Στούς πρόποδες τοῦ μυθικοῦ Ὀλύμπου συναντοῦμε τό Λιτόχωρο, τό διασχίζουμε καί ἀνεβαίνουμε τό βουνό λαχταρώντας νά ἀντικρίσουμε τήν ἱστορική Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ἐπονομαζομένη καί Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ τοῦ θαυματουργοῦ. Στή διαδρομή γιά τήν Παλαιά Μονή, περίπου
Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος Lion Heuzey, πού ἡγήθηκε μιᾶς γαλλικῆς ἀποστολῆς στόν Ὄλυμπο τό 1855, γράφει στό βιβλίο του «Le mont Olympe et le Acarnanie»: «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔχει μεγάλη φήμη σέ ὅλη τήν Ἑλληνική Ἐκκλησία. Ἡ θέση τῆς Μονῆς εἶναι μοναδική στόν κόσμο. Εἶναι χαμένη στό βάθος ἑνός τεράστιου φαραγγιοῦ, ἀνάμεσα σέ δύο ὀρθοπλαγιές πού ὀρθώνονται ψηλά μέχρι ἐκεῖ πού φθάνει τό μάτι. Πεῦκα αἰωροῦνται παντοῦ στίς ἄκρες τῶν βράχων σέ μακριές σειρές σέ ὅλο τό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ. Μέσα σʼ αυτήν τήν ἄγρια φύση διακρίνουμε τόν γκρίζο ὄγκο τοῦ Μοναστηριοῦ. Κτίρια σέ διάταξη τετραγώνων μέ ἐσωτερικές ἀψιδωτές στοές, σχηματίζουν τό στεγασμένο περιστύλιο τῆς αὐλῆς. Ἡ ἐκκλησία, πού βρίσκεται στό κέντρο, εἶναι μιά παλαιά βυζαντινή μέ πέντε τρούλους. Πρέπει νʼἀκούσει κανείς τούς μοναχούς νά μιλοῦν γιά τή μολύβδινη ἐπένδυση πού περιέβαλλε τούς πέντε τρούλους της. Ὅλα χάθηκαν τό 1828. Οἱ Τοῦρκοι κατηγόρησαν τούς μοναχούς ὅτι ἔδιναν ἄσυλο στούς κλέφτες καί παρέδωσαν τό Μοναστήρι στή φωτιά[1].
Κτίτορας τῆς Μονῆς εἶναι ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ θαυματουργός. Γεννήθηκε λίγο πρίν τό 1500 στό ὀρεινό χωριό Σκλάταινα τῆς Ἐπαρχίας Φανουρίου τοῦ Νομοῦ Καρδίτσης (σημερινή Δρακότρυπα). Ὑπῆρξε γόνος πτωχής ἀλλά εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Πατέρας του ἦταν ὁ Νικόλαος καί μητέρα του ἡ Θεοδώρα. Μετά τή βάπτισή του, δίνοντάς του τό ὄνομα Δημήτριος, ἀξιώθηκαν οἱ γονεῖς του νά βλέπουν κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας, ἐπάνω ἀπό τό κεφαλάκι του, ἕνα φωτεινό σταυρό πού λαμποκοποῦσε σάν ἥλιος. Ἀπό παιδί ὁ μικρός Δημήτριος ἐπέδειξε ζῆλο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀσκητική ζωή. Οἱ γονεῖς του, βλέποντας τά πολλά διανοητικά καί ψυχικά του χαρίσματα, φρόντισαν νά τοῦ μάθουν γράμματα, καλλιγραφία καί ζωγραφική. Ἡ ἐπίδοσή του σʼαὐτά ἦταν καταπληκτική. Παράλληλα ὅμως ἡ παιδική του ψυχή ἐθέλγετο ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί ἄλλων ἱερῶν βιβλίων[2].
