1. Ερώτηση: Σεβασμιώτατε, η τρέχουσα περίοδος χαρακτηρίζεται ως μία από τις χειρότερες των τελευταίων ετών τόσο από πλευράς διαβίωσης όσο και ηθικών αξιών. Οικονομική κρίση, φτώχεια, περικοπές.. με αποτέλεσμα χιλιάδες οικογένειες να βρίσκωνται σε απόγνωση. Πολλοί λένε ότι το Ελληνικό κράτος καταρρέει.. Τί θα μάς σώση άραγε;
Απάντηση: Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι η χειρότερη περίοδος των τελευταίων ετών, γιατί εμείς οι μεγαλύτεροι περάσαμε και άλλες δύσκολες περιόδους. Όταν ήμουν στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο η οικογένειά μου βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Σπούδασα στην Θεολογική Σχολή εργαζόμενος, γιατί δεν είχα καμμία οικονομική βοήθεια από το σπίτι μου. Οι γονείς μου ήταν πολύ καλοί Χριστιανοί, μάς αγαπούσαν, αλλά δεν είχαν τις οικονομικές δυνατοτητες να με σπουδάσουν. Όμως περάσαμε όλες αυτές τις δυσκολίες και δοξάζω τον Θεό. Επίσης, παλαιότεροι και νεώτεροι περάσαμε από πολέμους, κακουχίες, πείνα, εμφυλίους σπαραγμούς, δικτατορίες κλπ.
Πάντως, ο λαός μας έχει πολλές πνευματικές αντιστάσεις, έχει πίστη στον Θεό, υπομονή, ξέρει να προσεύχεται, να εμπιστεύεται την Εκκλησία, να εκκλησιάζεται και να ελπίζη στην αγάπη τού Θεού. Τελικά, αυτό πού συνέβη τα τελευταία χρόνια είναι μιά αποστασία από τον Θεό, την Εκκλησία, τις παραδόσεις, μιά εκκοσμικευμενη ζωή πού συνδέεται με την ευδαιμονία, την αισθησιοκρατία. Μάθαμε να ζούμε με ευμάρεια, γι’ αυτό μάς κακοφαίνεται τώρα πού χάσαμε μερικές υλικές απολαύσεις. Αλλά τελικά φαίνεται ότι όλη αυτή η οικονομική ευμάρεια ήταν πλασματική, ήταν μιά «φούσκα» πού έσπασε, ήταν μιά πλούσια ζωή με δανεικά. Αυτό ήταν λάθος.
Βεβαίως, σήμερα πολλοί υποφέρουν γιατί ζούν στα όρια της φτώχειας. Το περιγράψατε ωραία στην τοποθέτησή σας. Η μείωση των μισθών είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, αφού οι οικογενειάρχες δεν μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους στο να ζήσουν και να σπουδάσουν. Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ανεργία των νέων ανθρώπων. Είναι τρομερό να είσαι νέος, να έχης όρεξη για εργασία, να έχης πτυχία, να είσαι ταλαντούχος, και να μή μπορής να εργασθής!
Αυτήν την δύσκολη περίοδο θα μάς βοηθήση η πίστη στον Θεό, η υπομονή, η ψυχραιμία και βεβαίως μπορεί να μάς βοηθήση η Εκκλησία, με την όλη ζωή πού διαθέτει.
