1. Ο όρος Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία
Επειδή ο όρος τόν οποίο χρησιμοποίησα στό πρώτο βιβλίο μου πού εκδόθηκε τό 1986 δημιούργησε διάφορες συζητήσεις –θετικές καί αρνητικές– χρειάσθηκε κατά καιρούς νά δώσω μερικές επεξηγήσεις. Στήν παρούσα εισήγηση θά ήθελα νά παρουσιάσω μερικές από αυτές.
Τό πρώτο ότι ο όρος ψυχοθεραπεία δημιουργήθηκε στήν Δύση από διάφορα ρεύματα ψυχολογικά, ψυχαναλυτικά, ψυχοθεραπευτικά καί δέν εννοούσαν τήν ψυχή, όπως θεωρείται στήν Ορθόδοξη Παράδοση. Η σύγχρονη ψυχολογία μέ τόν όρο ψυχή δηλώνει τό σύνολο τών συνειδητών καί ασυνειδήτων εκδηλώσεων πού αφορούν βιώματα καί συμπεριφορές. Όμως, στήν Ορθόδοξη Παράδοση ο όρος «ψυχή» δηλώνει τό πνευματικό στοιχείο τής υπάρξεως τού ανθρώπου, πού βρίσκεται σέ ενότητα μέ τό σώμα καί αποτελεί μιά υπόσταση. Χρησιμοποίησα τόν όρο ψυχοθεραπεία μέ τήν προσθήκη τής λέξεως ορθόδοξη καί όπως διευκρίνισα πολλές φορές η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία έχει μιά άλλη ανθρωπολογία διαφορετική από τήν ανθρωπολογία τής δυτικής ψυχοθεραπείας.
Τό δεύτερον είναι ότι τόν όρο ψυχοθεραπεία τόν συνδέω στενά μέ τόν όρο νηπτική-ησυχαστική παράδοση. Πρόκειται γιά μιά ζωή η οποία περιγράφεται στά έργα τών αγίων Πατέρων καί αναφέρεται στήν εσωτερική ζωή τού ανθρώπου, στήν νήψη καί τήν προσευχή. Φυσικά, η νηπτική καί ησυχαστική παράδοση ανευρίσκεται καί μέσα στά βιβλία τής Παλαιάς καί τής Καινής Διαθήκης. Έτσι, μέ τόν όρο ορθόδοξη ψυχοθεραπεία δέν εννοείται μιά ισορροπία ψυχολογική, συναισθηματική καί διανοητική, αλλά ο τρόπος μέ τόν οποίον ο άνθρωπος θά γνωρίση τόν Θεό, ουσιαστικά είναι η κάθαρση τού κατ' εικόνα, από τήν αμαύρωση πού υπέστη λόγω τού προπατορικού αμαρτήματος καί η ενεργοποίηση τού καθ' ομοίωση, πού συνιστά τήν κοινωνία τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, δηλαδή τήν θέωση.
Τό τρίτο σημείο είναι ότι καίτοι γίνεται λόγος γιά τήν ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, καί αυτό παραπέμπει στόν όρο ψυχή, εν τούτοις χρησιμοποιείται γιά τήν θεραπεία ολοκλήρου τού ανθρώπου, πού αποτελείται από ψυχή καί σώμα, χωρίς, βέβαια, νά παραθεωρήται η ιατρική επιστήμη. Μάλιστα, όπως βλέπουμε στήν πατερική παράδοση, η ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη μέ τό σώμα καί υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ τών δύο αυτών στοιχείων τής υπάρξεως τού ανθρώπου. Επομένως, η εσωτερική ειρήνη συνδέεται τόσο μέ τήν ψυχή όσο καί μέ τό σώμα. Καί είναι σημαντικό νά σημειωθή ότι καί η ησυχαστική κίνηση πού παρατηρήθηκε έντονα τόν 14ο αιώνα, όπως διατυπώνεται στήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης καί στά Συνοδικά κείμενα τών Συνόδων μεταξύ 1341-1368, πού μερικά σημεία από αυτά αναγινώσκονται τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας στό λεγόμενο Συνοδικό, δέν αναφέρεται μόνον στήν ψυχή, αλλά καί στό σώμα. Ο φιλόσοφος Βαρλαάμ, εκφράζοντας τόν δυτικό σχολαστικισμό, υποτιμούσε τό ανθρώπινο σώμα, ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέδειξε τήν μεγάλη σημασία τού ανθρωπίνου σώματος, λόγω καί τής ενανθρωπήσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού, καί ανέπτυξε θεολογικά τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας περί θεώσεως όλου τού ανθρώπου, ψυχής καί σώματος.