Σέ ἡλικία περίπου 18 ἐτῶν μόνασε στά Μετέωρα λαμβάνοντας τό ὄνομα Δανιήλ. Τρία χρόνια ἀργότερα, ἀναζητώντας ἡσυχαστικώτερο τόπο καί ἐπειδή δέν τοῦ ἔδιναν τήν ἄδεια νά ἀναχωρήσει, θαυματουργικῶς, μετά ἀπό προσευχή καί θεία πληροφορία, πήδηξε κάτω ἀπό τό βράχο τῶν Μετεώρων καί μετέβη στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ, στό κελλί τοῦ Ἁγίου Νικολάου-Διονυσίου τοῦ Καπρούλη, δίπλα στό διακριτικό πνευματικό Γέροντα Σεραφείμ, γίνεται ἱερεύς καί μεγαλόσχημος μοναχός, μετονομασθείς Διονύσιος. Ἀργότερα ἐγκαθίσταται στή σκήτη τῆς Καρακάλου, ὅπου ἔζησε ἐρημικά γιά δέκα ἔτη μέ αὐστηρή ἄσκηση, προσευχή καί νηστεία, βιώνοντας πολλές θαυματουργικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀφιλόξενος αὐτός τόπος γίνεται ἡ μυστική παλαίστρα τῶν μεγάλων ἀσκητικῶν του ἀγώνων. Ἐκεῖ ἀναδεικνύεται ἕνας ὑπέροχος βιαστής τῆς φύσεως. Ἡ τροφή του ἦταν μόνο λίγα κάστανα τήν ἡμέρα. Ἔτρωγε λίγο ψωμί μόνο ὅταν τόν καλοῦσαν νά λειτουργήσει σέ ἄλλο κελλί, γιά νά κρύψει τήν ἀρετή του καί νά ἀποφύγει τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο[3].
Ἡ ἰσάγγελη ζωή του στάθηκε αἰτία τῆς ἐκλογῆς του ὡς ἡγουμένου τῆς βουλγαρικῆς (κατά τό μεγαλύτερο μέρος) συνοδείας τῆς Μονῆς Φιλοθέου. Ἡ Μονή ἐπί τῶν ἡμερῶν του γνώρισε μεγάλη πνευματική καί ὑλική πρόοδο. Κατήργησε τόν ἰδιόρρυθμο καί εἰσήγαγε τόν κοινοβιακό τρόπο ζωῆς, ἐνῶ καθιέρωσε σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες τήν ἑλληνική γλῶσσα. Παρ΄ ὅλες τίς ἡγουμενικές του μέριμνες τήν ἐρημική ζωή δέν τήν ἀποχωρίζεται. Συχνά ἀποσύρεται γιά ἄσκηση σέ ἕνα κοντινό σπήλαιο πού σώζεται μέχρι σήμερα. Γιά τίς μεταρρυθμίσεις του αὐτές συνάντησε μεγάλες ἀντιδράσεις ἀπό τούς Βουλγάρους μοναχούς, σέ σημεῖο νά ἐπιδιώκουν νά τόν σκοτώσουν. Ἔτσι ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψει τό Ἅγιο Ὄρος, ἀναχωρώντας αὐτή τή φορά γιά τή Μονή Τιμίου Προδρόμου Βεροίας.
Οἱ Βεροιεῖς τόν ἀγάπησαν πολύ. Ὁ συναξαριστής γράφει ὅτι «ἐγένετο ἡ φήμη αὐτοῦ μεγάλη- εἶχον γάρ αὐτόν μέγαν ἰατρόν πνευματικόν, ψυχῶν καί σωμάτων. Καί οὐ μόνον ἐκεῖ πλησίον ἠκούσθη ἡ ἀρετή αὐτοῦ, ἀλλά καί εἰς ὅλην τήν Μακεδονίαν καί Καστορίαν καί τά μέρη τῆς Ἑλλάδος, διατί ἐπεριπάτει ὡς ἄλλος Ἀπόστολος»[4]. Θέλοντας ὅμως νά ἀποφύγει τήν ἐκλογή του σέ ἐπίσκοπο, πού ἐπεδίωκαν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ἀνεχώρησε κρυφά καί μετέβη στόν Ὄλυμπο.
