεκομμένο από την ορθόδοξη ασκητική μέθοδο, δια της οποίας καθαρίζει το κάτοπτρο της καρδίας, είναι ψευδές και ανυπόστατο, οπότε ό στοχαζόμενος βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της ειδωλολατρίας, δεν θεολογεί για τον Όντα (τον Θεό), αλλά για κάποιο ανύπαρκτο ον πού είναι προϊόν της φαντασίας και του στοχασμού.
ΚΟΣΜΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Είναι γνωστό από την Παλαιά Διαθήκη ότι ό Μωυσής μεγάλωσε μέσα στα ανάκτορα του Φαραώ, υιοθετήθηκε από την κόρη του Φαραώ και έλαβε κοσμική μόρφωση, την οποία όμως εγκατέλειψε για να οδηγήσει τον ισραηλιτικό λαό στην γη της επαγγελίας. Αυτήν την ιστορία του Μωϋσή προσαρμόζει στην εν Χριστώ ζωή ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης και κυρίως την μεταφέρει στον τρόπο της ορθοδόξου θεολογίας.
Κατά την Αγία Γραφή, ό Μωυσής, ενώ ήταν υιοθετημένος από την θυγατέρα του Φαραώ, εν τούτοις αρνήθηκε να θηλάζει από αλλόφυλη γυναίκα και, κατά την πρόνοια του Θεού, ανατράφηκε με το γάλα της φυσικής του μητέρας. Συγχρόνως, ενώ ανατράφηκε με την έξωθεν παιδεία πού όλοι θα ζήλευαν, εν τούτοις εγκατέλειψε εκείνη την ψεύτικη μητέρα του και επέστρεψε στην φυσική του μητέρα και στους ομοφύλους του.
Στο πρόσωπο της θυγατρός του Φαραώ, ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης βλέπει την έξωθεν φιλοσοφία, ή οποία προσπαθεί να υιοθετήσει τον νέο και να γίνει μητέρα του. Όμως, αυτή ή μητέρα εξ υιοθεσίας είναι «άγονος τε και στείρα». Ή έξωθεν παίδευση είναι άγονη «αεί ωδινούσα και μηδέποτε ζωογονούσα τω τόκω». Δεν υπάρχει κανένας καρπός των πολυχρονίων οδυνών και, βεβαίως, εκείνοι πού μορφώνονται με την παιδεία αυτή, αποβάλλονται πριν φθάσουν στο φως της θεογνωσίας. Και μάλιστα, όπως γράφει, εκείνος πού θα ανεβεί στο ύψος της θεογνωσίας και θα δει τον Θεό, όπως έγινε με τον Μωϋσή, θα αρνηθεί να ονομάζεται παιδί της κατά την φύση αγόνου παιδείας.
Ό Μωυσής, όσο ζούσε στα ανάκτορα, τρεφόταν από το γάλα της φυσικής του μητέρας. Αυτό σημαίνει ότι όσοι κατά τον καιρό της παιδεύσεώς μας, λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, διδασκόμαστε στους έξωθεν λόγους, δηλαδή την φιλοσοφία και την εν γένει παιδεία, δεν πρέπει να αποχωριζόμαστε «του υποτρέφοντος ημάς της Εκκλησίας γάλακτος». Αλλά και κατά τον καιρό πού ασχολούμαστε με την έξωθεν παιδεία θα πρέπει να ελέγχουμε τους διδασκάλους, για να μην κάνουμε πονηρά χρήση της παιδεύσεως. Ό, τι πληροφορείται κανείς από την έξωθεν παιδεία, σοφία και φιλοσοφία, θα πρέπει να το περιτέμνει. Ή ηθική και ή φυσική φιλοσοφία θα μπορούσε να γίνει σύζυγος, φίλος και μέτοχος του υψηλότερου βίου, αν βεβαίως τα γεννήματα της δεν είχαν κάποιο μίασμα του αλλοφύλου. Εάν δε αφαιρεθεί κάθε επιβλαβές και ακάθαρτο τότε ό άγγελος πού τους συναντά, φέρνει τον φόβο του θανάτου. Και σημειώνει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι στα μαθήματα της φιλόσοφης γεννήσεως υπάρχει κάτι «σαρκώδες τε και ακρόβυστον, ου περιαιρεθέντος της ισραηλιτικής ευγενείας εστί το λειπόμενον».