Βεβαίως, στήν θεραπεία ψυχής καί σώματος αναφέρεται τό όλο έργο τής Εκκλησίας, αφού μέ τά Μυστήρια, ήτοι τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, τήν θεία Κοινωνία, τήν Ιερωσύνη, τόν Γάμο, τό Ευχέλαιο, τήν Μετάνοια, ευλογείται ολόκληρος ο άνθρωπος πού αποτελείται από ψυχή καί σώμα.
Τό τέταρτο σημείο είναι ότι η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία δέν παραθεωρεί τίς ιατρικές μεθόδους θεραπείας τού ανθρώπου, ακόμη καί τήν σύγχρονη ψυχολογία, ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία. Η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία αποβλέπει στήν θέωση τού ανθρώπου, ενώ η ουμανιστική ψυχοθεραπεία ενδιαφέρεται γιά τήν ψυχοσωματική ισορροπία τού ανθρώπου καί τήν κοινωνικοποίησή του είτε στήν οικογένεια είτε στήν κοινωνία. Στήν πραγματικότητα πρέπει νά υπάρχη συνεργασία μεταξύ τού Πνευματικού Πατέρα πού ασκεί τήν ορθόδοξη ψυχοθεραπεία καί τού ψυχιάτρου πού ενδιαφέρεται νά θεραπεύση ασθένειες πού συνδέονται μέ τό νευρικό σύστημα τού ανθρώπου καί τήν ψυχολογική ανισορροπία.
Θεωρώ δέ ότι ο όρος «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» σέ έναν βαθμό αναφέρεται καί στήν ψυχολογία, τήν ψυχοθεραπεία καί τήν νευρολογία. Γνωρίζουμε ότι παλαιότερα υπήρχε μεγάλη διάσταση μεταξύ ψυχοθεραπείας καί νευρολογίας, ωστόσο όμως τόν τελευταίο καιρό γίνεται αντιληπτό ότι οι δύο αυτές επιστήμες πρέπει νά συνεργάζωνται, γιατί οι ασθένειες τού νευρικού συστήματος επηρεάζουν καί τόν ψυχολογικό κόσμο τού ανθρώπου, όπως καί οι ψυχικές ασθένειες επηρεάζουν τά νευροκύτταρα, τά γονίδια κλπ., δηλαδή τό ίδιο τό σώμα. Έτσι, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία συνδέει στενά τήν ψυχολογία καί τήν νευρολογία, αλλά τά υπερβαίνει, διότι όπως θά λεχθή στήν συνέχεια, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία κινείται πέρα από τά όρια τής επιστήμης, χωρίς νά τήν παραγνωρίζη, αλλά βοηθά συγχρόνως καί τήν αποκατάσταση τής ψυχοσωματικής συγκροτήσεως τού ανθρώπου καί τήν κοινωνικοποίησή του.
Από τίς πολλές σχολές ψυχοθεραπείας πού παρατηρούνται στόν δυτικό κόσμο, η «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» ομοιάζει περισσότερο μέ τήν υπαρξιακή ψυχολογία-ψυχοθεραπεία, όπως τήν διατύπωσε ο Victor Frankl, χωρίς νά ταυτίζεται απόλυτα.