2. Ερώτηση: Ακούγεται κατά καιρούς ότι η Εκκλησία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων προκειμένου να δώση ένα χέρι βοηθείας στους αναξιοπαθούντες πού σήμερα αυξάνονται ραγδαία λόγω κρίσης. Δεδομένου ότι ο φτωχός δεν έχει ανάγκη μόνο το φαγητό. Τί λέτε;
Απάντηση: Αυτό δεν είναι σωστό, έστω και άν λέγεται από μερικούς. Η Εκκλησία με την όλη οργανωτική διάρθρωσή της λειτουργεί ως θεραπευτική Κοινότητα πού ενδιαφέρεται για την πνευματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων, αλλά και για τις οικονομικές ανάγκες τους. Είναι ο μεγαλύτερος φιλανθρωπικός-προνοιακός φορέας της Χώρας μας. Από διάφορα βιβλία πού εκδόθηκαν, αλλά και στοιχεία πού έχει η Ιερά Σύνοδος στην διάθεσή της, φαίνεται ότι η Εκκλησία διαθέτει περίπου επτακόσια πενήντα (750) Ιδρύματα πού προσφέρουν βοήθεια στον λαό και πέρυσι ξοδεύθηκε το φανερό και καταγεγραμμένο ποσό των εκατό εκατομμυρίων ευρώ για έργα πρόνοιας και φιλανθρωπίας. Και αυτό πρέπει να αυξηθή στις ημέρες μας για να βοηθήσουμε ακόμη περισσότερο τούς ανθρώπους.
Αυτό βέβαια το φιλανθρωπικό έργο πρέπει να το δούμε μέσα από δύο προϋποθέσεις.
Η μία ότι η Εκκλησία δεν είναι «Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας», δεν είναι αυτός ο πρώτος και αποκλειστικός σκοπός της. Το Κράτος, κατά λόγο δικαιοσύνης, είναι αρμόδιο να ενδιαφέρεται για τις οικονομικές ανάγκες των ανθρώπων και κακώς πού δεν το κάνει όπως πρέπει. Οι άνθρωποι δεν θέλουν ελεημοσύνη, αλλά δικαιοσύνη, θέλουν δουλειά για να βγάζουν τον επιούσιο άρτο με τον ιδρώτα τους. Δεν είναι δυνατόν το Κράτος να απεκδύεται τις ευθύνες του και να τα φορτώνη σε άλλους Οργανισμούς και στην Εκκλησία.
Η άλλη προϋπόθεση είναι ότι ο βαθύτερος σκοπός της Εκκλησίας είναι η πνευματική βοήθεια στον λαό. Το είπατε πολύ καλά στην τοποθέτησή σας. «Ο φτωχός δεν έχει ανάγκη μόνο από φαγητό». Ο Χριστός είπε: «ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ επί παντί ρήματι εκπορευομενω διά στοματος Θεού» (Ματθ. δ', 4). Έτσι, η Εκκλησία πρέπει να προσφέρη πνευματική τροφή στους ανθρώπους πού πεινούν και διψούν για την δικαιοσύνη τού Θεού, την εσωτερική ειρήνη, την πνευματική ελευθερία, την απόκτηση νοήματος για την ζωή και την αντιμετώπιση τού θανάτου. Είναι αυτά τα λεγόμενα υπαρξιακά ερωτήματα πού απασχολούν τούς νέους, τούς μεσήλικας και τούς ηλικιωμένους, δηλαδή τί είναι η ζωή, τί είναι ο θάνατος, γιατί και πώς θα ζούν, πώς θα πεθάνουν. Σήμερα αναπτύσσεται η υπαρξιακή φιλοσοφία και η υπαρξιακή ψυχολογία, για να αντιμετωπισθούν αυτά τα ερωτήματα. Έτσι, η Εκκλησία με την θεολογία της, την λατρεία της και την ποιμαντική της διακονία μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά στο θέμα αυτό, πλούσιους και πτωχούς, εργαζόμενους και ανέργους, έχοντες και μή έχοντες. Η κατάθλιψη και η απελπισία κτυπάει παντού και όλες τις κατηγορίες τών ανθρώπων. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να νικήση τον θάνατο, τον διάβολο, την αμαρτία και αυτό το μήνυμα διακηρύσσει η Εκκλησία και αυτήν την ζωή προσφέρει στους ανθρώπους. Επειδή, όμως, ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα γι’ αυτο η Εκκλησία ενδιαφέρεται και για τα δύο, κατά κύριο λόγο για τα πνευματικά ζητήματα.
