Η τραγωδία που εκτυλίσσεται σήμερα στην πολύπαθη χώρα της Ουκρανίας, έχει βαθιές ρίζες και αίτια που χάνονται στα βάθη των αιώνων και που έγιναν αντικείμενο γεωστρατηγικής επεξεργασίας και αξιοποίησης σε ένα παιχνίδι επιρροής και επιβολής με τρεις βασικούς παίκτες: την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Ρωσία και της ΗΠΑ.
Για να γίνει κατανοητός ο διχασμός που παρατηρείται στον ουκρανικό πληθυσμό, διχασμός που αφορά, κυρίως, στην εθνική αυτοσυνείδησή του, θα πρέπει ο αναγνώστης να λάβει υπόψη του την εκκλησιαστική διάσταση του προβλήματος και το ρόλο που διαδραμάτισε και διαδραματίζει η θρησκευτική πίστη στην εσωτερική πολιτική της Ουκρανίας.
Στις γραμμές που ακολουθούν γίνεται μια προσπάθεια συνοπτικής παρουσίασης του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος στην Ουκρανία. Η πανσπερμία των ιερών καθιδρυμάτων, ο ολοένα και εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι έξωθεν εκκλησιαστικές και πολιτικές επιρροές, καθώς και η περίεργη πολλές φορές σύμπτωση, ιδίως από το 2000 και εντεύθεν, μεγάλων εκκλησιαστικών γεγονότων με τις πολιτικές αναταράξεις, είναι τα σημεία στο οποία επικεντρώθηκα. Ωστόσο, απέφυγα τη διατύπωση συμπερασμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να θίξουν το θρησκευτικό συναίσθημα συνανθρώπων μας. Ο παρατηρητικός αναγνώστης μπορεί να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και χωρίς τη δική μου παρέμβαση.
* * *
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991 προκάλεσαν τεκτονικού χαρακτήρα αλλαγές στο εκκλησιαστικό τοπίο της χώρας. Μέχρι τότε η πολιτική του ΚΚΣΕ έναντι των θρησκειών ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε και πολύ μεγάλη ελευθερία κινήσεων στους εκκλησιαστικούς παράγοντες, ενώ είναι γνωστό ότι τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1917, η Εκκλησία και οι ιερείς βρίσκονταν υπό την διαρκή έλεγχο, αλλά και διωγμούς του καθεστώτος. Τα πράγματα χαλάρωσαν μετά το θάνατο του Ι.Β. Στάλιν, η εχθρότητα όμως του καθεστώτος απέναντι στη θρησκευτική πίστη και τις διάφορες εκκλησίες παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του το 1990.
Ποιες και πόσες εκκλησίες υπάρχουν σήμερα στην Ουκρανία;
Η Ορθόδοξη εκπροσώπηση
Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (του Πατριαρχείου της Μόσχας). Πρόκειται για ιερό καθίδρυμα της πνευματικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου της Μόσχας. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία απολαμβάνει το αυτοδιοίκητό της με διευρυμένα δικαιώματα αυτονομίας και βρίσκεται σε κανονική ευχαριστιακή κοινωνία με όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (του Πατριαρχείου της Μόσχας) είναι το μεγαλύτερο ιερό καθίδρυμα της χώρας αυτής ως προς τον αριθμό των ενοριών και των ιερέων, από δε τους κατοίκους θεωρείται είτε πρώτο είτε δεύτερο ως προς τον αριθμό των πιστών, σύμφωνα με τις έρευνες για το θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων.
Όπως και όλα τα υπόλοιπα ιερά καθιδρύματα της Ουκρανίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία (του Πατριαρχείου της Μόσχας), σύμφωνα με το άρθρο Νο 7 του νόμου «Περί ελευθερίας της συνειδήσεως στις θρησκευτικές οργανώσεις» της 23ης Απριλίου 1991 Νο 987-ΧΙΙ, δεν έχει καταχωρηθεί επισήμως στα όργανα της κρατικής εξουσίας κεντρικά, αλλά έχει επισήμως καταχωρήσει όλες τις δομές και τα όργανα διοίκησης της ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα (βλέπε: κεφάλαιο 1 παράγραφος 6 του Καταστατικού Χάρτη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας).
Το φθινόπωρο του 1989, μετά την κατάργηση του κρατικού ελέγχου επί της θρησκευτικής ζωής στην ΕΣΣΔ και σε σχέση με την άνοδο των εθνικιστικών – αποσχιστικών τάσεων στην Ουκρανική ΣΣΔ, η εκκλησιαστική και πολιτική κατάσταση στη χώρα επιδεινώθηκε γρήγορα. Συγκεκριμένα, ένα μέρος του κλήρου και των πιστών της Ουκρανικής Εξαρχίας θέλησε να απομακρυνθεί από την πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Επιστολές κληρικών των δυτικών περιοχών εστάλησαν στον Πατριάρχη Ποιμένα και στον μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετου ζητώντας την ανακήρυξη Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Η αρχιερατική σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 30- 31 Ιανουαρίου 1990 υιοθέτησε την απόφαση «Περί Εξαρχιών», η οποία παρείχε διευρυμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης στις εκκλησίες της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, καθώς και το δικαίωμα να αποκαλούνται Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και Ορθόδοξη Εκκλησία της Λευκορωσίας.