Μέσα στά πλαίσια αυτά χρησιμοποίησα τόν όρο «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία», καί έτσι έγινε αντιληπτό από τούς ανθρώπους πού εξετάζουν τά πράγματα μέ σοβαρότητα καί υπευθυνότητα καί όχι μέ επιπολαιότητα. Βεβαίως, πρέπει νά λεχθή, γιά λόγους δικαιοσύνης, ότι στήν ανάλυση αυτού τού θέματος μέ επηρέασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο οποίος μιλούσε γιά τό ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη καί ότι, εάν εμφανιζόταν ο Χριστιανισμός τόν 20ο αιώνα, θά τόν καταλαβαίναμε περισσότερο ως θεραπευτική επιστήμη, καί ως πρός τήν μέθοδο θά φαινόταν ως ψυχοθεραπεία ή ως νευρολογία. Είναι δέ χαρακτηριστικό ένα άρθρο του μέ τίτλο Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια η δέ Ορθοδοξία η θεραπεία της.
Πάντως, τόν όρο «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» τόν αποδέχθηκε καί η επιστήμη, όπως φαίνεται στό ογκώδες βιβλίο μέ τίτλο Εγχειρίδιο ψυχοθεραπείας καί θρησκευτικής ποικιλομορφίας, τό οποίο εξέδωσε η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία. Στό βιβλίο αυτό περιγράφεται η θεραπεία τήν οποία προσφέρουν οι θρησκείες. Σέ ένα κεφάλαιο τού βιβλίου μέ τίτλο «Ψυχοθεραπεία μέ ανατολικούς ορθοδόξους Χριστιανούς», τό οποίο συνέγραψε ο Tonny Young, γίνεται ευρύτατος λόγος γιά τήν ψυχοθεραπεία τήν οποία προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία, γίνεται αναφορά στό βιβλίο μου μέ τίτλο Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία καί κάνει λόγο γιά τά ηρεμιστικά αποτελέσμα πού προέρχονται απο τήν εξομολόγηση καί τήν ευχή τού Ιησού πού λέγεται στήν καρδιά.
Επίσης, είναι σημαντικό καί ένα άρθρο τό οποίο συνέγραψε ο Παύλος Κυμίσης μέ τίτλο Από τή νευροβιολογία στό άκτιστο φώς, όπου γίνεται λόγος γιά τήν μεγάλη σημασία πού έχει η Ορθόδοξη Παράδοση στήν πνευματική υγεία τού ανθρώπου.
2. Βασικές αρχές τής Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας
Όταν έγραψα γιά «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία», δέν δημιούργησα ένα καινούριο σύστημα, αλλά συνόψισα τήν διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας γιά τήν θεραπεία τού ανθρώπου. Στήν συνέχεια θά εντοπίσω μερικές βασικές αρχές πού τίς συναντάμε στήν πατερική θεολογία καί αναφέρονται στήν θεραπεία τού ανθρώπου.
α) Νούς καί λόγος
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού καί άλλων Πατέρων τής Εκκλησίας η ψυχή τού ανθρώπου έχει λογική καί νοερά ενέργεια, ήτοι νού καί λόγο. Πρόκειται γιά δύο διαφορετικές ενέργειες πού δέν ταυτίζονται μεταξύ τους καί έχουν διαφορετική αποστολή. Η νοερά ενέργεια (νούς) είναι τό όργανο εκείνο μέ τό οποίο ο άνθρωπος επικοινωνεί μέ τόν Θεό καί η λογική ενέργεια (λογική) έχει γνώση καί επικοινωνεί μέ τά κτίσματα.
Ο νούς στούς Πρωτοπλάστους πρό τής πτώσεως, ενεργούσε κατά φύση, δεχόταν τήν Χάρη τού Θεού, η οποία διαβιβαζόταν διά τού νού στό σώμα καί τήν άλογη δημιουργία. Μέ αυτόν τόν τρόπο καί η λογική είχε ορθά νοήματα, διότι δεχόταν τόν φωτισμό τής Χάριτος από τόν νού. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θά πή ότι ο νούς βλέπει ορθά τά πράγματα, κυρίως τόν Θεό, ο λόγος δέ ο οποίος είναι γυμνασμένος, δηλαδή έχει καί παιδεία, διατυπώνει τίς εμπειρίες τίς οποίες αποκτά ο νούς.
Μετά τήν αμαρτία τών Πρωτοπλάστων ο νούς σκοτίσθηκε καί ταυτίσθηκε μέ τήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Έτσι, ο νούς δέν μπορεί νά έλθη σέ επικοινωνία μέ τόν Θεό καί νά αποκτήση γνώση τού Θεού καί κατ' αυτόν τόν τρόπο δημιουργούνται οι θρησκείες, καί ο ορθολογισμός, στόν οποίο κέντρο είναι ο ορθός λόγος.