Εμείς, πάντως, πρέπει να μάθουμε να ζητάμε από το Κράτος αυτό πού μπορεί να μάς δώση και από την Εκκλησία αυτό πού μπορεί να μάς προσφέρη, και όχι να συγχέουμε τις αρμοδιότητες, δηλαδή να ζητάμε από το Κράτος αυτό πού δίνει η Εκκλησία και από την Εκκλησία αυτό πού πρέπει να λάβουμε από το Κράτος.
3. Ερώτηση: Η «κρίση» τών ηθικών αξιών πιστεύετε ότι συνέβαλε καθοριστικά στα πάσης φύσεως προβλήματα πού καλείται να αντιμετωπίση ο Έλληνας;
Απάντηση: Φυσικά οι λεγόμενες «ηθικές αξίες» προκάλεσαν την κρίση, γιατί μιά ζωή χωρίς «ηθικές αξίες» και αρχές, καταλήγει στην αρχή «ο θανατος σου η ζωή μου», «δίχως Θεό όλα επιτρέπονται». Τότε δημιουργείται ένας αμοραλισμός, ένας οπορτουνισμός, μιά απαξίωση των άλλων και τελικά μιά αλλοτρίωση δική μας. Όταν ο άνθρωπος γίνεται αιχμάλωτος μιάς ιδέας, και μάλιστα φανταστικής ή απάνθρωπης, τότε θέτει μέσα στην ζωή του το σπέρμα της καταστροφής. Αυτό έδειξε ο Ντοστογιέφσκι σε όλα τα έργα του. Ο υπεράνθρωπος τού Νίτσε, πού μεταξύ των άλλων διακατεχόταν από την αρχή ότι «ο Θεός απέθανε» και τις αρχές τού ανελέητου πόθου της εξουσίας, της ζωής χωρίς ηθική, της αναλγησίας στον πόνο των άλλων, οδήγησε στον τρομερό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και το τρελλό λουτρό αίματος πού χύθηκε σε όλη την ανθρωπότητα. Κάτω από κάθε τραγωδία κρύβεται μιά απάνθρωπη ιδεολογία, μιά κτηνώδης «ηθική».
Όμως πιστεύω ότι για μάς τούς Χριστιανούς τα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι θέμα ηθικών αξιών, αλλά αρνήσεως να τηρήσουμε τις εντολές τού Χριστού, πού αναφέρονται στην ολιγάρκεια, την κατά Θεόν πτωχεία, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, την αποδέσμευση από τον μαμωνα. Τελικά, το πρόβλημα πού προέκυψε, και θα προκύπτη πάντα, είναι η έλλειψη ασκητικής. Στην Εκκλησία δεν μιλάμε απλώς για ηθική, βάσει μιάς φιλοσοφικής δεοντολογίας, αλλά για ασκητική. Άν όλοι μάθουμε να αρκούμαστε στα αναγκαία για την ζωή μας, άν μάθουμε να εξαρτούμε την ζωή μας όχι από το έχειν, αλλά από το είναι, άν δώσουμε βαρύτητα στον εσωτερικό εαυτό μας και λύσουμε το υπαρξιακό κενό, πού υπάρχει μέσα μας, τότε θα λύσουμε και πολλά άλλα εξωτερικά προβλήματα πού μάς απασχολούν.
Έτσι, η απομάκρυνση από αυτές τις βασικές αρχές της Παράδοσής μας μάς οδήγησαν έως εδώ. Τουλάχιστον ας ανακάμψουμε, ας μετανοήσουμε, ας αλλάξουμε νού, δηλαδή ας στρέψουμε τον νού μας στον Θεό και ας επαναλάβουμε την προσευχή τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά: «φώτισόν μου το σκότος».