Στόν Ὄλυμπο ἀσκήτευσε σέ ἕνα σπήλαιο πού σώζεται μέχρι σήμερα. Συκοφαντούμενος ὅμως ἀπό Λιτοχωρίτες στόν Τοῦρκο Διοικητή, ἐκδιώχθηκε ἀπό τό ἀσκητήριό του καί ἀνεχώρησε γιά τό Πήλιο, ὅπου ἵδρυσε τήν Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας. Μετά τρία ἔτη καί λόγῳ τῆς παντελοῦς ἀνυδρίας πού ἔπληξε τόν τόπο τῶν διωκτῶν του, ἐπέστρεψε ἐπισήμως μέ πρόσκληση τοῦ διώκτη του καί ἵδρυσε τό 1542, ἔπειτα ἀπό θαυματουργική ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ, τή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μέ τήν ἀγγελική του βιοτή γρήγορα προσείλκυσε πλῆθος μοναχῶν, ὁ ἴδιος ὅμως χρησιμοποιοῦσε τά πλησιόχωρα σπήλαια γιά προσευχή καί ἡσυχία ζώντας μέσα στό γνόφο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Εἶχε τή συνήθεια ὁ Ἅγιος νά χτίζει ἐκκλησίες καί παρεκκλήσια στόν πέριξ τῆς Μονῆς χῶρο. Στό σπήλαιο, πού ἀπέχει πέντε λέπτα ἀπό τό Μοναστήρι, ἔκτισε τό ναό τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Δίπλα στή Μονή βρίσκεται ὁ κοιμητηριακός ναός τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σέ ἀπόσταση μισῆς ὥρας νοτιοδυτικά, μέσα σέ σπήλαιο ἀπ' ὅπου ἀναβλύζει ἁγίασμα, βρίσκεται τό παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέναντι ἀπό τό Παλαιομονάστηρο ὑπῆρχε μέσα σέ σπήλαιο τό παρεκκλήσιο τῆς Ἀναλήψεως. Ὁ Ἅγιος συνήθιζε νά ὀνομάζει τούς διαφόρους τόπους τῆς περιοχῆς μέ βιβλικές ὀνομασίες. Ἔκτισε ἔτσι τούς σπηλαιώδεις ναούς τοῦ Γολγοθᾶ καί τῆς Ἀναλήψεως, ἐνῶ ἄλλη τοποθεσία τήν ὀνόμασε Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν[5].
Ἡ συνοδεία αὐξήθηκε μέ γοργούς ρυθμούς. Ὁ Θεοδόσιος Ζυγομαλᾶς τό 1576 σέ ἐπιστολή του πρός τόν Geralch ἀναφέρει: «Ἐπάνω δέ ἐν Μακεδονίᾳ ἐστίν ὅρος Ὄλυμπος ἐν τῶν δυό Ὀλύμπων ἔχον μοναστήρι ἁγίας Τριάδος μέ 200 μοναχούς»[6]. Στήν προφορική διαθήκη του λίγο πρίν τήν κοίμησή του ὅρισε στούς μοναχούς νά πορεύονται κατά τόν τύπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους[7].
Τό 1692 οἱ βασιλεῖς τῆς Ρωσίας Μέγας Πέτρος καί Ἰωάννης ἐξέδωσαν, μετά ἀπό αἴτηση μοναχῶν τῆς Μονῆς, Αὐτοκρατορικό Χρυσόβουλλο, πού τούς παρέχει τό δικαίωμα νά ἐπισκέπτονται τή γῆ τῆς Ρωσίας γιά «ζητεῖες». Στό χρυσόβουλλο, τό Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀναφέρεται κτισμένο ἀπό εὐσεβεῖς βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καί Πατριάρχες[8]. Ἡ ἀναφορά τοῦ παραπάνω χρυσόβουλλου στούς Βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων φαίνεται νά ἐνισχύει τήν ἀπόψη πού θέλει τόν Διονύσιο ὄχι ἱδρυτή, ἀλλά ἀνακαινιστή τῆς Μονῆς[9].