Στις 9 Ιουλίου 1990 στο Κίεβο στη συνεδρίαση της Ουκρανικής επισκοπής εξετάστηκε η κατάσταση και διαπιστώθηκε ότι στις δυτικές επαρχίες επιδεινώθηκε η θρησκευτική διελκυστίνδα μεταξύ των ορθοδόξων και των πιστών της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας (Ουνία). Η διαδικασία νομιμοποίησης της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας είχε, στο μεταξύ, μετατραπεί σε απηνή διωγμό των ορθοδόξων πιστών, με καταλήψεις ναών, εκδιώξεις ιερέων και επισκόπων, ξυλοδαρμούς κ.α. Πολλοί πιστοί για να γλιτώσουν προσχωρούσαν στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, οι επίσκοποι της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απευθύνθηκαν με ψήφισμα τους στον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών και στην Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προτείνοντας να ενισχύσουν με διαφόρους τρόπους το κύρος των ιερέων και των επισκόπων, με στόχο να σταματήσει η διαρροή πιστών προς τις σχισματικές Εκκλησίες. Η Ιερά Σύνοδος της Ουκρανικής Εξαρχίας ενέκρινε το ψήφισμα αυτό, το δε Πατριαρχείο της Μόσχας αποφάσισε να το εξετάσει κατά την έκτακτη Αρχιερατική Σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα στις 25 – 27 Οκτωβρίου 1990 υπό την προεδρία του Πατριάρχη Αλέξιου στην έδρα της Συνόδου, στη μονή του αγίου Δανιήλ, όπου συμμετείχαν 91 ιεράρχες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Κι εκεί που θα νόμιζε κανείς πως τα πράγματα έχουν ομαλοποιηθεί και οι σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών βρίσκονται σε καλό σημείο, δύο χρόνια αργότερα, στις 7 Απριλίου 1992, στη γιορτή του Ευαγγελισμού, μετά τη λειτουργία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Βλαδίμηρου στο Κίεβο, ο Φιλάρετος ανακοίνωσε την άρνηση του να αποχωρήσει από τη θέση του προκαθήμενου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως είχε συμφωνηθεί. Ένα μήνα αργότερα, στις 6 και 7 Μαΐου 1992 στη Μόσχα συγκλήθηκε η διευρυμένη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οποία συμμετείχαν και αρχιερείς της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς όμως την παρουσία του Φιλάρετου, ο οποίος ήταν μόνιμο μέλος της Συνόδου και ασχολήθηκε με την κατάσταση όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά τις δημόσιες δηλώσεις του Φιλάρετου. Ο μητροπολίτης Χαρκόβου και Μποχοντουχόβσκ Νικόδημος, εκτελώντας τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, συγκάλεσε και τέθηκε επικεφαλής της Συνόδου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και έστειλε επιστολή στο Φιλάρετο στις 14 Μαΐου παρακαλώντας τον να συγκαλέσει Αρχιερατική Σύνοδο «προς χάριν της ειρήνης της Εκκλησίας μας», αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Στην Αρχιερατική Σύνοδο που ακολούθησε συμμετείχαν 17 αρχιερείς. Μετά την αλλαγή ορισμένων άρθρων του Καταστατικού Χάρτη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αφορούσαν στην τάξη εκλογής του προκαθημένου της, η διευρυμένη Ιερά Σύνοδος απέκτησε 7 μέλη, εκ των οποίων τα τέσσερα μόνιμα. Η Σύνοδο του Χαρκόβου, όπως έμεινε στην ιστορία, υιοθέτησε πρόταση δυσπιστίας προς τον μητροπολίτη Φιλάρετο, τον καθαίρεσε από την μητροπολιτική έδρα του Κιέβου, από τη θέση του προκαθήμενου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Σύνοδος διεξήχθη απόντας του Φιλαρέτου, ο οποίος αρνήθηκε να λάβει μέρος, αγνοώντας τις επανειλημμένες προσκλήσεις που του εστάλησαν. Μετά από αυτό, και βάσει του Κεφαλαίου V, άρθρα 12 και 13 του Καταστατικού Χάρτη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξελέγη ο νέος της προκαθήμενος Βλαδίμηρος (Σαμποντάν).
Σήμερα η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο της Μόσχας) θεωρεί πως είναι συνέχεια της Μητρόπολης Κιέβου της πρώην Ουκρανικής Εξαρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι μια αυτόνομη Εκκλησία της Ορθοδοξίας. Η Αρχιερατική Σύνοδος του 2000 θεώρησε αναγκαία την επίτευξη ομοφωνίας στο ζήτημα της αυτονομίας αλλά και την υπέρβαση του σχίσματος προς το καλό των πιστών και της ίδιας της Εκκλησίας. Ωστόσο, ο προκαθήμενος της εκλέγεται από την τοπική σύνοδο των επισκόπων και ευλογείται από τον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Οι επίσκοποι της Ουκρανίας συμμετέχουν στις τοπικές συνόδους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και στην εκλογή του Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών.
Τα όργανα διοίκησης της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι: η Σύνοδος, η Σύνοδος των επισκόπων (Αρχιερατική σύνοδος) και Ιερά Σύνοδος υπό την προεδρία του μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας.
