Τα 60 χρόνια από την αποκατάσταση της εορτάζει φέτος η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας. Καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά και νωρίτερα, η Βουλγάρικη Εκκλησία πέρασε από διάφορες φάσεις. Από το 1870, με φιρμάνι του σουλτάνου, είχε ιδρυθεί Βουλγαρική Εξαρχία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν αναγνωρισμένη από τους Οθωμανούς ως η εκκλησιαστική ηγεσία των βουλγαρικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας. Αυτή την ηγεσία αναγνώριζαν ως πνευματική αρχή και οι πληθυσμοί της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, που ιδρύθηκε το 1878. Λίγα χρόνια νωρίτερα,το 1872,το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδικάζει τον εθνοφυλετισμό και τη Βουλγαρική Εξαρχία.
Το σχίσμα μεταξύ των δύο πλευρών κράτησε ως τον 20ό αιώνα. «Το βουλγαρικό σχίσμα δυστυχώς ακολούθησε μια παράδοση στα Βαλκάνια, αρχικά με το ελληνικό σχίσμα (σ.σ.: επί Όθωνα, τον 19ο αιώνα) και αργότερα με αυτό της Ρουμανικής Εκκλησίας. Τόσο στην περίπτωση της Βουλγαρίας όσο και στις άλλες περιπτώσεις, η Εκκλησία μεταβάλλεται από θεανθρώπινο καθίδρυμα σε φορέα των εθνικών πόθων των λαών, χάνοντας το πνευματικό της βάθος και την ουσία της ύπαρξης της, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων»λέει στη «δημοκρατία» ο Ηλίας Ευαγγέλου, επίκουρος καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Οι προσπάθειες
Η πρώτη προσπάθεια για την άρση του σχίσματος εντοπίζεται χρονικά το 1930. Αν και υπήρξε πρόοδος, το θέμα δεν λύθηκε οριστικά, καθώς μεσολάβησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1944 έγινε η δεύτερη προσπάθεια για να λειανθούν οι διαφορές που χώριζαν τις δύο πλευρές. Η Βουλγαρική Εξαρχία δέχτηκε τους όρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στις 22 Φεβρουαρίου του 1945 πραγματοποιήθηκε η άρση του σχίσματος, με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη και την έκδοση σχετικού Τόμου. «Η άρση του σχίσματος δείχνει τη μεγαλοσύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την πνευματική και πολιτική του οξυδέρκεια, που επέτρεψε να υπερβεί ένα σχίσμα 70 ετών και μπόρεσε να ανοίξει νέους δρόμους, θέτοντας τα θεμέλια για συνύπαρξη, αγαστή συνεργασία και αλληλοβοήθεια σε δύσκολες εποχές που ο κόσμος ήταν μοιρασμένος, και τα Βαλκάνια ειδικότερα» σημειώνει ο κ. Ευαγγέλου.
Ο κομμουνισμός
Η επικράτηση του κομμουνισμού στη Βουλγαρία έφερε σε δύσκολη θέση την Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς, λόγω της έκρυθμης κατάστασης, πολλοί ιεράρχες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Στις 8 Μαΐου του 1953 η κληρικολαϊκή συνέλευση που συνεκλήθη προχώρησε στην εκλογή νέου προκαθημένου, του από Φιλιππουπόλεως Κυρίλλου, που θα έφερε στο εξής τον τίτλο του Πατριάρχη. Η αυθαίρετη ανακήρυξη του προκαθημένου της Βουλγαρικής Εκκλησίας σε Πατριάρχη προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού αποτελούσε εκτροπή από τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο που είχε δοθεί στη Βουλγαρική Εκκλησία το 1945.
Οι σχέσεις Φαναριού και Βουλγαρικής Εκκλησίας μπαίνουν σε μία νέα φάση ψύχρανσης έως τις 27 Ιουλίου του 1961, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η Ιερά Σύνοδος ανυψώνουν την Εκκλησία της Βουλγαρίας σε Πατριαρχείο. Οι σχέσεις της Μητέρας Εκκλησίας με τη Βουλγαρική Εκκλησία αποκαθίστανται και από τότε έως σήμερα είναι άριστες, όπως και με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες.
Βασίλης Σπυρόπουλος
Από την εφημερίδα «Δημοκρατία», Σάββατο 1 Ιουνίου 2013
***
60 χρόνια από την αποκατάσταση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου
Κείμενο: Υφηγήτρια διδάκτορας Βαλεντίνα Ντίνεβα
Στις 10 Μαΐου η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τα 60 χρόνια από την αποκατάσταση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου, η λειτουργία του οποίου διακόπηκε στα τέλη του 14ου αιώνα, όταν η Βουλγαρία έπεσε κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η αποκατάσταση του πατριαρχικού θεσμού αποτελεί γεγονός με ιστορική σημασία στην αιώνια εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία του βουλγαρικού κράτους.