Με αυτές τις σωστές προϋποθέσεις μπορεί κανείς να μορφωθεί και έτσι μπορεί ή έξωθεν παίδευση να βοηθήσει στην διατύπωση της αληθείας πού προέρχεται εξ αποκαλύψεως. Δηλαδή, ή κοσμική αυτή σοφία δεν βοηθά τον άνθρωπο να βρει τον Θεό, αλλά ή όραση του Θεού, πού είναι ή πραγματική θεολογία, μπορεί να διατυπωθεί με την χρησιμοποίηση της κοσμικής σοφίας. Γράφει ότι την ηθική, την φυσική, την γεωμετρία, την αστρονομία και την λογική πραγματεία πού σπουδάζει κανείς έξω από την Εκκλησία θα πρέπει να τα αφιερώσει στον Θεό και να τα χρησιμοποιήσει, όπως έκανε και ό Μέγας Βασίλειος, για να κατασκευάσει την αληθινή σκηνή της Εκκλησίας.
Από όσα λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης φαίνεται ότι ή ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σαφώς από την κοσμική παίδευση, αφού ή πρώτη είναι αποκάλυψη, όπως θα το δούμε και πιο κάτω, ενώ ή φιλοσοφία και ή έξωθεν παιδεία είναι άγονη και στείρα. Επίσης φαίνεται ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ της φιλοσοφίας και της άλλης παιδεύσεως, όπως των μαθηματικών, της φυσικής, της αστρονομίας. Ό άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει την κοσμική παιδεία ως ένα βαθμό, αφού την καθαρίσει από διάφορα περιττώματα και κυρίως μπορεί να την χρησιμοποιήσει στην διατύπωση των αποκαλυφθεισών αληθειών. Και αυτά είναι σημαντικά, γιατί λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, πού είχε μια λιπαρά γνώση της κοσμικής σοφίας (ήταν πολύ μορφωμένος) και της φιλοσοφίας της εποχής του. Επομένως, ή επί ίσοις όροις ανάμειξη της φιλοσοφίας και της θεολογίας δημιουργεί τεράστια προβλήματα, αλλά συνιστά και έκπτωση από την Ορθοδοξία και την αλήθεια.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Τα όσα αναλύει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης υποδεικνύουν την φυσική κατάσταση, όπως διαγράφεται από την διδασκαλία και την ζωή της Εκκλησίας. Όμως, τα πράγματα δεν ακολουθούν πάντοτε την ίδια πορεία.
Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι ό κανόνας με τον όποιο διοικείται ή Εκκλησία, είναι να ανεβαίνει ό Μωυσής κάθε εποχής στο όρος της θεοπτίας και στην συνέχεια αυτός να μεταδίδει το δόγμα στον λαό, το όποιο ό ίδιος πληροφορήθηκε από την ουράνια διδασκαλία, την προσωπική του θέωση, την μέθεξη της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Δηλαδή, ό κανόνας είναι να μην εισωθούνται όλοι στην κατανόηση των μυστηρίων του Θεού, αλλά να κάνουν υπακοή στον θεούμενο, σε αυτόν πού μυήθηκε στα θεία. Γράφει: «επιλέξαντας εξ εαυτών τον χωρήσαι τα θεία δυνάμενον, εκείνω την άκοήν ευγνωμόνως υπέχειν, πιστόν ηγούμενους άπαν, ότιπερ αν παρά του τα θεία μυηθέντος ακούσωσιν». Και αυτό λέγεται από την άποψη ότι ή θεολογία δεν είναι εύκολο πράγμα και δεν είναι για όλους.