Σύμφωνα με δικά της επίσημα στοιχεία, όπως παρατέθηκαν στην Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του 2008, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελείται από 43 επαρχίες, τις οποίες διοικούν 54 αρχιερείς (εκ των οποίων οι 11 είναι τιτουλάριοι) και αριθμεί περίπου 10.900 ενορίες. Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει 8.962 ιερωμένους από τους οποίους οι 8.517 είναι ιερείς και 445 διάκονοι. Διαθέτει επίσης 20 εκπαιδευτικά ιδρύματα: μία θεολογική ακαδημία, 7 θεολογικά σεμινάρια και 12 σχολές, 3.850 κατηχητικά σχολεία, 4.650 μοναχούς σε 175 μονές, από τις οποίες οι 85 είναι για άντρες και οι 90 για γυναίκες. Με εξαίρεση της τρεις περιοχές της Γαλικίας (Δυτική Ουκρανία: Λφοβ, Ιβάνο – Φρανκό, Τερνόπολ), η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (του Πατριαρχείο της Μόσχας) είναι η κυρίαρχη ομολογία πίστεως σε όλη την επικράτεια της χώρας.
Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου του Κιέβου, γνωστή και ως Πατριαρχείο του Κιέβου. Πρόκειται για μη κανονική τοπική αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η ίδρυση της ανάγεται το 1992 ως αποτέλεσμα της δράσης ενός μέρους των ιεραρχών της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι επέμεναν στην πλήρη αυτοτέλεια της από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, τους οποίους υποστήριζε η τότε ουκρανική πολιτική ηγεσία.
Η ιδρυτική σύνοδος διεξήχθη στις 25 και 26 Ιουνίου 1992 στην πόλη του Κιέβου. Το Πατριαρχείο του Κιέβου δεν το αναγνωρίζει καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία του κόσμου. Διατηρεί ευχαριστιακή κοινωνία με μια σειρά άλλων μη κανονικών εκκλησιών. Τα μυστήρια του Πατριαρχείου του Κιέβου αναγνωρίζονται από την Ουκρανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία και την Ρωμαιοκαθολική. Οι πιστοί του Πατριαρχείο του Κιέβου θεωρούν πως η ιστορία του ξεκινάει με την Μητρόπολη του Κιέβου, η οποία βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απορρίπτοντας τη νομιμότητα της μεταβίβασής της υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας το 1686.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με αφορμή της πολιτική της περεστρόικα και της γενικότερης φιλελευθεροποίησης του σοβιετικού καθεστώτος επί Γκορμπατσόφ, ιδιαίτερα στις δυτικές επαρχίες της Ουκρανίας παρατηρήθηκε το φαινόμενο της μαζικής προσχώρησης ιερέων και πιστών στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία και στην Ουκρανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία. Είναι η περίοδος όπου οι πιστοί της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπόκεινται διωγμούς, με αποτέλεσμα να διαλυθούν σχεδόν όλες οι ενορίες της. Είναι η εποχή όπου Η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ουκρανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία υφαρπάζουν όλα σχεδόν τα περιουσιακά στοιχεία, τους ναούς, τα μοναστήρια, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η ρήξη μεταξύ των ορθοδόξων και η ενίσχυση της Ουνίας, η αρχιερατική σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1990 αποφάσισε την παροχή ευρείας αυτονομίας στην Ουκρανική και τη Λευκορωσική Εξαρχία, οι οποίες έλαβαν γενναία οικονομική ανεξαρτησία, το δικαίωμα να ονομάζονται Ουκρανική και Λευκορωσική Ορθόδοξη Εκκλησίες, να έχουν τις δικές τους Συνόδους, στις οποίες μεταφέρθηκαν οι δικαστικές, νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες.
Μοιραίος όμως είναι ο ρόλος του μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας Φιλάρετου (Ντενισένκο), οποίος επί 25 έτη κατείχε τη θέση του Έξαρχου της Ουκρανίας. Ο Φιλάρετος, γνωστός για τις σχέσεις του με την KGB στα χρόνια της ΕΣΣΔ άρχισε να διοικεί την Εκκλησία με τρόπο αυταρχικό και αυθαίρετο, πράγμα που συκοφάντησε την Ορθοδοξία στα μάτια των κατοίκων των δυτικών περιοχών της Ουκρανίας. Αυτή ήταν μια από τις βασικές αιτίες για τις αποσχιστικές τάσεις από το Πατριαρχείο της Μόσχας που αναπτύχθηκαν με ραγδαίο ρυθμό μεταξύ των κληρικών και των πιστών. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση όμως που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας: μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ποιμένα, ο Φιλάρετος ήταν τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου, έβαλε υποψηφιότητα για να εκλεγεί πατριάρχης, έχασε όμως την εκλογή κατά τη Τοπική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ο μητροπολίτης Φιλάρετος με το πρόσχημα της αναγκαίας ομαλοποίησης της εκκλησιαστικής ζωής στην Ουκρανία, επεδίωξε ακόμη μεγαλύτερη αυτονομία για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησίας. Στις 9 Ιουλίου, οι ουκρανοί επίσκοποι με πρωτοβουλία του Φιλάρετου, υιοθέτησαν το «Διάγγελμα της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ανεξαρτησία και την αυτοτέλεια στη διοίκησή της», σε Σύνοδο που συγκλήθηκε στο Κίεβο εξέλεξε τον Φιλάρετο προκαθήμενο της, ενώ στις 10 Ιουλίου η Σύνοδος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάσισε τη λήψη μέτρων που αποσκοπούσαν στη διεύρυνση της αυτονομίας της Ουκρανικής Εξαρχείας, με το πρόσχημα της ομαλοποίησης της εκκλησιαστικής ζωής στην Ουκρανία. Λόγω της κρισιμότητας του ζητήματος, αυτό συζητήθηκε στην Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις 25 – 27 Οκτωβρίου 1990, η οποία κατήργησε τον τίτλο «Ουκρανική Εξαρχία» και παραχώρησε στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία την ανεξαρτησίας και την αυτοτέλεια της στη διοίκηση και αποφάσισε ότι ο προκαθήμενος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να εκλέγεται από τους ουκρανούς επισκόπους, να ευλογείται από τον Μακαριότατο Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών και να φέρει τον τίτλο Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας. Στις 28 Οκτωβρίου ο Πατριάρχης Αλέξιος ο Β’ έφτασε στο Κίεβο για να ανακοινώσει επισήμως την ανεξαρτησία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο η επίσημη πατριαρχική λειτουργίας στο ναό της Αγίας Σοφίας αμαυρώθηκε από την οργισμένη διαδήλωση που οργάνωσαν εθνικιστικές οργανώσεις. Στις 22 – 23 Νοεμβρίου 1990 στο Κίεβο συγκλήθηκε τοπική σύνοδος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία υιοθέτησε το νέο Καταστατικό Χάρτη και ανακήρυξε την ανεξαρτησία και την αυτοτέλεια της.
