ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Ἀριθμ. Πρωτ. 482
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 23ῃ Ἀπριλίου 2013
Πρός τόν
Ἐλλογιμώτατο Κύριο
Γεώργιο Λιερό
Ἀρθρογράφο Ἐφημερίδος «Η ΕΠΟΧΗ»
Ἐλλογιμώτατε κ. Λιερέ,
Ἀνέγνωσα μετά πολλοῦ ἐνδιαφέροντος τήν εὐπρεπεστάτη κριτική Σας σέ ἰδική μου ἀναφορά στό ἀπό 10.3.2013 δημοσίευμά Σας μέ τίτλο: «Κράτος, Ἐκκλησία Κλῆρος καί Ἀριστερά» καί εἰλικρινῶς διακρίβωσα ὅτι ἔχετε ἀξιόλογες θέσεις ἄν καί προσωπικῶς διαφωνῶ μέ αὐτές. Ὀφείλω χάριν τῆς ἀληθείας νά Σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι οὐδεμία σκοπιμότης ἤ δόλος ὑπῆρξε στήν ἀντιγραφή τῆς ἐπιμάχου παραγράφου τοῦ ἄρθρου Σας, δυστυχῶς ἐμφιλοχώρησε τό ἀνθρώπινο σφάλμα. Ὅμως οὐδεμία ἀλλοίωσι ὑπῆρξε κατά τήν γνώμη μου στό πνεῦμα τοῦ κειμένου Σας διότι αὐτό τό ὁποῖο εἰσηγῆσθε γράφοντας σέ μία ἐφημερίδα τῆς Ἀνανεωτικῆς Ἀριστερᾶς πού πρόσκειται στόν ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ εἶναι ὅτι ὁ διαπολιτισμικός καί διαθρησκειακός διάλογος μουσουλμάνων μεταναστῶν καί Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων θά μποροῦσε νά δώση πολύ ἐνδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις «τά στοιχεῖα γιά ἕνα νέο λαό ἀπό ντόπιους καί μετανάστες». Διερωτῶμαι σέ τί διαφέρει αὐτό πού γράφετε ἀπό αὐτό πού ἐκ παραδρομῆς ἀντεγράφη καί ἐσχολιάσθη; Στό κείμενο πού ψέγετε δέν ἀνεφέρθην στό «ὁποῖες» ἤ «ὁποίοι» ἀλλά στίς «πολύ ἐνδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις» στίς ὁποῖες περιλαμβάνεται ἀσφαλῶς ἡ σαρία, ἡ μπούργκα καί ὁ «τετιμημένος στῦλος» τοῦ Ἰσλάμ τό Τζιχάντ καί ὅτι ὁ «νέος λαός» πού εὐαγγελίζεσθε καί ἐσεῖς καί κατ’ ἐπέκταση ὁ ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ εἶναι ἄμεικτος μείξη πού ἐγγίζει τά ὅρια τῆς τερατογενέσεως καί πού ἀσφαλῶς προκύπτει ἀπό ἀγνοια τοῦ τί πράγματι εἶναι τό Ἰσλάμ διότι οἱ εὐγενεῖς ἀναφορές Σας στόν Ἀβικέννα, τόν Ἀβερόη καί τόν Ρούμι δυστυχῶς ἀγνοοῦν τά σχετικά κελεύσματα τοῦ Κορανίου (Κεφ. 8,17 - 8,40 - 47,4 - 8,68 - 8,70, 5,56 - 4,143 - 5,17 - 5,19 - 9,29 - 22,44 - 4,38 - 4,12 - 4,3 - 4,28 - 39,49 - 70,30 - 112,3 - 4,169 - 19,36 - 20,39 - 5,75 - 9,31 - 10,69 - 21,30 - 23,93 - 25,2 - 43,58 - 72,3) διά τῶν ὁποίων θεμελιώνεται τό μίσος τῶν μουσουλμάνων κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἡ σφαγή τῶν «ἀπίστων» διαχρονικῶς. Ἑπομένως ἡ πρόθεσι Σας στερεῖται ἐλλόγου δυναμικῆς καί βέβαια ἀπάντηση ἄμεση Σᾶς δίδει ἡ Μουσουλμανική κοινότητα τοῦ Βελγίου τῆς ὁποίας 2 μέλη ἐξελέγησαν στό Δημοτικό Συμβούλιο τοῦ Ἄντερλεχτ καί πρώτη πρότασι τους ἦταν ἡ κατάργησι τοῦ ἑορτασμοῦ χριστιανικῶν ἑορτῶν