Επισημαίνει όμως ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι αυτός ό βασικός κανόνας της Εκκλησίας δεν ετηρείτο στην εποχή του σε πολλές εκκλησίες. «Τούτο δε ουκ εστί νυν εν ταίς πολλαίς των εκκλησιών φυλασσόμενων». Και εξηγεί στην συνέχεια ότι μερικοί πού έχουν ανάγκη να καθαρθούν, αφού ακόμη είναι άπλυτοι και ζουν με κατασπιλωμένη περιβολή ζωής, προβάλλοντας την άλογη αίσθηση, πού είναι οί δερμάτινοι χιτώνες, επιχειρούν με θράσος την άνοδο στο όρος της θεολογίας. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται οι αιρετικοί, οί οποίοι θεο¬λογούν με την ακάθαρτη λογική τους και κατά αυτόν τον τρόπον λιθοβολούνται από τους ίδιους τους, τους λογισμούς, γιατί «αι αιρετικαί υπολήψεις λίθοι τίνες ατεχνώς εισιν αυτόν τον ευρετήν των πονηρών δογμάτων καταφονεύοντες».
Από όλη την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης φαίνεται καθαρά ότι, όταν σε μια Εκκλησία υπάρχουν θεόπτες θεολόγοι, τότε δεν ευδοκιμούν οί αιρέσεις και δεν έχουν πέραση οι αιρετικοί, γιατί τότε οι Χριστιανοί καθοδηγούνται απλανώς να διακρίνουν την πλάνη από την αλήθεια, το κτιστό από το άκτιστο. Το πρόβλημα τίθεται όταν οί ηγέτες των Εκκλησιών δεν έχουν αυτήν την υπαρξιακή θεολογία, αλλά στοχάζονται γύρω από τα θεία, οπότε οί αιρετικές ιδέες λυμαίνονται την εκκλησιαστική ζωή, αφού αυτοί οί ποιμένες δεν μπορούν να διακρίνουν τις άκτιστες ενέργειες από τις κτιστές ενέργειες, δηλαδή τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες του διαβόλου. Γνωρίζουμε δε ότι ή σύγχυση μεταξύ των ενεργειών αυτών είναι ή αιτία της πλάνης και των αιρέσεων, είναι δείγμα απουσίας αυθεντικού θεολογικού λόγου, καθώς επίσης δείχνει την απουσία θεολόγου θεόπτου πνευματικού πατρός.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στο τέλος του κειμένου αυτού ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης επανέρχεται στο αρχικό ερώτημα για το τι είναι τελειότης. Γράφει ότι «της υψηλής πολιτείας του βίου τέλος το κληθήναι οικέτην Θεού». Ό Μωυσής αποτελεί πρότυπο βίου, γιατί πραγματικά ό Μωυσής ανέβηκε «προς τον ακρότατον της τελειότητας ορον». Κατά συνέπεια ή τελειότητα της ενάρετης πολιτείας είναι να γνωσθεί ό άνθρωπος από τον Θεό και να γίνει φίλος του. Τελειότητα είναι να μην αποφεύγουμε την αμαρτία από τον φόβο της τιμωρίας, ούτε να πράττουμε το αγαθό από την προσδοκώμενη αμοιβή, αλλά να θεωρούμε ως φοβερό το να εκπέσουμε από την φιλία του Θεού και να κρίνουμε ως αγαθό και ποθητό το να γίνουμε φίλοι του Θεού.
Ένας τέτοιος φίλος του Θεού αποδείχθηκε ό Μωυσής και ως φίλος του Θεού απέκτησε την γνώση του Θεού και βεβαίως αποδείχθηκε αληθινός θεολόγος και απλανής διδάσκαλος του ισραηλιτικού λαού.
Ή ανάλυση πού κάνει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης στον βίο του Μωϋσέως δείχνει καθαρά τι είναι ή ορθόδοξη θεολογία, ποιος είναι ο πραγματικός θεολόγος, και ποιο είναι το έργο του. Κατ' επέκταση, δείχνει σε τι συνίσταται ή εκκοσμίκευση στην θεολογία.