Το 1992 ο Φιλάρετος ακολουθώντας μια πολιτική που θα τη ζήλευαν ακόμη και οι πιο έμπειροι βυζαντινοί δολοπλόκοι, καταφέρνει να αποσπάσει την υποστήριξη του τότε προέδρου της χώρας Κραβτσούκ και με αντικανονικές διαδικασίες να δημιουργήσει το δικό του προσωπικό «Πατριαρχείο». Σήμερα το αυτοαποκαλούμενο «Πατριαρχείο του Κιέβου» αναγνωρίζεται κυρίως από πιστούς που κατοικούν στις δυτικές περιοχές της Ουκρανίας, στη Γαλικία και τη Βολίν, καθώς επίσης και στις περιοχές του Κιέβου και των Τσερκάσι. Σε καμία από τις περιοχές της Ουκρανίας δεν έχει δεσπόζουσα θέση: στις δυτικές περιοχές κυριαρχεί η Ελληκοκαθολική Εκκλησία, στις νοτιοανατολικής η πλειοψηφία των πιστών ακολουθεί την κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέρχονται από την Ουκρανική Επιτροπή Εθνικοτήτων και Θρησκευμάτων, την 1η Ιανουαρίου 2010 στην Ουκρανία η Εκκλησία αυτή διαθέτει 4281 ενορίες, χωρισμένες σε 32 επαρχίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησίας Πατριαρχείο του Κιέβου διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και της Εκκλησία της Ουνίας στην Ουκρανία.
Η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, μη αναγνωρισμένη κανονικά ορθόδοξη εκκλησία της Ουκρανίας και της ουκρανικής διασποράς στη Βόρεια Αμερική και στη Δυτική Ευρώπη. Οι πιστοί της Εκκλησίας αυτής της Ουκρανία βρίσκονται συγκεντρωμένοι, κυρίως, στις περιοχές του Κιέβου, του Χάρκοφ, της Πολτάβας, της Οδησσού, του Τσερκάς, του Λβοφ, της Βίνιτσα, του Ιβάνο- Φρανκόφσκ και του Τερνίπολ. Προκαθήμενος από τις 14 Σεπτεμβρίου 2000 είναι ο Μεθόδιος (Κουντριακόφ) που φέρει τον τίτλο του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας.
Η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία ιδρύθηκε μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 ως αποτέλεσμα του κινήματος για την απόσχιση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από την κρατική εξουσία και τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1919 το Διευθυντήριο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουκρανίας με επικεφαλής τον Συμεών Πετλιούρα ανακήρυξε το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την 5η Μαΐου 1920 μια ομάδα ιερέων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και στελεχών του ουκρανικού εθνικιστικού κινήματος ανακήρυξαν το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κανείς όμως από τους επίσκοπους δεν έλαβε μέρος. Συνεπώς ήταν αδύνατη η χειροτονία επισκόπων και ιερέων. Οι αναζητήσεις επίσκοπου που θα συμφωνούσε να γίνει μέλος της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξου Εκκλησίας συνεχίστηκαν μέχρι την 30η Οκτωβρίου 1921 χωρίς επιτυχία. Τον Οκτώβριο του 1921 οι οπαδοί του Αυτοκέφαλου συγκάλεσαν στο Κίεβο «Πανουκρανική σύνοδο του κλήρου και των λαϊκών», στην οποία δεν έλαβε μέρος κανένας από τους αρχιερείς της Ρωσικής Εκκλησίας. Η σύνοδος αυτή αποφάσισε πως μπορούν να γίνουν χειροτονίες χωρίς τη συμμετοχή επισκόπων.
Η Γενική Πολιτική Διεύθυνση[1] υποστήριξε το «Ανανεωτικό κίνημα» της Ρωσικής Εκκλησίας στη σύνοδο του 1923, η οποία και αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Το 1930 όμως λόγω της νέας πολιτικής πραγματικότητας, η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της. Ο κλήρος της Εκκλησίας εξοντώθηκε σχεδόν ολοσχερώς, και μόνο ο επίσκοπος Ιωάννης (Τεοντορόβιτς) συνέχισε να λειτουργεί στον Καναδά και στις ΗΠΑ, όπου η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησίας είχε ιδρύσει με επιτυχία τη δική της εκκλησιαστική επαρχία.