στά ὅρια τοῦ Δήμου καί ἡ ἐπιβοή τῆς «Σαρίας», ἕνας ἐκ τῶν δύο ἐκλεκτῶν τῆς Μουσουλμανικῆς Κοινότητος τοῦ Βελγίου ὁ Μπέλ Ἐλ Κασέμ εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς ὁμάδος «Σαρία γιά τό Βέλγιο» πού συνελήφθη στίς 16 Ἀπριλίου γιατί δήλωσε ὅτι «ἡ μάχη γιά τήν ἀνατροπή τῆς Χριστιανικῆς Δύσης συγκεντρώνει ἤδη πανστρατιά». Τό Δίκτυο του πού ἀπαρτίζεται ἀπό ἄλλους 60 φανατικούς Ἰσλαμιστές διεκήρυξε ὅτι διεξάγεται ἕνας παγκόσμιος ἄτυπος πόλεμος κατά τῆς Δύσης καί καλοῦνται «οἱ ἁπανταχοῦ μάρτυρες τοῦ Ἰσλάμ νά πάρουν μέρος σέ αὐτό». Τήν ἀπάντηση Σᾶς τήν δίδει ἀκόμη μέ πολύ τραγικό τρόπο ἡ πρόσφατος βομβιστική ἐγκληματική ἐνέργεια τῶν δύο νεαρῶν Τσετσένων Μουσουλμάνων στήν Βοστώνη τῶν ΗΠΑ πού ἦταν ὑπότροφοι τῆς Ἀμερικανικῆς Κυβέρνησης στήν πανεπιστημιούπολη τῆς Βοστώνης καί δυστυχῶς μέ ἄφατη ὀδύνη τήν ἀπάντηση Σᾶς δίνει ἡ ἐγκληματική ἀπαγωγή τοῦ ἑλληνομαθοῦς Σεβ. Μητροπολίτου Χαλεπίου κ.κ. Παύλου καί τοῦ Συροϊακωβίτου «Ἐπισκόπου» Γρηγόριου Yohanna Ibrahim συνοδευόντων ἀνθρωπιστική ἀποστολή καί ἡ κακουργηματική δολοφονία τοῦ Διακόνου του καί τοῦ ὁδηγοῦ Του ἀπό φαναντικούς Μουσουλμάνους Τσετσένους Τζιχαντιστές, τούς «δημοκράτες» Σουνίτες Μουσουλμάνους τῆς Ἀραβικῆς Ἄνοιξης στήν Συρία, πού ὑποθάλπουν καί στηρίζουν γραφίδες σάν τήν δική Σας καί κόμματα σάν τό ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ καθώς καί τό ἐγκληματικό ΝΑΤΟ, πού τό πατρωνάρουν οἱ γνωστοί μεγαλοτραπεζίτες τῶν ΗΠΑ γεγονός πλέον πασίδηλο ἀφοῦ στήν τρέχουσα συνδιάσκεψη τοῦ ΝΑΤΟ μετέχει καί ὁ ἐγκάθετος Μουσουλμάνος ἡγέτης τῆς δῆθεν ἀντιπολιτεύσεως στήν Συρία καί ἰθύνων νοῦς τῶν δολοφόνων ἀπαγωγέων.
Κατόπιν αὐτῶν ἀνακύπτει ἕνα οὐσιῶδες ἐρώτημα γιά ποιούς λόγος χρηματοδότησε τό Ἵδρυμα τοῦ γνωστοῦ διατάκτου τοῦ Σιωνιστικοῦ συστήματος κ. Σόρος τό ταξίδι τοῦ Προέδρου τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ κ. Τσίπρα στίς ΗΠΑ;
Ὅσον ἀφορᾶ στήν συνηγορία Σας γιά τήν μισθοδοσία τοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου στήν Ἑλλάδα αὐτή τίθεται σέ ἀπολύτως ἐσφαλμένη βάση καί ὑποδηλώνει ἐλπίζω ἀθέλητη ἄγνοια τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος γιατί δέν εἶναι ἡ μισθοδοσία χαριστική πράξι ἤ ἔστω χορηγία σέ σημαντικό δημόσιο θεσμό, οὔτε ὅπως γράφετε ἡ «χρηματοδότηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τήν Πολιτεία δέν εἶναι λιγότερο θεμιτή ἀπό τήν χρηματοδότηση τοῦ Φεστιβάλ Ἀθηνῶν, τοῦ Μεγάρου Μουσικῆς, τῶν πολιτικῶν κομμάτων» ἀλλά εἶναι ὑποχρέωσι ἔννομος τῆς Πολιτείας γιά τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού ἀπό τό 1833 ἕως σήμερα ἔχει κατά καιρούς διαρπαγεῖ.