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος φρόντισε νά τήν ὑποτάξει στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Ἔτσι μέ σταυροπηγιακή ἀξία ἡ Μονή ἔμενε ἐλεύθερη, ἀδούλωτη, ἀκαταπάτητη καί αὐτοδιοίκητη. Μέ τήν ἀπειλή ἀφορισμοῦ καί φρικτῶν ἐπιτιμίων, οὔτε ὁ πλησιόχωρος ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος, ἀλλά οὔτε καί κανείς ἄλλος δέν εἶχε ἐξουσία στή διοίκηση καί διαχείριση τῆς Μονῆς[10]. Τά προνόμια αὐτά κατοχυρώθηκαν μέ πατριαρχικά καί συνοδικά γράμματα ἀπό τούς Πατριάρχες Ἱερεμία Β΄ (1522-1546) Μητροφάνη Γ΄ (1565-1572 και 1579-1580), Κύριλλο Ε΄ (1753), Ἰωαννίκιο Γ΄ (1753) και Γρηγόριο Ε΄ (1797).
Οἱ μοναχοί ἐξέλεγαν τόν ἡγούμενό τους καί στή συνέχεια ὁ Πατριάρχης ἐπικύρωνε τήν ἐκλογή. Πολλές φορές ἔστελνε ἐπιστολές μέ κανονισμούς καί πατριαρχικούς ἐξάρχους φροντίζοντας πάντα γιά τήν καλή λειτουργία τῆς Μονῆς. Τό Πατριαρχεῖο πολλές φορές ἀνέθετε, κατά τό 19ο αἰώνα, στό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καί ἄλλους πλησιόχωρους ἐπισκόπους νά ἐπισκεφτοῦν τή Μονή, γιά νά ἐξακριβώσουν ἤ νά μεσολαβήσουν γιά τή ρύθμιση μοναστηριακῶν ὑποθέσεων. Στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, σύμφωνα μέ τά Πατριαρχικά γράμματα, ἡ Μονή ἦταν ὑποχρεωμένη νά καταβάλλει εἰσφορά στό Ἐθνικό Ταμεῖο καί τή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης.
Ἡ Μονή ὡς πρός τήν ἀρχιτεκτονική διάταξη τῶν χώρων παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τή Μονή Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Τό καθολικό εἶναι ναός σταυροειδής ἐγγεγραμμένος, ἀθωνικοῦ τύπου. Τέσσερα παρεκκλήσια περιβάλλουν τόν κυρίως ναό δημιουργώντας ἕνα λειτουργικό αἰσθητικά σύνολο. Μεγαλύτερο παρεκκλήσι εἶναι τό βορειοδυτικό· ἐδῶ βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου[11].
Μετά τήν εἴσοδο στή Μονή μποροῦμε νά διακρίνουμε δεξιά τό μικρό τετράπλευρο πύργο. Ὁ πύργος, πού κτίστηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο Κίτρους Σωφρόνιο, ἔχει δυό καταχύστρες, μιά στήν ἀνατολική καί μία στή νότια ὄψη του καί ἀποτελοῦσε τό ἔσχατο ἀμυντικό καταφύγιο τῶν μοναχῶν. Ἡ ἐπιλογή τῆς θέσης τοῦ πύργου, ἀλλά καί γενικά τῆς φυσικῆς ἀμυντικῆς θέσης τοῦ Μοναστηριοῦ, δείχνει ὅτι αὐτό κτίστηκε μέ γνώση τῶν κανόνων τῆς ὀχυρωματικῆς[12]. Ἡ νότια πτέρυγα ἔχει δυό ὀρόφους καθώς καί ὑπόγειους χώρους. Στήν πτέρυγα αὐτή σώζονται καί μερικά θολωτά κελιά μικρῶν διαστάσεων. Ἡ εἴσοδός τους εἶναι χαμηλή, γιά νά μπεῖ κανείς πρέπει ἀπαραιτήτως νά σκύψει τό σῶμα του.