Το 1942 η χειροτονία των ιερέων που είχε γίνει στη δεκαετία του 1920 επικυρώθηκε από τους ιεράρχες της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας (η χειροτονία των οποίων ανάγεται στην Πολωνική Ορθόδοξη Εκκλησία). Η Εκκλησία αποκαταστάθηκε στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς Ναζί εδάφη της Ουκρανίας. Δεν έγιναν όμως άλλες χειροτονίες. Κατά την περίοδο της κατοχής της Ουκρανίας, τον Αύγουστο του 1941 ο μητροπολίτης Κιέβου Νικόλαος (Γιαρουσέβιτς) κατέφυγε στη Μόσχα. Επικεφαλής των εκκλησιαστικών δομών του Πατριαρχείου της Μόσχας στα εδάφη του Γ’ Ράιχ στην Ουκρανία αναγνωρίστηκε «ο πρεσβύτερος των ιεραρχών» αρχιεπίσκοπος Βολίνσκι, οποίος μέχρι το 1940 ήταν ιεράρχης της Πολωνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ταυτόχρονα ο μητροπολίτης Βαρσοβίας Διονύσιος (Βαλεντίνσκι) στις 24 Δεκεμβρίου 1941 διόρισε τον επίσκοπο Πολύκαρπο (Σικόρσκι) «προσωρινό διοικητικό υπεύθυνο της Ορθόδοξης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας στις απελευθερωμένες περιοχές της Ουκρανίας». Στις 8 – 10 Φεβρουαρίου 1942 με την ευλογία του μητροπολίτη Διονυσίο στο Πινσκ διεξήχθη η «Σύνοδος των αυτοκέφαλων ουκρανών επισκόπων», οι οποίοι χειροτόνησαν άλλους τρεις αρχιερείς. Στις 4 Μαΐου 1943 η διοίκηση του Γ’ Ράιχ αναγνώρισε την Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, στη συνέχεια όμως ήρε την υποστήριξή της, λόγω της ολοένα και διευρυνόμενης σχέσης των ιεραρχών της με τις ουκρανικές εθνικιστικές οργανώσεις.
Μετά την απελευθέρωση της Ουκρανίας από τον Κόκκινο Στρατό το 1944, η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία τέθηκε εκτός νόμου. Τον μοναδικό ιεράρχη της στα εδάφη της ΕΣΣΔ Θεόφιλο (Μπουλντόφσκι) τον συνέλαβαν το Νοέμβριο του 1944 και πέθανε στη φυλακή. Οι ενορίες της Εκκλησίας αυτής τέθηκαν υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας, όπως και οι ενορίες της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας (Ουνία) μετά την «αυτοδιάλυσή» της το 1946. Η πλειοψηφία των επισκόπων της και πολλοί ιερείς κατέφυγαν στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Λατινική Αμερική και την Αυστραλία. Οι πιστοί της Εκκλησίας αυτής ήταν αποκλειστικά εμιγκρέδες καταγόμενοι κυρίως από τη Δυτική Ουκρανία.
Το 1989 η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία ξεκίνησε τη νόμιμη λειτουργία της στην Ουκρανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία. Τότε ήταν που προσχώρησε σε αυτήν ο εν αργία ευρισκόμενος επίσκοπος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Ιωάννης (Μπονταρτσούκ). Οι ιερείς και οι λαϊκοί όμως ανακήρυξαν προκαθήμενο τους τον μητροπολίτη Μστισλάβ (Σκιπνίκ). Το 1989 στη σύνοδο του Λβοφ – Πετροπάβλοσκ επισήμως ανακηρύχθηκε η αποκατάσταση της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη σύνοδο του Κιέβου το 1990 υιοθετήθηκε ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας και ανακηρύχθηκε ο Μστισλάβ ως Πατριάρχης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας. Ωστόσο οι αρχές αρνήθηκαν να επιστρέψουν τους ναούς και την περιουσία αυτής της Εκκλησίας. Επισήμως, η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία καταχωρήθηκε ως ιερό καθίδρυμα το 195 και της παραχωρήθηκε ο ναός του Αγίου Ανδρέα στο Κίεβο.
Σύμφωνα με δικά της επίσημα στοιχεία το 2001 διέθετε 11 επαρχίες, 561 ενορίες και 404 ιερείς. Το 80% των ενοριτών της ανήκει στις τρεις περιοχές της Δυτικής Ουκρανίας (του Λβοφ, του Ιβάνο – Φρανκόφσκ και του Τερνίπολ). Το 2005 σύμφωνα με δικά της επίσημα στοιχεία πάντα, ο αριθμός των ενοριών της είχε φτάσει τις 1200 και ο αριθμός των ιερέων της ξεπερνούσε τους 700.
Η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία κανονική, είναι ένα μη κανονικό ιερό καθίδρυμα που δεν αναγνωρίζεται και δε βρίσκεται σε ευχαριστιακή επικοινωνία με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες ανά τον κόσμο. Από την 18η Ιουλίου 2005, προκαθήμενος της είναι ο Μωυσής, με τον τίτλο του Πατριάρχη Κιέβου και πασών των Ρωσιών – Ουκρανίας.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στα εδάφη της Διοίκησης του Γ’ Ράιχ στην Ουκρανία επανιδρύθηκε η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, το αυτοκέφαλο της οποίας αναγνώρισε ο Διονύσιος Βαλεντίνσκι, προκαθήμενος της Πολωνικής Ορδόδοξης Εκκλησίας, η οποία με τη σειρά της είχε δεχτεί την επικύρωση του δικού της αυτοκεφάλου το 1924 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον 7ο.
Το 1990, μετά τους εορτασμούς για τα 1000 χρόνια από τη Βάπτιση της Ρους του Κιέβου, εμφανίστηκε το κίνημα για να αναγέννηση του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο πρωθιεράς Ολέγκ Κούλικ πρωτοστάτησε σε αυτό το κίνημα, ιδρύοντας περίπου 200 ενορίες της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, όντας εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του μητροπολίτη στις περιοχές του Χμελίνσκι, της Βίννιτσας και του Ζιτόμιρ.