Ἐρχόμενος στήν στήριξη τῶν θέσεων Σας ἀπό τόν ἐλλογιμώτατο κ. Β. Ξυδιᾶ πού ἀνηρτήθη στίς 11.4.2013 στήν ἱστοσελίδα ΑΝΤΙΦΩΝΟ μέ τίτλο: «Τί χρωστᾶ ἡ Ἐκκλησία στόν Γιῶργο Λιερό ἐκτός ἀπ’ τούς μισθούς τῶν κληρικῶν;» ἔχω νά σημειώσω ὅτι ὁ κ. Ξυδιᾶς μέ τό κείμενό του δικαίωσε πλήρως τό ἐπώνυμό του. Οἱ ὕβρεις καί τά ὅσα ἀνεπέρειστα μοῦ προσάπτει ἀποδεικνύουν πλήρως τόν ψυχισμό του καί βέβαια ὡς θεολόγο τόν καθιστοῦν ὑπόλογο ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐπιχειρεῖ νά μέ ἐκμηδενίση εἶναι ἀπόλυτα ἐνδεικτικός τῶν ἀνωτέρω διότι ἐνῶ δέν τά «ξέρει» ἤ δέν τά «θυμᾶται καλά» ἤ δέν εἶναι «βέβαιος» καταφέρεται δημόσια ἐναντίον ἑνός συνανθρώπου του. Θαυμᾶστε λοιπόν νέα ἐκδοχή ἤθους !
Εὐχόμενος καλό Πάσχα διατελῶ μετ’ εἰλικρινῶν εὐχῶν,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
***
Τί χρωστά η Εκκλησία στον Γιώργο Λιερό εκτός απ’ τους μισθούς των κληρικών;
Βασίλης Ξυδιάς
Πριν από έναν περίπου μήνα (10-3-2013) η εβδομαδιαία εφημερίδα ΕΠΟΧΗ[1] δημοσίευσε ένα άρθρο του Γιώργου Λιερού, θεωρητικού της άμεσης δημοκρατίας και της κοινωνικής οικονομίας, με τίτλο «Πρέπει το κράτος να πληρώνει τους μισθούς κληρικών;» Με δεδομένο ότι μιλάμε για έντυπο της αριστεράς και για ακροαριστερό αρθρογράφο, θα περίμενε κανείς μια απάντηση αρνητική, βασισμένη στα συνήθη αριστερά αντιθρησκευτικά ή αντικληρικαλιστικά επιχειρήματα ή, έστω, σε μια φιλελεύθερη, ουδετερόθρησκη λογική διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Κι όμως, ο Γ. Λιερός έλεγε στο άρθρο του κάτι εντελώς άλλο: «Η γνώμη μας – γράφει – είναι ότι οι θρησκευτικοί και οι πολιτισμικοί θεσμοί πρέπει να συντηρούνται εν μέρει από ίδιους πόρους (με την περιουσία τους ή από το κοινό τους) και συμπληρωματικά από τη χρηματοδότηση του κράτους. ... Η χρηματοδότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την πολιτεία δεν είναι λιγότερο θεμιτή από τη χρηματοδότηση του φεστιβάλ Αθηνών του Μεγάρου Μουσικής των πολιτικών κομμάτων.»
Δεν είναι αυτός ίσως ο τρόπος που ένας ορθόδοξος πιστός θα δικαιολογούσε τη θεσμική σχέση της εκκλησίας με το κράτος, δεν θα μπορούσε όμως, φαντάζομαι, να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια ρηξικέλευθη πρόταση προς την αριστερά και γενικότερα προς τους μη πιστούς να δουν θετικά τη θρησκεία και ειδικότερα την Ορθόδοξη Εκκλησία· όχι ως μια υπόθεση που αφορά την ιδιωτική σφαίρα και τα δικαιώματα των πιστών, αλλά ως θεμελιώδη δημόσια λειτουργία, σημαντική για την πνευματική και πρακτική ανάταξη των κοινωνικών δεσμών που καταρρέουν. «Οι θρησκευτικοί θεσμοί – λέει παρακάτω το άρθρο – όπως και γενικότερα οι θεσμοί παραγωγής του πολιτισμικού και συμβολικού πλούτου, είναι πολύ σημαντικοί δημόσιοι θεσμοί και ως τέτοιους πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε· όχι να τους δούμε εγκλωβισμένους στον ιδιωτικό χώρο, όπως πρεσβεύουν οι