Επομένως, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, πρωτίστως ασχολείται μέ τόν σκοτισμένο νού καί προσπαθεί νά τόν επαναφέρη στό κατά φύση καί νά τόν οδηγήση στό υπέρ φύση, ώστε νά έχη γνώση τού Θεού καί μέ αυτόν τόν τρόπο νά αγιάζεται καί ολόκληρος ο άνθρωπος. Δηλαδή, η ορθόδοξη ψυχοθεραπεία δέν έχει προτεραιότητα τό νευρολογικό σύστημα τού ανθρώπου, ούτε απλώς τό συναίσθημα, αλλά αποβλέπει στήν καλή λειτουργία τής νοεράς ενεργείας (νού) τής ψυχής. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική γίνονται αλλαγές στήν ύπαρξη τού ανθρώπου. Η σύγχρονη ψυχολογία καί ψυχοθεραπεία διαφέρει από τήν «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» γιατί δέν γνωρίζει τήν παρά φύση, κατά φύση καί υπέρ φύση λειτουργία τού νοός, δέν γνωρίζει κάν τί είναι ο νούς.
β) Λογικόν καί παθητικόν τής ψυχής
Ο φιλόσοφος Πλάτων, αναφερόμενος στήν ψυχή, διακρίνει δύο μέρη, τό λογικό καί τό παθητικό μέρος τής ψυχής. Τό λογικό ασχολείται μέ τήν λειτουργία τής σκέψεως, τής κρίσεως καί τής αντιμετωπίσεως τών διαφόρων θεμάτων τού ανθρώπου πού συνδέεται μέ τήν φιλοσοφία, τήν γνώση τού επιστητού καί τήν σχέση μέ τόν περιβάλλοντα κόσμο. Στό παθητικό μέρος τής ψυχής λειτουργούν τά πάθη, σωματικά καί ψυχικά. Ισχυρίζεται δέ ότι τό λογικό είναι τό ευγενέστερο στοιχείο τής υπάρξεως τού ανθρώπου. Καί επειδή η ψυχή είναι εκ φύσεως αθάνατη καί προϋπήρχε στόν κόσμο τών ιδεών τού Θεού, αυτό σημαίνει ότι τό λογικό, ως η σημαντικότερη ενέργεια τής ψυχής, ανήκε στόν αγέννητο κόσμο τών ιδεών. Αντίθετα, τό παθητικό μέρος τής ψυχής, κατά τόν Πλάτωνα, συνδέεται μέ τό σώμα. Γι' αυτό, γιά νά έλθη η ψυχή σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, πρέπει νά νεκρωθή τό παθητικό μέρος της.
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας αποδέχθηκαν τήν διαίρεση τής ψυχής μεταξύ λογικού καί παθητικού μέρους, χωρίς όμως νά δεχθούν τήν θεωρία τού Πλάτωνος γιά τήν διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής καί φύσει θνητού σώματος καί χωρίς νά αποδεχθούν τά περί νεκρώσεως τού παθητικού μέρους τής ψυχής, αλλά κάνουν λόγο γιά τήν μεταμόρφωσή του. Πάντως, στήν θεραπευτική τών Πατέρων φαίνεται ότι μέ τήν λογική συνδέονται τά πάθη τής υπερηφανείας, απιστίας κλπ. καί μέ τό παθητικό μέρος τής ψυχής, πού διακρίνεται στό επιθυμητικό καί θυμικό, συνδέονται τά αντίστοιχα πάθη, ήτοι τής φιλαργυρίας, τής φιληδονίας, τού θυμού κλπ.