Στις 5 και 6 Ιουνίου 1990 στο Κίεβο διεξήχθη η επονομαζόμενη «Πανουκρανική Ορθόδοξη σύνοδος» με τη συμμετοχή περισσοτέρων των 700 αντιπροσώπων από ολόκληρη την Ουκρανία. Ανάμεσα τους ήταν 7 επίσκοποι και πλέον των 200 ιερέων. Η σύνοδος επικύρωσε την ίδρυση της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας και εξέλεξε Πατριάρχη τον Μστισλάβ (Σκίπνικ). Στις 2 Οκτωβρίου η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία δηλώθηκε επισήμως στο κράτος και στις 18 του ίδιου μηνός έγινε η ενθρόνιση του Πατριάρχη στο ναό της Αγίας Σοφίας του Κιέβου.
Στις 11 Ιουνίου 1993 πέθανε ο Πατριάρχης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Μστισλάβ. Λίγο πριν το θάνατο του έδωσε στη δημοσιότητα τη διαθήκη του, στην οποία καλούσε την Ουκρανική Αυτοκέφαλης Ορθόδοξη Εκκλησία να μην έχει καμιά απολύτως σχέση με τον πρώην μητροπολίτη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Φιλάρετο Ντενισένκο, ο οποίος είχε εκπέσει του ιερατικού του αξιώματος.
Το 1995 δύο χρόνια μετά το θάνατο του Πατριάρχη Μστισλάβ, οι ιεράρχες της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας στις ΗΠΑ πέρασαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Τον Οκτώβριο του 2002 στις ΗΠΑ διεξήχθη Σύνοδος αρχιερέων της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας – Συνοδικής, η οποία θεωρούσε εαυτόν κλάδο της Πολωνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η σύνοδος της αρχιερέων, αφού εξέτασε τα νέα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ουκρανία αποφάσισε να αναβιώσει το αρχαίο πατριαρχικό μοντέλο διοίκησης. Έτσι, προχώρησε την ίδρυση Αρχιεπισκοπής Κιέβου και πασών των Ρωσιών – Ουκρανίας, να χειροτονήσει τον αρχιμανδρίτη Μωυσή επίσκοπο και να τον στείλει ως μητροπολίτη Κιέβου και πασών των Ρωσιών – Ουκρανίας στη χώρα.
Στις 10 Οκτωβρίου 2002 στον καθεδρικό ναό των Αγίων Μαρτύρων Μπορίς και Γκλέμπ στο Κλίβελαντ των ΗΠΑ έγινε η χειροτονία του επισκόπου Μωυσή και η προαγωγή του σε μητροπολίτη Κιέβου και πασών των Ρωσιών – Ουκρανίας.
Το διάστημα 2004 – 2005 στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησίας – Συνοδική στις ΗΠΑ συμβαίνουν ορισμένα γεγονότα τα οποία αλλάζουν την κατάσταση των πραγμάτων στην Ουκρανία. Η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησίας – Συνοδική της Βόρειας και Νότιας Αμερκής μετατρέπεται σε Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησίας και με επικεφαλής τον μητροπολίτη Μιχαήλ (Γιαβτσάκ – Τσαμπιόν) ενώνεται με την Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησίας στην Ουκρανία αναγνωρίζοντας ως προκαθήμενο της τον μητροπολίτη Μεθόδιο (Κουντριακόφ).
Η Εκκλησία αυτή ακολουθεί το βυζαντινό τυπικό και το ιουλιανό ημερολόγιο. ΟΙ λειτουργίες γίνονται στα Ουκρανικά στην Ουκρανία, τα ισπανικά στο Μεξικό, τα αγγλικά στις ΗΠΑ και τα ιταλικά στην Ιταλία.
Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει η λατρεία των εικονοστασίων, των λειψάνων, η χειροτονία των αρχιερέων γίνεται σε πολύ νεαρή ηλικία και ο Πατριάρχης Μωυσής αναγνωρίζει την μετοίκηση των ψυχών και ασχολείται με την ερμηνεία των οραμάτων.
Η Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία (ανανεωμένη). Συνήθως αυτοαποκαλείται Επαρχία Χαρκόβο – Πολτάβας της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για ένα θρησκευτικό καθίδρυμα μη κανονικό, υπό την οπτική γωνία του Ορθόδοξου Κανονικού Δικαίου, η οποία δεν έχει ευχαριστιακή επικοινωνία με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ιδρύθηκε το 2003 μετά στο σχίσμα στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Η επίσημη ονομασία της δε χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή, υπάρχει μόνο ως ονομασία με την οποία έχει καταχωρηθεί επισήμως, αφού η ίδια η επαρχία θεωρεί πως είναι μέρος της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Επικεφαλής της στην Ουκρανία είναι ο αρχιεπίσκοπος Ίγκορ (Ισιτσένκο). Ως πνευματικό της ηγέτη θεωρεί την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία στις ΗΠΑ, η οποία ανήκει στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Ίγκορ σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην επίσημη ιστοσελίδα της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας (ανανεωμένη) στις 27 Σεπτεμβρίου ορίστηκε προσωπικός απεσταλμένος του μητροπολίτη Κωνσταντίνου (Μπαγκάν), ο οποίος είναι επικεφαλής της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Καναδά. Στο καταστατικό της επαρχίας Χαρκόβο – Πολτάβας αναφέρεται η αναγνώριση «ειδικής πνευματικής εξουσίας» του Οικουμενικού Πατριάρχη, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στις λειτουργίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η νομική ίδρυση της εκκλησίας αυτής για να γίνει δεκτή στην Ουκρανική Αυτοκέφαλης Ορθόδοξη Εκκλησία ως επαρχία, έγινε με πράξη της 27 Ιουλίου 1942 σε σύνοδο που έγινε στο κατεχόμενο από τα χιτλερικά στρατεύματα Χάρκοβ από τον ηγέτη του σχίσματος του Λούμπενσκ Θεόφιλο (Μπουλντόβσκι, ο οποίος είχε τον τίτλο του «Μητροπολίτη ολάκερης της αριστερής όχθης της Ουκρανίας), τον επίσκοπο του Περεγιάσλαφκ Μστισλάβ (Σκριπνίκ), τα μέλη της επαρχιακής διοίκησης και τον πρόεδρο της επαρχιακής διοίκησης πρωθιερέα Αλεξέι Ποτουλνίτσκι.