φιλελεύθερες θεωρίες». Η άποψη του Γ. Λιερού θυμίζει κάπως, αν και ξεπερνά κατά πολύ, τη φιλοθρησκευτική διάθεση του φιλελεύθερου Χάμπερμας (βλ. «Σύναξη», τ. 124)[2] μιας και κινείται πέρα από το φιλελεύθερο πλαίσιο, υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία της Ορθοδοξίας (που δεν επιτρέπει, όπως λέει, «φονταμενταλιστικές φιλοδοξίες ή φαντασιώσεις»), παραπέμπει στην πρόσφατη πολιτική εμπειρία της Λατινικής Αμερικής κλπ κλπ. Αυτά εν ολίγοις για το άρθρο· να μην τα πολυλογώ. Όποιος θέλει μπορεί να το βρει και να το διαβάσει.[3]
Περνάμε τώρα σε ένα άλλο θέμα· αυτό που κυρίως με απασχολεί. Στο τέλος του άρθρου, προκειμένου να τονιστεί η θετική προσμονή του αρθρογράφου από την Εκκλησία, λέγονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Δεν μας αρκεί η Εκκλησία να πάψει να εμποδίζει την ανέγερση λατρευτικών χώρων για τους μουσουλμάνους. Πρέπει να μπει μπροστά και να αναλάβει ενεργό ρόλο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκευτικών. Έτσι θα έδινε το έναυσμα για μια γόνιμη διαδικασία συναντήσεων και ανταλλαγών με τους μουσουλμάνους μετανάστες, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν πολύ ενδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις, τα στοιχεία για ένα νέο λαό από ντόπιους και μετανάστες.» Είναι μια πρόταση που σηκώνει, ασφαλώς, πολλή συζήτηση. Την οποία έσπευσε να ανοίξει, ποιος; ... Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πειραιώς. Ο οποίος, σε ένα κείμενό του που έχει σαν στόχο κυρίως τον δήμαρχο Αθηναίων, παραλαμβάνει και τον Γ. Λιερό.[4] Αποκαλεί την άποψη του «φρικιαστική», και παραθέτει προς χάριν των αναγνωστών του ολόκληρο το παραπάνω απόσπασμα, με μια ελαφρά, όμως, παραλλαγή. Εκεί που ο Λιερός αναφέρεται σε συναντήσεις και ανταλλαγές με τους μουσουλμάνους μετανάστες «οι οποίες» (οι συναντήσεις, εννοείται) θα μπορούσαν να δώσουν πολύ ενδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις, ο Μητροπολίτης Πειραιώς διαπράττει αντιγράφοντας ένα μικρό λαθάκι. Μιλά για συναντήσεις και ανταλλαγές με τους μουσουλμάνους μετανάστες «οι οποίοι» (οι μουσουλμάνοι, εννοείται) θα μπορούσαν να δώσουν πολύ ενδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις. Δηλαδή ο μεν Λιερός γράφει ότι τις συνθέσεις θα τις δώσουν οι συναντήσεις και οι ανταλλαγές, ενώ ο Μητροπολίτης Πειραιώς τον βάζει να λέει πως τις συνθέσεις θα τις δώσουν οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι μετανάστες από μόνοι τους. Δεν πρόκειται, προφανώς, για τυχαίο «λάθος», αφού σ’ αυτό ακριβώς βασίζεται όλη η επόμενη επιχειρηματολογία του Σεβασμιότατου. Είναι σαφές το τί συνέβη. Ο Σεβασμιότατος έκρινε πως η διατύπωση του αρθρογράφου δεν ήταν επαρκώς βολική για να φανεί ο «φρικιαστικός» της χαρακτήρας, και θέλησε να βοηθήσει κάπως την κατάσταση – προς χάριν της βαθύτερης αληθείας, βεβαίως βεβαίως.