γ) Η νοερά ενέργεια σέ σχέση μέ τά διαβλητά καί αδιάβλητα πάθη
Ο νούς στήν γλώσσα τών Πατέρων τής Εκκλησίας λέγεται καί νοερά ενέργεια καί παίζει μεγάλο ρόλο στήν ζωή τού ανθρώπου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι ο νούς ο οποίος απομακρύνεται από τόν Θεό γίνεται είτε δαιμονιώδης μέ τήν υπερηφάνεια είτε κτηνώδης μέ τά πάθη πού συνδέονται μέ τό παθητικό τής ψυχής. Ο νούς είναι εκείνος πού δημιουργεί ισορροπία σέ όλες τίς ενέργειες τής ψυχής καί τού σώματος.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει:
«Εις τήν φυσικήν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τά πάθη, δηλαδή τής πείνας, τής δίψης, τού ύπνου, τού ενστίκτου τής αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή τού φόβου τού θανάτου) ώστε νά είναι αδιάβλητα. Εις νοσούσαν κατάστασιν τά πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμώ μέ τήν αδέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουργούν μαγικάς θρησκείας διά τήν χαλιναγώγησιν τών στοιχείων τής φύσεως ή καί τής επιπλέον σωτηρίας τής ψυχής εις κατάστασιν ευδαιμονίας ή καί τής ευδαιμονίας μέ σώμα καί ψυχή».
Αναλύοντας κανείς αυτήν τήν σημαντική παρατήρηση επισημαίνει τήν διδασκαλία τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού γιά τήν διάκριση μεταξύ αδιαβλήτων καί διαβλητών παθών. Τά αδιάβλητα πάθη, τά οποία λέγονται καί φυσικά, είναι ό,τι έχει σχέση μέ τήν πείνα, τήν δίψα, τήν κούραση, κλπ., ενώ τά διαβλητά πάθη είναι τά λεγόμενα ψεκτά πού είναι τεκμήρια τού αρρώστου πνευματικά ανθρώπου. Φαίνεται ότι τά αδιάβλητα καί τά διαβλητά πάθη αναφέρονται καί στήν ψυχή καί στό σώμα, διότι η ψυχή εκφράζεται διά τού σώματος.
Τό σημαντικό είναι ότι τά αδιάβλητα πάθη μπορούν εύκολα νά γίνουν διαβλητά, δηλαδή η πείνα μπορεί νά γίνη γαστριμαργία, η δίψα νά γίνη φιλοποσία, η κούραση νά γίνη ακηδία, κλπ. Επίσης, τά διαβλητά πάθη μπορούν νά μετατραπούν σέ αδιάβλητα, δηλαδή η γαστριμαργία νά θεραπευθή, ώστε ο άνθρωπος νά τρώγη γιά νά συντηρή τό σώμα η φιλοποσία μπορεί νά αποβάλη τό εμπαθές στοιχείο, ώστε μόνο νά ικανοποιή τήν ανάγκη τής δίψας η ακηδία μπορεί νά μετατραπή σέ ενεργητικότητα καί κόπωση, ώστε νά εκφράζη τήν αγάπη στόν Θεό καί τούς ανθρώπους κ.ο.κ.
Αυτό τό έργο τό επιτελεί η νοερά ενέργεια, όταν λειτουργή σωστά καί ενισχύεται από τήν Χάρη τού Θεού. Δηλαδή η νοερά ενέργεια δέν αφήνει τά αδιάβλητα πάθη νά μετατραπούν σέ διαβλητά, όπως επίσης θεραπεύει τά διαβλητά πάθη γιά νά γίνουν αδιάβλητα. Καί όταν κάνουμε λόγο γιά τήν νοερά ενέργεια η οποία φωτίζεται από τήν Χάρη τού Θεού, ουσιαστικά εννοούμε τήν νοερά καρδιακή προσευχή.