4. Ερώτηση: Οι άνθρωποι πού σάς επισκέπτονται τί είδος προβλήματα σάς θέτουν; Τί τούς «βασανίζει» περισσότερο και τί τούς νουθετείτε να κάνουν;
Απάντηση: Η Εκκλησία, όπως πάντα, είναι το μόνο καταφύγιο-«αποκούμπι» στις ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμες της ζωής μας. Έχουμε από τα μικρά μας χρόνια προσωπική σχέση με την Εκκλησία. Μοιάζουμε, όπως έλεγε ένας αγιορείτης, σαν τα μικρά παιδιά πού παίζουν όλη την ημέρα έξω από το σπίτι με τα χώματα, λερώνονται, αλλά όταν βραδυάζη και τα φωνάζει η μητέρα τους, μπαίνουν στο σπίτι για να αναπαυθούν, να πλυθούν, να φάγουν και να ξεκουρασθούν. Αυτή είναι η Εκκλησία μας, είναι η μητρική αγκαλιά ακόμη και για τα πιό ατίθασα παιδιά της, είναι η πατρική μας οικογένεια, το πατρικό μας σπίτι. Είναι η πνευματική μας μήτρα πού μάς ζωογονεί, αρκεί να μή σπάσουμε τον ομφάλιο λώρο πού μάς συνδέει μαζί της. Όταν όλοι μάς απογοητεύουν, μάς πληγώνουν, μάς στενοχωρούν, η Εκκλησία μάς ζεσταίνει και μάς παρηγορεί.
Και σε αυτές τις δύσκολες ώρες πολλοί άνθρωποι έρχονται στα Γραφεία, στους Ναούς. Ανοίγουν την καρδιά τους και λένε τον πόνο τους. Μερικές φορές κλαίνε και διαμαρτύρονται, όπως τα παιδιά πού είναι πληγωμένα και όταν συναντούν την μάνα τους πέφτουν στην αγκαλιά της και κλαίνε ή ακόμη και ξεσπούν εναντίον της, ωσάν αυτή να ευθύνεται για όσα περνούν. Και εμείς, όπως η υπομονητική μάνα, απευθύνουμε παρακλητικούς λόγους, αφού τότε ο πονεμένος άνθρωπος θέλει ένα χάδι, έναν τρυφερό λόγο, μιά παρήγορη φωνή, και στην συνέχεια τούς βοηθάμε όσο μπορούμε και στα κοινωνικά τους προβλήματα.
Βεβαίως, τούς συγχρόνους ανθρώπους βασανίζει η ανεργία και η έλλειψη των αναγκαίων για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Αλλά κυρίως τούς βασανίζει η αδιαφορία τών άλλων, των εχόντων και κατεχόντων, η μή χρηστή διαχείρηση των κοινών για τα οποία ευθύνονται, η αδράνεια να ελέγχουν τα οικονομικά της Χώρας. Ερωτούν: Γιατί αυτοί πού μάς διοικούσαν να μή φροντίζουν για την οικονομία της Χώρας, γιατί να μην είναι ειλικρινείς με τον λαό, γιατί να αφήσουν να αδειάσουν τα ταμεία τού Κράτους; Πώς είναι δυνατόν το Κράτος να εισπράττη φόρους από τον λαό 54 δισ. ευρώ, πού ουσιαστικά είναι ανταποδοτικοί, και από αυτά να δίνη τα 47 δισ. ευρώ για τούς τόκους πού οφείλει, οπότε να ζούμε μόνο με 7 δισ. ευρώ; Ποιός ευθύνεται γι’ αυτήν την συμφορά; Γιατί άδειασαν τα ασφαλιστικά ταμεία; Ποιός ευθύνεται γι’ αυτό;
Αυτά και άλλα πολλά λένε. Εμείς, πάντως, προσπαθούμε να ανορθώσουμε τούς ανθρώπους ψυχολογικά και πνευματικά, προσπαθούμε να χρηματοδοτήσουμε τον βίο τους, να τούς κάνουμε να συνειδητοποιήσουν ότι οι βασικές τους ανάγκες είναι κυρίως οι πνευματικές, αυτές στην πραγματικότητα αναζητούν, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουν. Φυσικά, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τούς απαλύνουμε τον πόνο από την οικονομική ανέχεια. Προσπαθούμε να διοργανώσουμε τις Ενορίες και τούς «Συνδέσμους Αγάπης» για να βοηθήσουν. Συμβουλεύω τούς οικογενειάρχες τουλάχιστον να μαγειρεύουν μερικές μερίδες φαγητού περισσότερο από ό,τι έκαναν προηγουμένως, για να τις δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη στην γειτονιά τους. Κάτι είναι και αυτό.
