επίλογος του βιβλίου του «Η Ορθόδοξη Εκκλησία»,
O
Εκδόσεις «Το ΒΗΜΑγνώση» , από τη σειρά «Τι γνωρίζω;»,
ΑΘΗΝΑ 2007
Η ορθόδοξη Εκκλησία θεωρείται ως η «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία».
Ωστόσο οι πιο υψηλοί εκφραστές της θεωρούν πως ο διαχωρισμός των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης, και ιδιαιτέρως της Ορθοδοξίας και του Καθολικισμού (διαχωρισμός που κατέστησε αναπόφευκτη τη Μεταρρύθμιση), δεν συνεπάγεται τη δημιουργία δύο Εκκλησιών αλλά, για να επικαλεστούμε μια παρατήρηση του Σέργιου Μπουλγκακοφ, ένα χάσμα στο εσωτερικό του μοναδικού κορμού, που ωστόσο συνέχισε να αποφέρει, και απ' τις δυο πλευρές, καρπούς αγιότητας. Αν η Δύση επιταχύνει την ιστορία, οι χριστιανοί της Ανατολής, μέσω του ίδιου του «αρχαϊσμού» τους (απ' όπου αναδύεται, ορισμένες στιγμές, η φλόγα της δημιουργικής ελευθερίας), παραμένουν επίμονα εκφραστές της αρχής, της γέννησης του κόσμου, διαφυλάσσουν συνειδητά κάποιες βασικές συνέχειες: ας αναφέρουμε μόνο την ευχαριστιακή έννοια της Εκκλησίας, τη χριστιανική ζωή ως συμμετοχή στην τριαδική ζωή, τη γνώση της πίστης μέσω της ένωσης της ευφυίας και της «καρδιάς», το ρεαλισμό της αγιοποίησης που μαρτυρά η εικόνα, την προοπτική μιας οικουμενικής μεταμόρφωσης...
Η Ορθοδοξία δεν καλεί τους άλλους χριστιανούς να γίνουν «ανατολικοί», τους προσκαλεί να αναπτύξουν τις βεβαιότητες και τις εμπειρίες τους επανακτώντας τις ρίζες της ακέραιης Εκκλησίας. Έτσι, με μια κοινή υπέρβαση, θα βρουν -αδελφοποιημένοι, και ελεύθερα-τη μετάληψη μιας ανανεωμένης Ορθοδοξίας...
«Η νόμιμη λατρεία μου για την Εκκλησία της Ανατολής δεν αποτελεί καταδίκη της δυτικής Εκκλησίας, έλεγε ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, το 19ο αιώνα. Υπακούω στο Πνεύμα της Εκκλησίας μου που προσεύχεται για την ενότητα όλων.»
Στην πραγματικότητα, οι ορθόδοξες Εκκλησίες λαμβάνουν ταπεινά την Ένωση (η οποία είναι ένα θεϊκό Όνομα, επομένως ένας τρόπος της θεϊκής παρουσίας) στην ικεσία της επίκλησης. Γι' αυτό το λόγο, σε αντίθεση με τη Ρώμη, μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη του οικουμενικού Κινήματος, απέραντη ικεσία της ενότητας, στο πνεύμα της εγκυκλίου, με την οποία, από το 1920, ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης προσκαλούσε «τις Εκκλησίες του Χριστού σε ολόκληρο τον κόσμο» να αναγνωρίζονται και να αλληλοεξυπηρετούνται. Σήμερα, ωστόσο, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ενέτειναν την κρίση του οικουμενικού Συμβουλίου υπό την ώθηση ενός φονταμενταλισμού ο οποίος συγχέει οικουμενικότητα και σχετικότητα. Οι Εκκλησίες της Γεωργίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας εγκατέλειψαν το Συμβούλιο που μετατρέπεται λίγο λίγο σε ένα είδος φόρουμ χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις.
Με τον καθολικισμό, η ιστορική διένεξη είναι ιδιαίτερα βαθιά. Από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, το 1204, στην καταναγκαστική πολιτική λατινισμού που ασκούσαν οι Ιταλοί την περίοδο της κατοχή του Αιγαίου, από το 1912 έως το 1945, περνώντας από τη σιωπή της κροατικής καθολικής επισκοπής κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου για τη μεγάλη σφαγή των ορθόδοξων Σέρβων. Εγγράφεται στην τραγωδία των ουνιτικών Εκκλησιών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
Τα ανοίγματα του Ιωάννη-Παύλου Β' του επέτρεψαν να ταξιδέψει εν ειρήνη στη Ρουμανία και την Ελλάδα, αλλά η βιασύνη του, οι αδέξιες κινήσεις του και, κυρίως, η ακαμψία της ρωσικής Εκκλησίας διέκοψαν πρακτικά, το 2002, τις σχέσεις μεταξύ Ρώμης και Μόσχας.