Αυτό δείχνει τήν μεγάλη σημασία καί αξία τής ορθοδόξου ψυχοθεραπείας, δηλαδή τήν διδασκαλία καί τήν πράξη τής Εκκλησίας γιά τήν θεραπεία τού ανθρώπου, ώστε νά συμπεριφέρεται σωστά στόν Θεό καί τόν άνθρωπο. Αυτό δείχνει τήν σημειολογία τής ορθοδόξου ψυχοθεραπείας, ότι δέν αφορά μόνον τήν ψυχή τού ανθρώπου, αλλά καί τό σώμα του. Άλλωστε, γνωρίζουμε καί από τήν ιατρική επιστήμη ότι οι υπερβολές πού γίνονται μέ τήν ψυχή καί τό σώμα έχουν συνέπεια καί στήν νευρολογική καί σωματική κατάσταση τού ανθρώπου. Έτσι, όταν ο νούς είναι υγιής, δηλαδή όταν η νοερά ενέργεια λειτουργή κατά φύση καί υπέρ φύση, τότε αποφεύγονται καί πολλές σωματικές ασθένειες, αλλά καί θεραπεύονται μερικές σωματικές ασθένειες. Στό σημείο αυτό εξαιρούνται βέβαια οι κληρονομικές ασθένειες, αλλά όταν ο άνθρωπος έχη υγιή νού, τότε μπορεί νά υπερβαίνη τίς συνέπειες αυτών τών ασθενειών, μέ τήν υπομονή, τήν καρτερία, τήν πίστη στόν Θεό καί τήν προσευχή, αλλά καί τήν όλη μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας.
δ) Θρησκεία καί Εκκλησία
Πολλοί θρησκειολόγοι ομιλούν γιά πολυθεϊστικές καί μονοθεϊστικές θρησκείες καί συγκαταλέγουν τόν Χριστιανισμό μεταξύ τών μονοθεϊστικών θρησκειών. Αυτό γίνεται γιά νά υπάρχη ένας τρόπος νά παρουσιάζουν τά κοινά καί ιδιαίτερα στοιχεία μεταξύ τών θρησκειών. Όμως, κατά τήν Ορθόδοξη Παράδοση ο Χριστιανισμός δέν είναι μιά απλή θρησκεία, αλλά είναι Εκκλησία, Σώμα Χριστού. Η διαφορά μεταξύ θρησκείας καί Εκκλησίας είναι μεγάλη.
Συνήθως, η θρησκεία ταυτίζει τό κτιστό μέ τό άκτιστο, οπότε αποδίδει ό,τι είναι κτιστό καί πεπερασμένο στόν Θεό καί έτσι δημιουργούνται διάφορα είδη θρησκειών, οι οποίες συνδέονται μέ τήν μαγεία, τήν δεισιδαιμονία καί τόν μυστικισμό. Όμως, ο Χριστιανισμός λειτουργεί ως Εκκλησία, δηλαδή μιά συγκεκριμένη κοινότητα, η οποία είναι τό Σώμα τού Χριστού καί ο Χριστός η κεφαλή της. Η Εκκλησία δέν διακρίνεται από τά τρία αυτά γνωρίσματα, δηλαδή τήν μαγεία, τήν δεισιδαιμονία καί τόν μυστικισμό.
Τούς δύο τελευταίους αιώνες έγινε μεγάλη κριτική τής θρησκείας από φιλοσοφικής, κοινωνικής καί ψυχολογικής απόψεως. Υπάρχουν διάφορα ρεύματα, τά οποία κατηγορούν τόν τρόπο μέ τόν οποίο εκφράζονται καί λειτουργούν οι θρησκείες. Θά αναφέρω μερικά παραδείγματα.
Ο φιλόσοφος August Comte παρουσιάζει τήν θρησκεία ως «πνευματική αλλοτρίωση». Η λέξη αλλοτρίωση σημαίνει ότι χάνονται μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής θρησκείας, οπότε μετατρέπεται σέ κάτι άλλο. Σύμφωνα μέ τήν άποψή του η ανθρωπότητα εξελίχθηκε προοδευτικά από τό θεολογικό, θρησκευτικό-φανταστικό στάδιο (παιδική ηλικία) στό μεταφυσικό-φιλοσοφικό (εφηβική ηλικία) καί από εκεί στό επιστημονικό καί θετικιστικό στάδιο (ώριμη ηλικία). Η επιστημονική μέθοδος τής παρατηρήσεως καί τού πειραματισμού συνιστά τήν ολοκλήρωση τού ανθρώπου. Η επιστήμη τής κοινωνιολογίας περιλαμβάνει όλες τίς επιστήμες. Ο ίδιος προσδίδει στήν κοινωνιολογία θρησκευτικά στοιχεία. Έτσι, ο θετικισμός αποκτά μιά μυστικιστική μορφή καί στήν πραγματικότητα γίνεται μιά αληθινή θρησκεία μέ τήν λατρεία της, τούς εκπροσώπους της καί μέ όλα τά θρησκευτικά στοιχεία. Αυτό δείχνει ότι η θρησκεία, όπως τήν εννοεί ο πολύς λαός, στήν μαγική καί δεισιδαιμονική της μορφή, είναι μιά «πνευματική αλλοτρίωση».