5. Ερώτηση: Το Τριώδιο είναι μιά ευκαιρία για τον Χριστιανό να κάνη ένα νέο ξεκίνημα στην ζωή του;
Απάντηση: Έχετε δίκαιο όταν αναφέρεσθε στην περίοδο τού Τριωδίου, μιά κατ’ εξοχήν πνευματική περίοδο, περίοδο μετανοίας, προσευχής και αναθεώρησης πολλών πραγμάτων.
Με την έναρξη τού Τριωδίου αρχίζει μιά περίοδος πού φθάνει μέχρι το Πάσχα και από εκεί μέχρι την εορτή των Αγίων Πάντων. Μάς δίνεται η δυνατότητα να δούμε όλη την παγκόσμια ιστορία, πού άρχισε με την δημιουργία τού ανθρώπου, την πτώση του, την ενανθρώπηση τού Χριστού, την Σταύρωση και Αναστασή Του, την Πεντηκοστή και τον αγιασμό-θέωση τού ανθρώπου. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η εκκλησιαστική ιστορία, η οποία μάς δείχνει πώς μπορούμε να εισελθουμε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας και να εορταζουμε και εμείς προσωπικά την εορτή των Αγίων Πάντων.
Αυτή η παγκόσμια και εκκλησιαστική ιστορία πρέπει να γίνη και προσωπική μας ιστορία πού εκτυλίσσεται στον χώρο της καρδιάς, με τις πτώσεις και τις αναστάσεις, με τις σταυρώσεις και τις απαρνήσεις, με τα πάθη και την θεραπεία τους, με την προδοσία και την αγάπη τού Νυμφίου, με την κάθοδο στον Άδη και την έγερση από το μνήμα της απελπισίας, με την απόγνωση και την χαρά της εμφανίσεως τού ανασταντος Χριστού, με την αναμονή και την έλευση τού Αγίου Πνεύματος και πολλά άλλα.
Αυτά είναι τα δικά μας πανηγύρια, δηλαδή είναι η προσπάθεια να βγάζουμε τις μάσκες της υποκρισίας και να αποκτήσουμε την κατά Θεόν απλότητα, το να μεθέξουμε τού μυστηρίου τού Σταυρού και της Αναστάσεως τού Χριστού.
6. Ερώτηση: Πώς σχολιάζετε τα όσα είπε πρόσφατα ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ περί μασωνίας και εβραίων;
Απάντηση: Ποτέ δεν σχολιάζω απόψεις άλλων Αρχιερέων, πολύ δέ περισσότερο τις απόψεις τού Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος γενικά διακρίνεται για το ομολογιακό πνεύμα, την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό του.
Πάντως, μού δίνετε την αφορμή να πω την άποψή μου για το γεγονός ότι πολλοί, μεταξύ αυτών και ο ομιλών, κάνουν την διάκριση μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας.