Κατόπιν όλων αυτών με παίρνει τηλέφωνο ο Γ. Λιερός – τον οποίο γνωρίζω – και σε κατάσταση πλήρους απορίας με ρωτούσε να του εξηγήσω πώς είναι δυνατόν ένας πνευματικός άνθρωπος, όπως κατά τεκμήριο είναι ένας χριστιανός επίσκοπος, να προβαίνει σε τέτοια λαθροχειρία εις βάρος του αντιπάλου του. Εντάξει – έλεγε – να χτυπήσει την άποψή μου, να την κάνει σκόνη αν μπορεί. Χρειάζεται όμως να τη διαστρέψει; Κι αν δεν αγαπά εμένα, ως εχθρό του, δεν σέβεται τουλάχιστον την αλήθεια, που στο κάτω κάτω γι’ αυτόν είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο υποτιθέμενος Κύριός του; Αυτά αναρωτιόταν ο Λιερός, και ομολογώ ότι δεν ήξερα τί να του απαντήσω· πώς να του εξηγήσω τη στάση του ανδρός. Προς στιγμήν σκέφτηκα να του πω κάτι απ’ την προσωπική του ιστορία, όσο τη γνωρίζω· ποια ήταν η θητεία του στην Αρχιεπισκοπή της Αυστραλίας, πώς έφυγε από κει κακήν κακώς, και τί έγραψε γι’ αυτόν μετά την ενθρόνιση του στη Μητρόπολη Πειραιώς ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (αποκαλώντας τον «τραγικό τσαρλατάνο», μιλώντας για «ψυχοπαθολογική κατάσταση» κλπ). Δεν τα ξέρω όμως καλά· έτσι δεν είπα τίποτα. Σκέφτηκα μετά να αναφερθώ στις διαρκείς πρωτοβουλίες του (συνέδρια, καταγγελίες κλπ) κατά επιφανών χριστιανών θεολόγων και συνεπισκόπων του, κινήσεις που εξυφαίνουν και καλλιεργούν σχισματικές διαιρέσεις στους κόλπους της ελλαδικής Εκκλησίας. Υπέθεσα όμως ότι δεν θα ενδιαφέρουν τον Λιερό· έτσι τα άφησα κι αυτά. Θυμήθηκα ακόμα και τις επικριτικές επιστολές του προς τη Βασίλισσα της Αγγλίας και τον Καντάφι (Μάρτιος 2010), αλλά κι αυτές άσχετες με το θέμα μού φάνηκαν. Μετά προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήταν κι αυτός μεταξύ αυτών που είχαν κατηγορήσει ψευδώς και δολίως τον Οικουμενικό Πατριάρχη ότι είχε δήθεν συμμετάσχει σε συλλείτουργο με τον Πάπα. Αλλά και σ’ αυτό δεν ήμουν βέβαιος. Το μόνο που θυμόμουν με σιγουριά ήταν η περσινή επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς την Ελλαδική Εκκλησία, με την οποία ο Παναγιότατος ερωτούσε κι αυτός τί ακριβώς συμβαίνει με τον Πειραιώς και ως πότε ο άνθρωπος αυτός θα εξευτελίζει τον θεσμό που υποτίθεται πως υπηρετεί. Εξ όσων γνωρίζω η Ελλαδική Εκκλησία δεν έχει ακόμα απαντήσει στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και έτσι, μένοντας κι εγώ σε απορία, συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπος αυτός – που ασχολείται πολύ σοβαρά με το τί βάζουν οι άλλοι στο στόμα τους, αλλά αντιμετωπίζει με περισσή ελαφρότητα το τί βγάζει ο ίδιος από το δικό του – έχει αυτό ακριβώς το προσόν. Να αφήνει τους πάντες σε αδυναμία να απαντήσουν σε τρίτους όταν ερωτώνται περί αυτού.
Προκειμένου λοιπόν να ξεφύγω από τα ερωτήματα του φίλου μου, σκέφτηκα αυτό: του πρότεινα να στείλει μια επιστολή στην Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και να εκθέσει την απορία του στους επισκόπους. Να τους ρωτήσει αν είναι δυνατόν ένας εξ αυτών να παραχαράσσει την αλήθεια και να αδικεί κάποιον, έστω και εχθρό της Εκκλησίας. Είμαι βέβαιος, του είπα, ότι μόλις απαντήσουν στον Βαρθολομαίο, αμέσως μετά θα απαντήσουν και σε σένα. Είναι μια απάντηση που η Εκκλησία την οφείλει στον Γιώργο Λιερό.
Σημειώσεις
[1] Η ΕΠΟΧΗ είναι εφημερίδα της Ανανεωτικής Αριστεράς, όπως γράφει στον υπότιτλό της. Πρόσκειται κατά βάση στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γράφουν σ’ αυτή και πολλοί από την πέραν του ΚΚΕ άκρα αριστερά.
[2] Βλ. δικό μου σχετικό άρθρο. «Κράτος και Εκκλησία» (Σύναξη, τ. 124, σελ.16) και στο Αντίφωνο
[3] «Κράτος, Εκκλησία, κλήρος και αριστερά», του Γιώργου Λιερού
[4] Ο Μητροπολίτης Πειραιώς για τις δηλώσεις Καμίνη (8/4/2013)
***
ΠΡΕΠΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ;
Κράτος, Εκκλησία, κλήρος και αριστερά
Του
Γιώργου Λιερού
Το κράτος επιχορηγεί τις οργανωμένες θρησκείες, επειδή αποτελούν μέρος του πολιτισμικού εξοπλισμού της κοινωνίας· το κάνει για δικό του όφελος, λόγω του αποφασιστικού ρόλου της θρησκείας στην άρθρωση του κοινωνικού δεσμού, στην παραγωγή του συμβολικού και φαντασιακού σύμπαντος, του όλου τρόπου επικοινωνίας μέσα από τον οποίον συγκροτείται η κοινωνία και διατυπώνεται ο ηγεμονικός λόγος.
Σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, βέβαια, οι θρησκευτικοί θεσμοί δεν έχουν το μονοπώλιο στη συμβολική παραγωγή· συνυπάρχουν με καθαρά κοσμικούς φορείς παραγωγής πολιτισμού (προπάντων με τους σύγχρονους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.τ.λ.).
Η γνώμη μας είναι ότι οι θρησκευτικοί και οι πολιτισμικοί θεσμοί πρέπει να συντηρούνται εν μέρει από ίδιους πόρους (με την περιουσία τους ή από το κοινό τους) και συμπληρωματικά από τη χρηματοδότηση του κράτους. Το κράτος οφείλει να δαπανά δημόσιους πόρους για την αναστήλωση θρησκευτικών μνημείων (χριστιανικών, μουσουλμανικών, εβραϊκών κ.τ.λ.), για την εκπαίδευση των κληρικών, για να συνδράμει τις οργανωμένες θρησκείες στο κοινωνικό τους έργο ή συμβάλλοντας ενδεχομένως στη μισθοδοσία των λειτουργών τους.
Η χρηματοδότηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την πολιτεία δεν είναι λιγότερο θεμιτή από τη χρηματοδότηση του φεστιβάλ Αθηνών του Μεγάρου Μουσικής των πολιτικών κομμάτων. Η πόλη-κράτος της αρχαίας Αθήνας ξόδευε δημόσιο χρήμα για τις γιορτές των Παναθηναίων και το ίδιο κάνανε κι οι αρχαϊκές κοινωνίες για τις δικές τους γιορτές και θρησκευτικές τελετές.
Οι θρησκευτικοί θεσμοί ως θεσμοί δημόσιοι
Οι θρησκευτικοί θεσμοί, όπως και γενικότερα οι θεσμοί παραγωγής του πολιτισμικού και συμβολικού πλούτου, είναι πολύ σημαντικοί δημόσιοι θεσμοί και ως τέτοιους πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε· όχι να τους δούμε εγκλωβισμένους στον ιδιωτικό χώρο, όπως πρεσβεύουν οι φιλελεύθερες θεωρίες, και χωρίς η αναγνώρισή του δημόσιου χαρακτήρα τους να σημαίνει ότι τους θέλουμε πολιτικούς-κρατικούς θεσμούς ( και να ταυτιστούμε έτσι με τους κρατικιστές και τους οπαδούς του ολοκληρωτισμού ή του φονταμενταλισμού).
Η αντίληψή μας αυτή, που επίσης αφορά γενικότερα τους πολιτισμικούς θεσμούς, βρίσκεται, λοιπόν, σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του φιλελευθερισμού και του κρατικισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εναντίον της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος στράφηκε πρώτος ο Γιάννης Στουρνάρας. Μόνο που το επιχείρημά του, αν ξεδιπλωθεί, είναι επιχείρημα για την ιδιωτικοποίηση ή ακριβέστερα την αγοραιοποίηση κάθε θεσμού παραγωγής πολιτισμού. Είναι γεγονός ότι η φιλελεύθερη αντίληψη περί θρησκείας ασκεί σημαντική γοητεία, ειδικά σε εκείνο το τμήμα της αριστεράς που εμπνέεται από το λόγο περί δικαιωμάτων. Ωστόσο, όπως ήδη είχε επισημάνει ο Μαρξ στο «Εβραϊκό Ζήτημα» δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η πιο πλέρια χειραφέτηση του κράτους από τη θρησκεία (μια πολιτική χειραφέτηση) μπορεί να είναι συμπληρωματική όχι απλώς με μια εξαιρετικά θρησκευόμενη κοινωνία, αλλά και με την άνθηση του κάθε λογής σκοταδισμού ή των πιο απεχθών ανορθολογισμών· σχετικά με αυτό το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι πολύ διαφωτιστικό.