Ο Feuerbach παρουσιάζει τήν θρησκεία ως μιά «ανθρωπολογική αλλοτρίωση», πού σημαίνει ότι η θρησκεία προβάλλει στόν Θεό τήν ουσία τού ανθρώπου. Γράφει: «Η θρησκεία είναι η επίσημη αποκάλυψη τών κρυμμένων θησαυρών τού ανθρώπου, η ομολογία τών πιό ενδόμυχων σκέψεών του, η δημόσια εξομολόγηση τών ερωτικών μυστικών του». Η προβολή όλων αυτών τών ανθρωπολογικών στοιχείων στόν Θεό είναι μιά ανθρωπολογική αλλοτρίωση, αφού ο άνθρωπος αποποιείται τά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα γιά νά τά αποδώση στόν Θεό. Έτσι, τά θεϊστικά χαρακτηριστικά είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Οπότε, ο άνθρωπος θά πρέπει νά ανακαλύψη πάλι τά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, νά μή τά προβάλλη στόν Θεό, αλλά νά τά θεωρήση ως δικά του καί νά τά αναπτύξη. Έτσι, κατά τόν Feuerbach, «η θρησκεία είναι η ουσία τής παιδικής ηλικίας τής ανθρωπότητος» καί ο άνθρωπος πρέπει νά προχωρήση σέ μιά φιλοσοφική ωριμότητα καί νά ανακτήση τήν συνειδητότητά του, νά μήν τήν προβάλλη ασυνείδητα στό φανταστικό αυτό όν πού λέγεται Θεός.
Ο Karl Marx παρουσιάζει τήν θρησκεία ως «οικονομική αλλοτρίωση». Ακολουθώντας τήν ανάλυση τού Feuerbach ανέπτυξε μιά δική του θεωρία γύρω από τήν θρησκεία, σύμφωνα μέ τήν οποία εισέρχεται ο οικονομικός παράγοντας καί ο άνθρωπος μέσα από τήν θρησκεία αλλοτριώνεται καί επομένως πρέπει νά απελευθερωθή από αυτήν. Η βασική θεωρία τού Marx είναι ότι «η θρησκεία είναι ο στεναγμός τού καταπιεζόμενου πλάσματος», γι' αυτό καί είναι «τό όπιον τού λαού» πού δοκιμάζεται σέ σκληρές οικονομικές συνθήκες. Οπότε, ο άνθρωπος πρέπει νά αρνηθή αυτές τίς αυταπάτες σχετικά μέ τήν κατάστασή του. Στήν πραγματικότητα ο Marx θεωρεί ότι η άδικη κοινωνία επειδή παράγει δυστυχία, γι' αυτό καί παράγει θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι θά πρέπει νά αγωνίζεται κανείς γιά νά μεταβάλλη τήν κοινωνία καί αυτό γίνεται μέ τήν επανάσταση τού προλεταριάτου. Όταν στήν κοινωνία καταργηθούν οι τάξεις, τότε θά εκλείψη καί η θρησκεία.
Ο Freud παρουσιάζει τήν θρησκεία ως «ψυχική αλλοτρίωση». Ακολουθώντας τήν ανάλυση τών προηγουμένων καί κυρίως τήν θεωρία τού Feuerbach, θεωρεί ότι η θρησκεία είναι η προβολή τού ανθρώπινου ψυχισμού πάνω σέ ανώτερες δυνάμεις. Δηλαδή, ερμηνεύει τήν θρησκεία όχι μέσα από κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά μέσα από συγκρούσεις τού ανθρώπινου ψυχισμού. Έτσι, ο άνθρωπος έχει τήν ανάγκη νά δημιουργήση μιά πίστη σέ υπερφυσικές δυνάμεις πού τόν προστατεύουν, ώστε νά αποφύγη τούς κινδύνους πού τόν απειλούν. Επομένως, η θρησκεία είναι μιά φυγή από τήν πραγματικότητα, μιά άρνηση τού πραγματικού πόνου, μιά ανικανότητα νά ξεπεράση κανείς τόν φόβο τού θανάτου καί τήν αβεβαιότητα. Είναι στήν πραγματικότητα μιά υπεκφυγή.