Η θρησκεία στηρίζεται στην μαγεία, την δεισιδαιμονία και τον μυστικισμό. Συνήθως οι άνθρωποι πού ανήκουν σε μιά θρησκεία πιστεύουν σε έναν ιδεατό, ανύπαρκτο, φανταστικό Θεό και ουσιαστικά αυτό είναι αθεΐα, γιατί η πίστη σε έναν Θεό πού δεν υπάρχει είναι αθεϊστική. Μιά τέτοια πίστη διαστρέφει τον διανοητικό και νοερό κόσμο της ψυχής, δημιουργεί μίση, εχθρότητες, αντιπαλότητες και εξάπτει τον φονταμενταλισμό, τον φανατισμό. Πρόκειται για μιά ψυχική, σωματική και κοινωνική διαστροφή.
Αντίθετα, η Εκκλησία είναι μιά Κοινότητα πού πιστεύει και λατρεύει έναν ζωντανό, υπαρκτό Θεό και οι άνθρωποι μέσα σε αυτήν αποκτούν αίσθηση της υπάρξεώς Του, με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό τού νού και την θέωση. Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού. Αυτή η εν Χριστώ κοινότητα είναι οικογένεια πού διατηρεί πραγματικές σχέσεις με τον Θεό και τον άνθρωπο, είναι πνευματικό θεραπευτήριο πού θεραπεύει τον πνευματικά ασθενή άνθρωπο.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκεται και βιώνεται η εμπειρία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων και η αγωνιστικότητα των μαρτύρων και των ασκητών. Μάλιστα, οι Αποστολικοί Πατέρες και οι Πατέρες τού 4ου αιώνος διατύπωσαν την Αποκάλυψη τού Χριστού με την εβραϊκή και ελληνική σκέψη, διέσωσαν το καλύτερο πού συνάντησαν σε αυτούς τούς πολιτισμούς. Έτσι, ο Χριστιανισμός παρουσιάσθηκε στην ιστορία ως το «τρίτο γένος», δηλαδή δεν έχει ούτε εβραϊκή ούτε ελληνική σκέψη, αλλά κάτι νέο. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι υπερεθνική και εναντίον κάθε εθνοφυλετισμού, ο οποίος έχει καταδικασθή από την Σύνοδο τού 1872 στην Κωνσταντινούπολη ως αίρεση.
Όσοι έχουν περάσει μεσα από την λαίλαπα των καταστροφικών θρησκειών και σεκτών και όσοι ζούν πραγματικά μέσα στην Εκκλησία ως κοινότητα, οικογένεια και θεραπευτήριο καταλαβαίνουν την διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας. Δεν μπορεί κανείς να το εξηγήση αυτό με λογικά επιχειρήματα. Ισχύει η αρχή: «Έρχου και ίδε», «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος», «σχολάσατε και γνώτε».
Πρέπει δέ να τονίσω ότι, όταν διάφορες πολιτικές, οικονομικές ή εθνικιστικές δυνάμεις εκμεταλλεύωνται τις θρησκείες, τότε αναφύονται χειρότερα προβλήματα, βασανίζονται πιό πολύ οι άνθρωποι και οι κοινωνίες. Είναι το ίδιο όταν οι λεγόμενες «Χριστιανοδημοκρατικές ή σοσιαλιστικές κομματικές παρατάξεις» εκμεταλλεύωνται τα όντως επαναστατικά λόγια τού Χριστού και κάνουν τον Χριστιανισμό ιδεολογία με πολιτικούς σκοπούς, οπότε αφυδατώνεται η αλήθεια τού Χριστού.
Έτσι, σεβόμαστε τις θρησκείες και τις λατρείες τους, έστω κι άν δεν συμφωνούμε με αυτές, αλλά αρνούμαστε τούς ποικιλόμορφους και επικίνδυνους «-ισμούς» πού εκμεταλλεύονται πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά τα θρησκευτικά συναισθήματα των ανθρώπων και επιβάλλουν ποικιλώνυμες και ποικιλότροπες δικτατορίες στο όνομα τού οποιουδήποτε Θεού.