Η κρατικίστικη αντίληψη για τη θρησκεία
Από την άλλη, η κρατικίστικη αντίληψη για τη θρησκεία υιοθετείται από ένα μεγάλο μέρος της Εκκλησίας αλλά και -με διαφορετικό τρόπο βέβαια- από μερικές οργανώσεις ή κόμματα της αριστεράς. Στην πράξη η υπαγωγή της Εκκλησίας στο κράτος την μετατρέπει σε θεραπαινίδα της εκάστοτε εξουσίας (ούτε η Ορθοδοξία έχει την κατάλληλη παράδοση ούτε η εκκοσμικευμένη ελληνική κοινωνία επιτρέπει φονταμενταλιστικές φιλοδοξίες ή φαντασιώσεις). Η αποτίναξη της κρατικής κηδεμονίας –αποτίναξη η οποία είναι ρήξη με ένα βαθιά ριζωμένο κομφορμισμό αιώνων–είναι προϋπόθεση για να πάρουν ενεργό μέρος οι Χριστιανοί στο αναγκαίο εγχείρημα αναγέννησης του λαού μας. Μπορούν στα αλήθεια οι πιστοί να αντιμετωπίζουν τον παπά όπως αντιμετωπίζουν ένα δημοτικό υπάλληλο, έναν εφοριακό, έναν αστυνομικό ή ένα δικαστικό; Οι πιστοί ας προβληματιστούν πάνω στο ερώτημα του Κίρκεγκορ: τι κάνει περισσότερο κακό στον Χριστιανισμό, χίλιοι κρατικοί υπάλληλοι που τον διώκουν ή εκατό κρατικοί υπάλληλοι που τον διαδίδουν;
Ένα μέρος της αριστεράς ζητάει τόσο τη διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης της Εκκλησίας όσο και τη χωρίς αποζημίωση δήμευση της περιουσίας της. Με άλλα λόγια, θέλει να επιφέρει ένα καθοριστικό διπλό πλήγμα εναντίον της Εκκλησίας· στην πολιτική κοινωνία όσο και στην ιδιωτική. Αυτός ο αντικληρικαλισμός και αντιχριστιανισμός, όμως, απλώς στοχεύει στην ίδρυση μιας άλλης ανταγωνιστικής πολιτικής κρατικής θρησκείας, σαν αυτές που κατέρρευσαν πριν δύο δεκαετίες στην Ανατολική Ευρώπη και αλλού.
Η κρατική εξουσία έχει πάντα έναν οιονεί θρησκευτικό χαρακτήρα και αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στο ολοκληρωτικό κράτος, που μονοπωλεί τους πολιτιστικούς θεσμούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και το οποίο με τον τρόπο του είναι ένα θρησκευτικό κράτος. Γι’ αυτό, όπως πολύ σωστά έλεγε ο Π.Κονδύλης, το ολοκληρωτικό κράτος είναι υποχρεωτικά αθεϊστικό (θρησκεία δε σημαίνει οπωσδήποτε πίστη στο Θεό ή σε θεούς, ο Βουδισμός είναι αθεϊστικός). Η βίαιη εξάλειψη των θρησκευτικών θεσμών από την κρατική καταστολή αναιρεί τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, ακριβώς γιατί το κράτος είναι που αναλαμβάνει πλέον τις λειτουργίες αυτών των θεσμών.
Θρησκευτικοί θεσμοί και κοσμικό κράτος
Υφίσταται πάντα μια σχέση ανάμεσα στους (δημόσιους) θρησκευτικούς θεσμούς και το πολιτικό «κοσμικό» κράτος· κράτος και θρησκευτικοί θεσμοί αποτελούν τους όρους μιας σχέσης που δομεί το δημόσιο χώρο. Είπαμε προηγουμένως ότι η θρησκεία αποτελεί μέρος του πολιτισμού και του τρόπου επικοινωνίας πάνω στον οποίο στηρίζεται η πολιτεία. Το κράτος δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει απλώς ένα ουδέτερο εργαλείο για την επιτήρηση των συμβολαίων που συνάπτονται ανάμεσα στα ιδιωτικά συμφέροντα, όπως θα ήθελε η φιλελεύθερη ουτοπία· δεν μπορεί ποτέ να εκκοσμικευτεί πλήρως ακόμα όταν τη θέση του Θεού παίρνει ο Λόγος, η Φύση, το Έθνος, πολύ περισσότερο που στις νεωτερικές κοινωνίες η πολιτική κοινότητα έρχεται να προσφέρει στο θνητό άτομο την υπόσχεση της αθανασίας (δια της συνέχειας της πόλης, του έθνους, του λαού), μια παρηγοριά που παλαιότερα προσέφεραν οι θρησκείες. Πάντως, η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα ως προς τη σχέση των θρησκευτικών και γενικότερα των πολιτισμικών θεσμών με το κράτος, είναι η φιλελεύθερη και όχι η κρατικιστική (είτε εμφανίζεται η τελευταία με τη μορφή του ορθόδοξου χριστιανικού κράτους είτε μ’ εκείνη της αντιχριστιανικής πολιτικής θρησκείας).