Πράγματι, στήν θρησκεία παρατηρεί κανείς τέτοιες εκδηλώσεις, όπως τίς περιγράφουν οι τέσσερεις μελετητές πού παραθέσαμε προηγουμένως. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον θεωρώ ότι η Εκκλησία δέν είναι μιά θρησκεία, αλλά Εκκλησία, τό Σώμα τού Χριστού, στήν οποία ο άνθρωπος θεραπεύεται, καί από τήν ιδιοτελή αγάπη φθάνει στήν ανιδιοτελή αγάπη. Έτσι, η Εκκλησία λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, ελευθερώνει τόν άνθρωπο απ' όλες τίς προλήψεις, τούς μύθους, τίς δεισιδαιμονίες καί τούς μυστικισμούς. Ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός καί Άγιον Πνεύμα, καί έρχεται σέ κοινωνία μέ τόν άνθρωπο μέσα στήν Εκκλησία μέ τήν άκτιστη ενέργειά Του, οπότε ο άνθρωπος, όταν θεραπεύεται από τήν δουλεία στίς αισθήσεις καί τά αισθητά, ελευθερώνεται από τήν φιλαυτία καί αγαπά πραγματικά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, αποκτά φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία.
Είναι όμως γνωστόν ότι πολλοί Χριστιανοί, ακόμη καί ορθόδοξοι, αισθάνονται τήν Εκκλησία ως θρησκεία, συμπεριφέρονται μέ τίς εκδηλώσεις πού αναφέραμε προηγουμένως. Αυτό δέν σημαίνει ότι αλλάζει ο ρόλος καί ο σκοπός τής Εκκλησίας, πού είναι αντίθετος μέ τήν θρησκεία, αφού η Εκκλησία στήν πραγματικότητα απαλλάσσει τόν άνθρωπο καί από τήν ασθένεια τής θρησκείας. Αυτό έκαναν οι Προφήτες, οι Απόστολοι καί οι Πατέρες, πρωταρχικά ο Χριστός, πού αγωνίζονταν νά ελευθερώσουν τούς ανθρώπους από τήν θρησκεία καί τήν ειδωλολατρία.
Μέ τά όσα παρουσίασα συνοπτικά προηγουμένως καθορίζονται οι βάσεις καί τά θεμέλια τής «ορθοδόξου ψυχοθεραπείας», η οποία δέν ταυτίζεται μέ καμμιά ψυχοθεραπεία δυτικού ή ανατολικού τύπου, αλλά έχει έναν δικό της διαφορετικό χαρακτήρα, μιά συγκεκριμένη ιδιαίτερη ανθρωπολογία. Αυτό τό συναντάμε τόσο στήν Αγία Γραφή όσο καί στά πατερικά κείμενα, ιδιαιτέρως στά λεγόμενα νηπτικά-ησυχαστικά, φιλοκαλικά. Έτσι, η «ορθόδοξη ψυχοθεραπεία» ως θεολογία καί ως πράξη μπορεί νά ερμηνευθή μέσα από τήν νηπτική καί ησυχαστική παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Δύση απέβαλε αυτήν τήν παράδοση ή τήν λησμόνησε, στηρίχθηκε στόν ορθολογισμό, τόν ηθικισμό καί τήν αυτονομία, μέ αποτέλεσμα νά καταλήξη στήν ουμανιστική ψυχολογία καί ψυχοθεραπεία γιά νά λύση τά υπαρξιακά προβλήματα τού ανθρώπου πού κινούνται πέρα από τήν λογική καί τήν ηθική.
Εισήγηση στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο στην Σόφια της Βουλγαρίας
«Εκκλησιαστική Παρέμβαση», Μάιος 2011
Πηγή: http://www.parembasis.gr/2011/11_05_16.htm