Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
Κεφ. 22, χωρία 2 έως 14.
«ΚΒ´\Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· 2 Ωμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους, 10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, 12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.»
ΑΠΟΔΟΣΗ
Και πάλι πήρε το λόγο ο Ιησούς και τους είπε με παραβολές: Ή βασιλεία των ουρανών μοιάζει με ένα βασιλέα πού ετοιμαζόταν να κάνει τους γάμους του υιού του. Και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να έλθουν. Πάλι έστειλε άλλους δούλους με την εντολή: «Να πείτε στους καλεσμένους: ετοίμασα το γεύμα μου· οι ταύροι και τα μανάρια έχουν σφαγεί και όλα είναι έτοιμα. Ελάτε στους γάμους».
Αυτοί όμως αδιαφόρησαν και έφυγαν, ό ένας στο χωράφι του, άλλος στο εμπόριο του. Οι υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Και ο βασιλεύς εκείνος, όταν το άκουσε, θύμωσε πολύ και έστειλε το στρατό του και εξωλόθρευσε τους φονιάδες εκείνους και κατέκαψε την πόλη τους.Τότε λέγει στους δούλους του: «Ό μεν γάμος είναι έτοιμος, οι καλεσμένοι όμως δεν ήσαν άξιοι. Πηγαίνετε λοιπόν στα σταυροδρόμια και όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους». Και οι δούλοι βγήκαν στους δρόμους, μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και γέμισε η αίθουσα του γάμου από τους φιλοξενούμενους. Όταν όμως μπήκε ο βασιλεύς για να δει τους φιλοξενούμενους είδε εκεί έναν, πού δεν είχε ένδυμα γάμου, και του λέγει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ χωρίς να έχεις ένδυμα γάμου;» Αυτός δε έμεινε βουβός.
Τότε, είπε ο βασιλεύς: στους υπηρέτες: «Αφού του δέσετε τα πόδια και τα χέρια, σηκώστε τον και ρίξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών». Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, όμως λίγοι είναι οι εκλεκτοί».
Από την Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου,
Κεφ. 1, χωρία 21 έως 24 και Κεφ. 2, χωρία 1 έως 4.
«1 Αδελφοί, ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν.
23 ᾿Εγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον.
24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε. Β´\Έκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.»
ΑΠΟΔΟΣΗ
«21Ο θεός, που στερεώνει και εμάς και εσάς στο Χριστό και μας έχρισε λαό του, είναι ο ίδιος που με τη σφραγίδα του μας εγγυάται το μέλλον και σαν πρόγευση του δίνει μέσα στις καρδιές μας το Πνεύμα. 23 Μάρτυς μου ο θεός, που γνωρίζει τα βάθη της ψυχής μου ότι δεν λέω ψέματα. Δεν ξανάρθα στην Κόρινθο, για να μη σας λυπήσω. 24Αυτό δεν σημαίνει πως θέλω να σας επιβληθώ σε ζητήματα της πίστεως, γιατί σ' αυτή μένετε σταθεροί. 1 Επειδή όμως θέλω να συμβάλω στη χαρά σας, γι΄ αυτό έκρινα σωστό να μη σας φέρω λύπη, όταν θα 'ρθώ ξανά κοντά σας. 2Γιατί, αν εγώ σας προκαλώ λύπη, τότε θα πρέπει να παίρνω χαρά από κείνους που στενοχωρώ. 3Γι' αυτό σας έγραψα όπως σας έγραψα, ώστε όταν έρθω να μη δοκιμάσω λύπη από κείνους που έπρεπε να μου δώσουν χαρά. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως όλοι σας πιστεύετε ότι η δική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας. 4Σας έγραψα με πολλή οδύνη, με πόνο στην καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι για να σας στενοχωρήσω, αλλά για να γνωρίσετε την περίσσια αγάπη που έχω για σας.