Ήδη πριν από την Αναγέννηση οι Βούλγαροι εκκλησιαστικοί παράγοντες άρχισαν τον αγώνα τους για την ιδέα αυτή. Το πρώτο βήμα ήταν η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη το 1870.
Μετά το 1944 και την εγκαθίδρυση φιλοσοβιετικού καθεστώτος στη χώρα, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία υποτάχθηκε στο κράτος. Από τα μέχρι τότε δύο Ιερατικές Σχολές στη Σόφια και το Πλόβντιφ, ένα ιεροδιδασκαλείο και ένα Θεολογικό Ινστιτούτο, το 1951 επιβίωσε μόνο η Ιερατική Σχολή στη Σόφια, ενώ η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστήμιο της Σόφιας μετατράπηκε σε Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών. Ο Βούλαγρος Έξαρχος Στέφανος απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και στις 24 Νοεμβρίου του 1948 στάλθηκε στο χωριό Μπάνια, στα περίχωρα του Κάρλοβο, και στερήθηκε του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και του δικαιώματος να τελεί λειτουργίες.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1951 η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξαναγκάστηκε να εγκρίνει το τυπικό που της επέβαλε η κυβέρνηση και να εκλέξει νέο πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου, τον Μητροπολίτη του Πλόβντιφ Κύριλλο. Με την επικύρωση του νέου τυπικού η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάστηκε πατριαρχείο.
Στις 8 Μαΐου του 1953 συγκλήθηκε Εκκλησιαστική Σύνοδος. Την επόμενη μέρα – 9η Μαΐου, η σύνοδος ενέκρινε το τυπικό της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις 10 Μαΐου του 1953 η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύχθηκε επισήμως Πατριαρχείο. Πατριάρχης εξελέγη ο Μητροπολίτης του Πλόβντιφ Κύριλλος, ο οποίος παρουσιάζεται έμμεσος διάδοχος του τελευταίου Βουλγάρου Πατριάρχη, αγίου Ευθυμίου. Η ενθρόνιση του Πατριάρχη έγινε αμέσως μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Στην τελετή ήταν παρόντες μέλη της κυβέρνησης, εκπρόσωποι της πολιτιστικής ζωής στη Βουλγαρία, ξένες αντιπροσωπείες και πολλοί πιστοί.
Ο γνωστός Βούλγαρος πολιτικός Στόιτσο Μποσάνοφ σημειώνει στο ημερολόγιό του τα εξής: "Γίνεται σαφές ότι οι στόχοι της αποκατάστασης του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1953 ήταν στόχοι της εξωτερικής πολιτικής". Στην πραγματικότητα, στην Γ’ Εκκλησιαστική Σύνοδο δεν ήταν παρόντες εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας απέρριψε την πρόσκληση της βουλγάρικης Ιεράς Συνόδου.
Το νεοσύστατο Βουλγαρικό Πατριαρχείο αναγνωρίστηκε από όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες, με τις οποίες έρχεται σε ζωντανές επαφές με αμοιβαία μηνύματα και επισκέψεις. Το κύρος της Βουλγαρικής Εκκλησίας ενισχύεται τόσο ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και οργανώσεις, όσο ανάμεσα στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Χάρη στη μεσολάβηση του Πατριαρχείου Αντιοχείας, της Ρωσικής και άλλων αδελφών εκκλησιών στις 27 Ιουλίου του 1961 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επίσης αναγνώρισε επισήμως το αποκατεστημένο Βουλγαρικό Πατριαρχείο.
Την άνοιξη του 1962 βουλγαρική εκκλησιαστική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κύριλλο, πραγματοποίησε ιστορική επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τα ανατολικά Πατριαρχεία: Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία με επίσκεψη και στο Άγιον Όρος. Τότε το Βουλγαρικό Πατριαρχείο αναγνωρίστηκε επισήμως από τους ηγέτες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Κυρίλλου το 1971, Προκαθήμενος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επί 41 χρόνια ήταν ο Πατριάρχης Μάξιμος, ο οποίος απεβίωσε στις 6 Νοεμβρίου του 2012. Μερικούς μήνες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου του 2013 σε εκκλησιαστική σύνοδο ο Μητροπολίτης του Ρούσε Νεόφυτος εξελέγη Βούλγαρος Πατριάρχης.
Μετάφραση: Ντενίτσα Σοκόλοβα
Πηγή: http://bnr.bg/sites/el/Lifestyle/HistoryAndReligion/Pages/10052013_bg_partriarchy_60_years.aspx