7. Ερώτηση: Ο κόσμος μάς ρωτάει συχνά, μορφές όπως οι γέροντες Παΐσιος και Πορφύριος υπάρχουν σήμερα;
Απάντηση: Ευτυχώς πού γνωρίσαμε τούς φωτισμένους όντως Γέροντες, τούς πατέρες Παΐσιο και Πορφύριο και άλλες σύγχρονες πατερικές μορφές, πού μάς έδειξαν τί είναι η Εκκλησία και πώς αναδεικνύει ο Θεός, διά της Εκκλησίας, τούς φίλους Του. Πολλοί από μάς αισθάνθηκαν κοντά τους την αγάπη τού Θεού. Αυτοί οι Γέροντες παρηγόρησαν χιλιάδες ανθρώπους και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ανέπαυσαν τα πιό ατίθασα παιδιά τού Θεού. Πρέπει όμως να φανούμε αντάξιοι αυτής της δωρεάς.
Πάντως, εφ’ όσον υπάρχει ο Θεός και η Εκκλησία, υπάρχουν πάντα τέτοιες άγιες μορφές. Όπως είπα προηγουμένως, οι άγιοι είναι γεννήματα της Εκκλησίας, πέρασαν μέσα από τον Σταυρό και την Ανάσταση τού Χριστού, την Πεντηκοστή και δίνουν την μαρτυρία της νέας ζωής πού έφερε στον κόσμο ο Θεός.
Αλλοίμονον αν δεν υπάρχουν και σήμερα τέτοιες μορφές. Είναι σαν να θεωρούμε ότι έπαυσε να υπάρχη η Εκκλησία ή είναι στείρα και δεν γεννά. Η αλήθεια είναι ότι, όταν θα παύσουν να υπάρχουν άγιοι, τότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού.
Στο Άγιον Όρος υπάρχουν και σήμερα πολλοί ευλογημένοι μοναχοί πού δοξάζουν τον Θεό και δοξάζονται από Αυτον. Το Άγιον Όρος εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο φώς, πού, όταν το βλέπουν, όσοι δεν διαθέτουν κατάλληλη όραση, τυφλώνονται και νομίζουν ότι φταίνε οι μοναχοί πού μένουν εκεί. Αλλά και εκτός τού Αγίου Όρους, στα Μοναστήρια και τις κοινωνίες υπάρχουν ευλογημένα παιδιά τού Θεού και της Εκκλησίας, πού φωτίζουν όσους καταλαβαίνουν και έχουν ανάγκη.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν βλέπουμε εμείς τούς αγίους, δεν τούς αισθανόμαστε, δεν οσφραινόμαστε την παρουσία τους. Αυτό γίνεται γιατί δεν έχουμε αναζητήσεις υψηλές, δεν διαθέτουμε πνευματικές αισθήσεις για να τούς αναγνωρίσουμε και να τούς ψηλαφήσουμε. Εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση ο λόγος τού Χριστού: «Πάς γάρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τώ κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. ζ', 8). Όσοι αναζητούν πραγματικά τον Θεό και τούς Αγίους, θα τούς συναντηςουν οπωσδήποτε, μάλλον αυτοί οι ίδιοι οι σύγχρονοι επιζώντες άγιοι θα πάνε για να τούς βρούν και να τούς γεμίσουν με τα δώρα τού Θεού. Τέτοιος είναι ο δικός μας Θεός. Έρχεται μυστικά, τού αρέσει να ανατρέπη όλα τα λογικά προγράμματα, φανερώνει την αγάπη Του, δυνατά, ξαφνικά και εκπληκτικά σε όσους πονούν και Τον αναζητούν. Μεθάει νηφάλια αυτούς πού αναζητούν «τον καλόν οίνον», το δυνατό κρασί.
(Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό Περιοδικό –agioritikovima.gr– Φεβρουάριος 2011)
Πηγή: http://www.parembasis.gr/2011/11_02_15.htm