Ἡ Μονή στό διάβα τῶν αἰώνων ἀνέπτυξε μεγάλη ἐθνική δραστηριότητα. Τό 1821 ὁ Βελῆ Πασᾶς, γιός τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, μετά ἀπό τριήμερη πολιορκία, τήν πυρπόλησε καί ἀφοῦ συνέλαβε τόν ἡγούμενο Μεθόδιο Παλιούρα μέ 12 μοναχούς τούς κρέμασε στήν κεντρική πλατεία τῆς Λαρίσης. Ἀργότερα, στήν ἐπανάσταση τοῦ Ὀλύμπου (1878) ἡ Μονή πρωτοστατεῖ. Στόν Μακεδονικό ἀγῶνα ὑπῆρξε τό καταφύγιο καί ὁ τόπος συσκέψεως τῶν ὁπλαρχηγῶν καθώς καί ὁ σταθμός ἀνεφοδιασμοῦ καί ἀποβιβάσεως τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων.
Σημαντική ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ συμβολή τῆς Μονῆς στήν προαγωγή τῆς Παιδείας τοῦ Ἔθνους, τῆς πνευματικῆς ἀφυπνίσεως καί τῆς ἐπιστήμης, ἀφοῦ σ' αὐτήν ἔζησαν πολλοί λόγιοι μοναχοί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ὑπῆρξαν ὁ Ἐπίσκοπος Καμπανίας Θεόφιλος καί ὁ Ἱερομόναχος Μεθόδιος Ὀλυμπίτης. Ὁ τελευταῖος ἀσχολήθηκε καί μέ ἐκδόσεις βιβλίων. Ἕνα ἀπό τά βιβλία πού μετέφρασε καί ἐξέδωσε, οἱ Μυσταγωγικές Κατηχήσεις τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, κυκλοφορεῖ σέ ἐπανεκδόσεις μέχρι σήμερα ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία. Στή Μονή ἐπίσης ὀργανώθηκαν ἐργαστήρια ἁγιογραφίας καί ἀντιγραφῆς χειρογράφων ἐνῶ ἡ παράδοση θέλει καί τή λειτουργία κρυφοῦ σχολειοῦ[13]. Ἀπό τόν Τρύφωνα Εὐαγγελίδη πληροφορούμαστε ὅτι στή Μονή ὑπῆρχε σχολή γιά τούς μοναχούς καί τά παιδιά τῆς περιοχῆς[14].
Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τῆς Μονῆς στά γεγονότα καί ἡ συμβολή της στήν προστασία τῶν συνανθρώπων, τοῦ τόπου καί τῶν παραδόσεων, εἶχε βαρύ τίμημα κάθʼ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας της. Ἐκτός ἀπό τίς φυσικές καταστροφές καί πυρκαγιές ὑπέστη ἀλλεπάλληλες καταστροφές, λεηλασίες καί ἁρπαγές, μέ τελευταία τή σχεδόν ὁλοκληρωτική καταστροφή τό 1943 ἀπό τά Γερμανικά στρατεύματα κατοχῆς, τά ὁποῖα μετέτρεψαν τό σπάνιο αὐτό ἀρχιτεκτονικό, ἱστορικό καί θρησκευτικό μνημεῖο σέ ἕναν ὄγκο μελαγχολικῶν ἐρειπίων, ὄχι ὅμως καί ἀνέκφραστο φρουρό τῆς παραδόσεως καί τῆς ἱστορίας μας. Μέρος τῆς βιβλιοθήκης καί τῶν κειμηλίων πού διασώθηκαν, φυλάσσονται σήμερα σέ ἀνακαινισμένο παλιό κτίριο, στό Μετόχι τῆς Μονῆς κοντά στό Λιτόχωρο, τό ὁποῖο ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο στίς
Ἡ Μονή κατά τή μακρά πορεία της ἀπέκτησε πολλά Μετόχια, ὅπως αὐτά τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Κορινοῦ, Ἁγ. Γεωργίου Ρητίνης, Παναγίας Μακρυράχης, Παναγίας Κανάλων καθώς καί ἄλλα μικρότερα σέ Κατερίνη, Βέροια, Ἐλασσῶνα, Τσαριτσάνη, ἀκόμη καί στή μακρινή Ρωσία. Σήμερα, στό μετόχι «Σκάλα» πού ἀπέχει
1. Ἰωάννου Κυρίτση, εἰσήγηση μέ θέμα «Μαρτυρίες Ἑλλήνων καί Ξένων περιηγητῶν γιά τήν Ι.Μ. Ἁγ. Διονυσίου ἐν Ὀλύμπῳ στήν Ἡμερίδα «1943-2003, ἑξήντα χρόνια μετά τήν καταστροφή», ἔκδ. Ι.Μ. Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Πιερία 2004, σ. 60-61.
2. Ἀρχιμ. Ἀθηναγόρα Καραμαντζάνη, Ὁ Ὅσιος τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Διονυσίου, 21990, σ. 13-14.
3. Ἀρχιμ. Ἀθηναγόρα Καραμαντζάνη, Ὁ Ὅσιος τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Διονυσίου, 21990, σ. 31.
4. Συναξάρι.
5. Ἀποστόλου Γλαβίνα, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ» Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. παράρτημα αρ. 30 τοῦ 26ου τόμου, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 27.
6. Κ. Ι. Δυοβουνιώτου, «Θεοδόσιος Ζυγομαλάς», Θεολογία, τ. 1 (1923), σ. 159.
7. Ἀποστόλου Γλαβίνα, «Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ» Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. παράρτημα αρ. 30 τοῦ 26ου τόμου, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 40, 41, 53. Γιά τίς προφορικές μοναστηριακές διαθῆκες βλ. Μαναφῆ, Μοναστηριακά Τυπικά καί Διαθῆκες, Ἀθήνα, σ. 124.
8. Γενναδίου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, «Ἡ Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Γρηγ. Παλ., 1 (1917), σ. 516.
9. Παραμυθίας Ἀθηναγόρας, «Περί τῆς ἐν Ὀλύμπῳ Ι.Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Συμπληρωματικά». Γρηγ. Παλ. 10 (1926), σ. 580.
10. Κων. Παπαδάκη, «Ἡ Ἱερά Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγίας Τριάδος (Ἁγ. Διονυσίου Ὀλύμπου)», Μεταπτυχιακή ἐργασία, Μαργαρίτες Ρεθύμνου 1997, σ. 48.
11. Σιαξαμπάνη Χαρούλα - Στεφάνου, Τό Καθολικό τῆς μονῆς Διονυσίου στόν Ὄλυμπο. Ἐκκλησίες στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἄλωση 1453/1850 τ. 3, Ἀθήνα 1989, σ. 116. Γενναδίου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, «Ἡ Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ, Γρηγ. Παλ., 1 (1917), σ. 521.
12. Μελέτη Ἀναστήλωσης, σ. 34-36.
13. Τό ἱστορικό μοναστήρι τοῦ Ὀλύμπου, ἔκδ. Ἱερά Μονή Ἁγ. Διονυσίου, σ. 10.
14. Τρύφωνος Εὐαγγελίδου, Ἡ Παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας, Ἀθήνα 1936, σ. 121-122.