Η λειτουργία γίνεται στην ουκρανική γλώσσα, διαθέτει περίπου 25 ενορίες και ο καθεδρικός της ναός είναι του Αγίου Δημητρίου στο Χάρκοφ.
Η Ουκρανική Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία του Λβόφ[2], με επίσημη ονομασία Ουκρανική Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ένα μη κανονικό ορθόδοξο καθίδρυμα στην Ουκρανία με έδρα την πόλη Λβοφ. Επικεφαλής της είναι ο μητροπολίτης Πέτρος (Πετρουσέμ), οποίος είναι και ο άνθρωπος που την ίδρυσε το 1999.
Ο μητροπολίτης Πέτρος εγκατέλειψε το Πατριαρχείο του Κιέβου το 1997 και επέστρεψε στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία όταν κατείχε το ιερατικό αξίωμα του αρχιμανδρίτη. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα ανακοίνωσε την ίδρυση του δικού του προσωπικού καθιδρύματος. Το 2000, σύμφωνα με δήλωσή του, το καθίδρυμα διέθετε 20 ενορίες στις επαρχίες Τουρκόβσκ και Σταροσαμπόρσκ της περιοχής του Λβοφ. Λίγο αργότερα όμως το μεγαλύτερο μέρος των ενοριών αυτών επέστρεψε στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, στην εκκλησιαστική επαρχία του Μακάριου Μαλέτιτς. Σήμερα ο επίσκοπος Πέτρος διαθέτει μόνο μια επισήμως καταχωρημένη ενορία – την «Αυτόνομη Ορθόδοξη Ενορία του Αγίου Αποστόλου Ιωάννη του Θεολόγου» στο Λβόφ.
Η Ελληνοκαθολική Εκκλησία ή η Ουκρανική Ουνία
Η Ουκρανική Ελληνοκαθολική Εκκλησία ή Εκκλησία της Ουνίας, είναι μια τοπική καθολική εκκλησία που ακολουθεί το τυπικό της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διοικητικά είναι Αρχιεπισκοπή που λειτουργεί στην Ουκρανία και στην πλειοψηφία των χωρών όπου υπάρχει ουκρανική διασπορά.
Θεωρεί πως η ιστορία της ανάγεται στην Μητρόπολη Κιέβου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ιδρύθηκε μετά τη Βάπτιση της Ρους του Κιέβου στα τέλη του 10 αιώνα. Ο μητροπολίτης Κιέβου και πασών των Ρωσιών Ισίδωρος, ο οποίος πριν τη Σύνοδο της Φλωρεντίας είχε την έδρα του στη Μόσχα, ήταν ένας από εκείνους που πρωτοστάτησαν στην Ουνία της Φλωρεντίας το 1439, παραμένοντας για ένα διάστημα προκαθήμενος της μητρόπολης στην Κωνσταντινούπολη και στη Δυτική Ρωσική μητρόπολη, την επονομαζόμενη και μητρόπολη Κιέβου – Λβοφ.
Το 1596 ένα μεγάλο μέρος των επισκόπων της μητρόπολης Κιέβου με ηγέτη τον μητροπολίτη Μιχαήλ Ρογκοζόι (του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως) στη Σύνοδο του Μπρεστ αποφάσισαν την αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Πάπα της Ρώμης. Διατήρησαν το βυζαντινό τυπικό και άμφια, αλλά αναγνώρισαν την πρωτοκαθεδρία του Πάπα και όλα τα δόγματα της ρωμαιοκαθολικής ομολογίας πίστεως. Η Ελληνοκαθολική Εκκλησία έχει βαθιές ρίζες στις δυτικές περιοχές της Ουκρανίας, οι οποίες κατά διαστήματα ανήκαν σε κράτη και αυτοκρατορίες της Κεντρικής Ευρώπης. Στις περιοχές αυτές θεωρείται ως μια παραδοσιακή ομολογία πίστεως και εκκλησία, παραμένοντας πάντα εχθρική προς την Ορθόδοξη ομολογία πίστεως.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να κάνουμε στη συνεργασία που είχε αρχικά με τη NKVD του σταλινικού καθεστώτος, μετά την προσάρτηση των δυτικών περιοχών το 1939 ως αποτέλεσμα του συμφώνου Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ, αλλά, κυρίως, με τις χιτλερικές δυνάμεις κατοχής κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου ο προκαθήμενος της τότε, Αντρέι Σεπτίνσκι ευλογούσε τους ιερείς που εντάσσονταν στις οργανώσεις που συνεργάζονταν με τους εισβολείς και κυρίως στην εθελοντική 14η Μεραρχία, γνωστή ως SS Calicina. Η Ελληνοκαθολική Εκκλησία υποστήριξε ενεργά όλες τις ουκρανικές εθνικιστικές και αποσχιστικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, δε δίσταζε δε να συνεργαστεί ανοιχτά με τους κατακτητές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μετά τη λήξη του πολέμου η Εκκλησία αυτή να τεθεί εκτός νόμου από τις αρχές της ΕΣΣΔ. Τον Μάρτιο του 1945 το Συμβούλιο υποθέσεων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με επικεφαλής τον Καρπόφ, επεξεργάστηκε μια σειρά μέτρων για την απόσπαση των ενοριών της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας της ΕΣΣΔ και την ένωσή τους με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, τα οποία ενέκρινε ο ίδιος ο Ι. Β. Στάλιν, προσωπικά.