Εκκοσμικευμένος θεολόγος είναι εκείνος πού δεν είναι θεόπτης ή τουλάχιστον δεν ακολουθεί τους θεουμένους αγίους, αλλά αναμειγνύει τους στοχασμούς του και τις φαντασίες του με τα δόγματα της Έκκλησίας. Εκκοσμικευμένος θεολόγος είναι εκείνος του οποίου ή θεολογία δεν είναι απόρροια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως, αλλά είναι προϊόν του στοχασμού και της φαντασίας, πράγμα πού είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σχολαστικής θεολογίας. Πέρα από την θεωρία του όντως, του οποίου μετέχει κανείς ακολουθώντας την ορθόδοξη μεθοδολογία της καθάρσεως, όπως περιγράφεται στον βίο του Μωϋσέως και όπως αναλύεται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, υπάρχει ή πλάνη, γιατί το μη ον είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτο, είναι αποκύημα της φαντασίας και του στοχασμού.
Και Εκκοσμικευμένος Χριστιανός είναι εκείνος πού δεν ακολουθεί θεόπτες θεολόγους ή ποιμένες πού δέχονται τους θεόπτες πατέρες, και δεν προσανατολίζεται προς την θεοπτία, αλλά ακολουθεί άρρωστους πνευματικά ποιμένες, οί οποίοι διακατέχονται ή από μια σχολαστική θεολογία ή από μια προτεσταντική ηθικολογία ή από μια θεολογία των παθών τους. Τέτοιοι ποιμένες καθοδηγούν τα πνευματικά τους παιδιά με τις απόψεις της φιλοσοφίας, της ανθρωποκεντρικής ηθικολογίας, της ψυχολογίας και όχι με τους καρπούς της εμπειρίας και την διδασκαλία των θεοπτών αγίων.
Τελικά, πιστεύω απόλυτα, ότι ή εκκοσμίκευση είναι ή παραθεώρηση της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως, πού είναι ή απαραίτητη προϋπόθεση για την βίωση της αληθινής θεολογίας, ή οποία είναι ή υπαρξιακή - εμπειρική γνώση του Θεού, δηλαδή ή θεοπτία. Κάθε θεολογία πού συνδέεται με τον στοχασμό και την φαντασία και απομακρύνεται από την εμπειρία των αγίων είναι εκκοσμικευμένη θεολογία, είναι θεολογία περί του μη όντως, είναι θεολογία της φαντασίας και των φαντασμάτων, της αισθήσεως και των αισθητών, είναι άρρωστη θεολογία. Κάθε θεολογία πού δεν ασχολείται με τον τρόπο τον όποιον πρέπει κανείς να μετέλθει για να καθαρισθεί από τα πάθη και να φθάσει στην προσωπική κοινωνία και γνώση του Θεού, είναι εκκοσμικευμένη θεολογία. Κάθε θεολογία πού βρίσκεται έξω από όσα περιγράφει στον βίο του Μωϋσέως ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν είναι εκκλησιαστική. Κάθε θεολογία πού μπορεί να αποκληθεί ωραιολογία, γιατί εγκλείεται σε ωραίες λέξεις και έξυπνους στοχασμούς και κινείται έξω από τα πλαίσια της ησυχαστικής παραδόσεως είναι, πράγματι, εκκοσμικευμένη θεολογία.
Και μια τέτοια εκκοσμικευμένη θεολογία πού αρκείται σε στοχαστικές, αισθητικές, ακόμη και επιστημονικές αναλύσεις δεν οδηγεί τους ανθρώπους στην υπαρξιακή ελευθερία και την προσωπική γνώση του Θεού και για αυτό, παρά την εκτίμηση πού ενδεχομένως μπορεί να έχουν οί κοσμικοί άνθρωποι για μια τέτοια κοσμική θεολογία, αυτή είναι μια πληγή για την εκκλησιαστική ζωή.
Αναδημοσίευση από: http://exagorefsis.blogspot.com/2009/06/blog-post_2592.html
Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» αριθμός 74 Φθινόπωρο 2004