Μέσα σε μια πληθώρα ανεπίσημων ή επίσημων συναντήσεων, κυρίως στη Γαλλία, όπου μια μεικτή καθολική-ορθόδοξη επιτροπή πραγματοποίησε μια σημαντική παρατήρηση σχετικά με την πρωτοκαθεδρία και τον ουνιτισμό, επιτεύχθηκε γόνιμη ανταλλαγή απόψεων.
Η Ορθοδοξία χρειάζεται, ωστόσο, το δυτικό χριστιανισμό, την απαιτητική και επίπονη αυστηρότητα του, την εμπειρία του από το μοντέρνο κόσμο, για να ξεπεράσει τις ιστορικές αμαρτίες της Ανατολής και να αποκτήσει πλήρη συνείδηση του μηνύματος και της υπηρεσίας της. Σε αντάλλαγμα, έχει να δώσει θησαυρούς.
Μη έχοντας γνωρίσει εσωτερικές ρήξεις και τις πολεμικές του δυτικού χριστιανισμού, μπορεί, πράγματι, να παίξει χρήσιμο ρόλο -και εξάλλου ανιδιοτελή, και για την ίδια εξαγνιστικό- μέσα σε αυτό τον «επίκαιρο οικουμενισμό» (Γεώργιος Φλορόφσκυ) ο οποίος θα έπρεπε να επιτρέψει στους χριστιανούς να φανερώσουν, πέρα από κάθε σχίσμα, τις κοινές τους βιβλικές και εκκλησιολογικές ρίζες. Μπορεί να προσφέρει, εις βάθος, απρόσμενες συγκλίσεις στους καθολικούς και στους διαμαρτυρόμενους: δείχνοντας ανάμεσα στον Υιό και το Πνεύμα, αυτά τα «δυο χέρια του Θεού», μια αμοιβαιότητα υπηρεσιών, βεβαιώνει μια ανάλογη αμοιβαιότητα ανάμεσα στο προφητικό γεγονός και το μυστήριο - ανάμεσα στους «αποστολικούς άνδρες» και την «αποστολική διαδοχή». Σε όλους, τέλος, θυμίζει πως ο χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο, μέσα στο Άγιο Πνεύμα, μια αέναη εμπειρία, πως οι πραγματικοί κύριοι της ιστορίας είναι άνθρωποι της προσευχής, πως η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο της μεταμόρφωσης: μόνο το φως και η ζωή που αναβλύζει από τον Αναστημένο μπορούν να δώσουν νόημα στη μοντέρνα εξερεύνηση του κόσμου και του ίδιου του ανθρώπου.
Η ορθόδοξη έννοια μιας «οικονομίας» του ελέους, δηλαδή, της ριζικής ανωτερότητας του ατόμου και της μετάληψης των ατόμων σε σχέση με κάθε κανόνα (του οποίου η αξία δεν μπορεί να έχει παρά μόνο «θεραπευτική» αξία), θα μπορούσε να βοηθήσει τους χριστιανούς της Δύσης, και πρωτίστως τους καθολικούς, να ξεπεράσουν τη διαμάχη ανάμεσα στον έρωτα, και το Χριστό: για το θέμα των αντισυλληπτικών μεθόδων επί παραδείγματι, η Ορθόδοξη Εκκλησία αρκείται να θυμίζει την έννοια της αγάπης, το μυστήριο του παιδιού, τη σημασία της μοναστικής οδού, αλλά, όπως ανέφερε ο πατριάρχης Αντιόχειας Αθηναγόρας, και επανέλαβε ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, η αυθεντία της Εκκλησίας «δεν εισχωρεί στην κάμαρα» των χριστιανών, αλλά αρκείται να παραπέμπει τον καθέναν στη συνείδηση του και στις συμβουλές του πνευματικού του πατέρα. Επίσης, υπογραμμίζοντας πως η πραγματική αγάπη είναι αιώνια, συγχωρεί ένα διαζύγιο, ευλογεί (μέσα σε ένα πλαίσιο μετάνοιας) ένα δεύτερο, ή και τρίτο γάμο, και επομένως δέχεται στη μετάληψη τους διαζευγμένους-ξαναπαντρεμένους.