Τον Φεβρουάριο του 1990, μετά τη συνάντηση στο Βατικανό μεταξύ του τελευταίου προέδρου της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, ήρθη η απαγόρευση λειτουργίας της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας και άρχισαν να ιδρύονται οι ενορίες της με παράλληλη έναρξη της λειτουργικής τους ζωής. Το μεγαλύτερο μέρος των ναών στην Δυτική Ουκρανία που ανήκαν στο Πατριαρχείο της Μόσχας έγινε το αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των πιστών των δύο εκκλησιών και πολλές φορές κατέληξαν σε συμπλοκές με τραυματίες.
Στις 29 Αυγούστου 2005 η έδρα του πρωθιερέα της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας μεταφέρθηκε από το Λβοφ στο Κίεβο και την ίδια ημέρα ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος έδωσε τον Προκαθήμενο της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας τον τίτλο του Μακάριου Ύπατου Αρχιεπισκόπου Κιέβου και Γαλικίας.
Σήμερα η Ελληνοκαθολική Εκκλησία της Ουκρανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Annuario Pontifico του 2013 αριθμεί 4. 346.000 πιστούς. Διαθέτει 3335 ιερωμένους και 41 επισκόπους και 3.987 ενορίες. Η λειτουργία γίνεται στην ουκρανική γλώσσα, η οποία είναι η επίσημη γλώσσα αυτής της εκκλησίας μαζί με την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα (γλαγολιτική). Προκαθήμενος της Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας από 26/01/2001 είναι ο Σβιατοσλάβ Σεβτσούκ, από την 25η Μαρτίου 2011 με την ευλογία του Πάπα Βενέδικτου του 16ου.
Πέρα από τους Ορθόδοξους υπάρχουν οι Παλαιόπιστοι, προερχόμενοι από το σχίσμα που έγινε επί Πατριάρχη Νίκωνα το 1650 – 1651 με αφορμή τις αναθεωρήσεις των λειτουργικών κειμένων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι αριθμούν μερικές δεκάδες χιλιάδες πιστούς, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτα στοιχεία.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού της χώρας έχουν καταγραφεί 10.613 προτεσταντικές ενορίες ή ποσοστό 28,7% των θρησκευτικών καθιδρυμάτων της Ουκρανίας.
Στις αρχές του 21ου αιώνα ποσοστό από 1 έως 4% του πληθυσμού δήλωναν μουσουλμάνοι, προερχόμενοι κυρίως από την εθνική ομάδα των Τατάρων της Κριμαίας, στους κόλπους της οποίας έχει αναπτυχθεί ένα ισχυρό αποσχιστικό κίνημα της περιοχής και ένωσης της με την Τουρκία (!)
* * *
Ο προσεκτικός αναγνώστης, θα διαπίστωσε ήδη ότι σε περιόδους έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και «επαναστάσεων» το εκκλησιαστικό ζήτημα επανέρχεται με ιδιαίτερη οξύτητα στην Ουκρανία. Είναι εκείνες οι γκρίζες περίοδοι στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, όπου το παιχνίδια εξουσίας και επιβολής που παίζονται από τους μεγάλους διεθνείς παίκτες στο εσωτερικό της χώρας, χρησιμοποιούν κάθε δυνατό, θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, για να διευρύνουν την επιρροή τους.
Η θρησκευτική πίστη των Ουκρανών, η θρησκευτική πίστη ανθρώπων που μέσα σε 24 χρόνια είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται κατ’ επανάληψη εξαιτίας της διεφθαρμένης οικονομικής και πολιτικής ελίτ της χώρας, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους χειριστές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, προκειμένου να ενισχυθούν οι θέσεις των μεγάλων παικτών στο γεωπολιτικό παιχνίδι μιας ευρύτερης περιοχής, της περιοχής της Ευρασίας, όπου, κρίνεται το παιχνίδι της παγκόσμιας ηγεμονίας κατά τον Ζμπίγνιεφ Μπρεζίνσκι (Η Μεγάλη Σκακιέρα, εκδόσεις Λιβάνη, 1999).
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Γενική Πολιτική Διεύθυνση, γνωστή ως GPU, η μυστική αστυνομία του κομμουνιστικού καθεστώτος, διάδοχος της διαβόητης ΤΣΕ.ΚΕ. (σ.σ.)
[2] Ο τίτλος Ουκρανική Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία του Λβόφ, χρησιμοποιείται για να ξεχωρίζει από την Ουκρανική Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία υπήρχε στο έδαφος της Ουκρανίας τη δεκαετία του 1940 (σ.σ.)
Ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης είναι δημοσιογράφος
Πηγή: http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=27747&sw=1080