Και ποια θα ήταν η θέση των θρησκευτικών θεσμών στο δημόσιο χώρο των ελεύθερων πολιτειών, οι οποίες θα εμπνέονταν από την αρχή της άμεσης δημοκρατίας; Στα επαναστατικά κινήματα των τελευταίων αιώνων διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές απόψεις για τη θρησκεία: από τα φλογερά λόγια του Τόμας Μίντσερ «οι άνθρωποι θα απελευθερωθούν και μόνο ο Θεός θα είναι κύριός τους», μέχρι το σύνθημα «ούτε Θεός, ούτε αφέντης» των αναρχικών. Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη συντριπτική κριτική του Πάνεκουκ (αλλά και του Γκράμσι) εναντίον του λενινιστικού υλισμού, μας αρκεί ένας ρηχός αντιθρησκευτικός λόγος και μάλιστα από τη σκοπιά της «Επιστήμης», της πιο καταπιεστικής και διαδεδομένης μορφής ψευδούς συνείδησης; Σήμερα πρέπει να ανοίξουμε ξανά τη συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη μας το γεγονός ότι η προφητεία του Νίτσε έχει εκπληρωθεί και πως στον ευρωπαϊκό κόσμο, τουλάχιστον, «ο Θεός είναι νεκρός»· γι’ αυτό μέσα στο μηδενιστικό χειμώνα στον οποίο ζούμε πρέπει να διερωτηθούμε αν αποτελούν ακόμη μια επαναστατική στάση ο αντικληρικαλισμός και ο μαχητικός αθεϊσμός.
Σύγχρονες διεθνείς εμπειρίες
Στη Λατινική Αμερική οι Ζαπατίστας και το MST ή οι αυτόχθονες της Βολιβίας, του Περού και του Ισημερινού, ριζοσπαστικές οργανώσεις στην υποσαχάρια Αφρική, οι Ινδοί αγρότες του BKU και του KRRS που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα κινήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης συνεργάζονται στενά με ριζοσπάστες κληρικούς ή εμπνέονται από τις οικείες τους θρησκευτικές παραδόσεις, στις οποίες δίνουν νέα απελευθερωτικά περιεχόμενα. Ο αντικληρικαλισμός δεν αποτελεί μέρος των κορυφαίων στιγμών της ιστορίας της ελληνικής αριστεράς· είναι ένα σχετικά πρόσφατο δάνειο από τη Δυτική Ευρώπη και αντιστοιχεί σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες (θρησκευτικοί πόλεμοι, κυνήγι των μαγισσών, ο ρόλος του κλήρου στη Γαλλική Επανάσταση και στον Ισπανικό εμφύλιο κ.τ.λ).
Σήμερα η κάμψη των κοινωνικών αντιστάσεων και το έλλειμμα στη δημιουργία δομών αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας δεν εξηγείται με την αλλοτριωτική επιρροή της θρησκείας, αλλά με την αποσάρθρωση των κοινωνικών δεσμών, η οποία κάνει τους ανθρώπους παθητικούς, πρόθυμους να πάρουν στο κυνήγι το πιο αδύνατο και να ταυτιστούν με τον εχθρό τους, με αυτό που πρέπει να φοβούνται. Και δεν πρέπει να αγνοούμε τις φαντασιακές-συμβολικές (δυνάμει θρησκευτικές) διαστάσεις του εγχειρήματός μας να υφανθεί εκ νέου ο κοινωνικός ιστός.
Συμπερασματικές επισημάνσεις
Στο άμεσο μέλλον οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους της Εκκλησίας μπορούν να είναι συγκρουσιακές, αλλά επίσης και σχέσεις συνεργασίας. Πολεμικές με όσους απ’ αυτούς συστρατεύονται με το ναζισμό, συναγωνιστικές με όσους μάχονται εναντίον του. Επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, ενδεικτικά ας επισημάνουμε ότι:
• Δεν μας αρκεί η Εκκλησία να πάψει να εμποδίζει την ανέγερση λατρευτικών χώρων για τους μουσουλμάνους. Πρέπει να μπει μπροστά και να αναλάβει ενεργό ρόλο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκευτικών. Έτσι θα έδινε το έναυσμα για μια γόνιμη διαδικασία συναντήσεων και ανταλλαγών με τους μουσουλμάνους μετανάστες, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν πολύ ενδιαφέρουσες πολιτισμικές συνθέσεις, τα στοιχεία για ένα νέο λαό από ντόπιους και μετανάστες.
• Το ζητούμενό μας δεν είναι οι υποδομές της Εκκλησίας να περάσουν στο κράτος (και από εκεί στο ΤΑΙΠΕΔ και τους δανειστές), αλλά να τεθούν στη διάθεση δομών συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας με τη συναίνεση και τη συνεργασία των κατά τόπους ιερωμένων, στη βάση σχέσεων εμπιστοσύνης που θα οικοδομηθούν σε κάθε γειτονιά μέσα από την προσπάθεια για τη λαϊκή αυτοοργάνωση με σκοπό την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια.
Πηγή: http://www.epohi.gr/portal/koinonia/13794-2013-03-11-03-33-49