Η Ορθοδοξία θα μπορούσε, επομένως, να παίξει σημαντικό ρόλο στην παρούσα συνάντηση των θρησκειών. Ο ησυχασμός, πράγματι, αποτελεί τη χριστιανική σύνθεση της «ενστατικής» πνευματικότητας του «Είναι» που χαρακτηρίζει τη μη χριστιανική Ανατολή, και την εκστατική πνευματικότητα του «Εσύ», σημιτική και δυτική... Ενώπιον των ψυχοτεχνικών εισβολών και των απρόσωπων δυνάμεων, σε ποιον άλλο να απευθυνθούμε, για να «διακρίνουμε τα πνεύματα» μέσα στις αμφιλεγόμενες απεραντοσύνες, από εκείνους που προσεύχονται ταπεινά την προσευχή του Φαρισαίου, γνωρίζοντας πως η «αγνή δέηση» αποτελεί «την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών» που οδηγεί στη «θεοποίηση»;
Ίσως, τέλος, η Ορθοδοξία, όπως ξεκίνησε να κάνει μέσω της ρωσικής λογοτεχνίας και θρησκευτικής σκέψης, να βοηθήσει τους χριστιανούς να δώσουν μια απάντηση στους επαναστατημένους που κατηγορούν τον Θεό. Τη στιγμή που ο δυτικός μηδενισμός εξερευνά την κόλαση, ποιο μήνυμα, πράγματι, θα μπορούσε να είναι περισσότερο αναγκαίο από αυτό του Χριστού, του παντοτινού νικητή της κόλασης; Και για ποιον Θεό να μιλήσουμε ανάμεσα σε αυτούς που δεν έχουν την αίσθηση της «αμαρτίας» αλλά εκείνη της αγωνίας και της αδύνατης τρυφερότητας, ή τουλάχιστον της «Αγάπης πιο δυνατής από το Θάνατο»;
Ωστόσο, πρέπει να επιμείνουμε ότι οι ορθόδοξες Εκκλησίες των χωρών της πρώην ανατολικής Ευρώπης γνωρίζουν σήμερα, όχι δίχως ομοιότητα με την εξέλιξη του Ισλάμ, μια βίαιη θρησκευτική κρίση. Η περιφρόνηση της «διεφθαρμένης Δύσης», το μίσος προς τα άλλα θρησκεύματα, ο δυτικός πολιτισμός και, γενικότερα, ο πολιτισμός, ο αντισημιτισμός, η καταγγελία μιας παγκόσμιας συνωμοσίας με σκοπό την καταστροφή της Ορθοδοξίας, συναντούν τον αποκαλυπτισμό που μαστίζει την «χωρίς σύνορα ρωσική Εκκλησία» (ένα σχίσμα άκρας δεξιάς χρονολογείται από τη δεκαετία του 20) και τους Έλληνες παλιοημερολογήτες (άλλο σχίσμα της ίδιας εποχής, που δημιουργήθηκε όταν η ελληνική Εκκλησία πέρασε, τουλάχιστον για τις σταθερές εορτές, στο γρηγοριανό ημερολόγιο). Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα όταν φάνηκε να εμφανίζεται ο αποκαλυπτικός αριθμός του κτήνους, 666, στους υπολογιστές και στο Διαδίκτυο.
Όπως φαίνεται, όλο το πρόβλημα έγκειται στη σχέση Ορθοδοξίας-μοντερνικότητας (και μεταμοντερνικότητας). Η ευθύνη των ορθοδόξων της διασποράς είναι ακόμη μεγαλύτερη: συχνά, πράγματι, ξέρουν να χρησιμοποιούν την πνευματική και αισθητική κληρονομιά της Παράδοσης για να ανταποκριθούν στις έρευνες των καιρών μας. Πολλά θα εξαρτηθούν επίσης από την εξέλιξη της Ρωσίας, όπου σιγά σιγά συγκροτείται μια αστική καλλιεργημένη κοινωνία, ανοιχτή στο μέλλον - «ο χριστιανισμός μόλις ξεκίνησε», έλεγε ο Αλέξανδρος Μεν.