Ζωηφόρος

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού(3), του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού,

Rate this item
(0 votes)

Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού(3)

του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Η αποθάρρυνση ένας ύπουλος εχθρός

Ο Κύριος μας γνωστοποιεί ποιος έμπρακτα τον αγαπά: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστιν ο αγαπών με. Ο μη αγαπών με ου τηρεί τους λόγους μου» (Ιω. ιδ΄ 21, 24). Η τήρηση, λοιπόν, των εντολών επισφραγίζει την έμπρακτη αγάπη μας προς το Χριστό. Είναι η επίμονη άρνηση των εμπαθών πράξεων και σκέψεών μας. Είναι η άρνηση του παραλόγου, της παρά φύση ζωής, του παλαιού ανθρώπου, που είναι η πλήρης παραχάραξη της προσωπικότητας που περιείχε το πρωτόκτιστο κάλλος του «κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν».

Εάν ο σκοπός της δικής μας δημιουργίας είναι η εκπλήρωση του «ενοικήση εν ημίν ο Θεός και εμπεριπατήσει και έσται ημίν εις Πατέρα ημείς δε υιοί και θυγατέρες», ποια πρέπει να είναι η δική μας αναστροφή και όλες μας οι ενέργειες;

Επειδή δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στον πρωταρχικό μας στόχο, τουλάχιστο ας κρατήσουμε τη μετάνοια, που η θεία παναγαθότητα μας χάρισε για να επαναφέρουμε σχετική ισορροπία.

Άρα η τήρηση των εντολών ως νομοθεσία δεν είναι κυριαρχική απαίτηση δεσπότη προς υποτελείς, αλλά επείγουσα αναγκαιότητα αρρώστων και μελλοθανάτων που έχουν ανάγκη ανάρρωσης και θεραπείας. Εάν κατά τη Γραφή «ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται» (Ιεζ. ιη’ 4) και « εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ουκ εισελεύσεται» (πρβλ. Σοφ. Σολ. α’ 4) επιβάλλεται απαραίτητα η εφαρμογή των εντολών ως του απόλυτου μέσου για τη σωτηρία.

Πολύ συχνά ακούεται η αφελέστατη κρίση: «Μα δεν σκότωσα κανένα για να είμαι ένοχος!». Ο κατώτερος σταθμός της διαστροφής! Για τον άνθρωπο που πλάστηκε «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν» δεν είναι μόνο το έγκλημα ενοχή. Το έγκλημα είναι όρος της κτηνωδίας. Και για την απραξία της ενάρετης ζωής καταλογίζεται ευθύνη. «Τω ειδότι ουν καλόν ποιείν και μη ποιούντι αμαρτία αυτώ εστιν» (Ιακ. δ’ 17).

Ο επιτυχημένος τρόπος της τήρησης των εντολών είναι πρώτα η πρακτική αντίσταση κατά των πονηρών συνηθειών και των παθών που αποκομίσαμε από την προηγούμενη ζωή της αμέλειας και δεύτερο, ο αποχωρισμός μας από τα αίτια και τις ύλες που μας παρακινούν και που με αυτά επιβάλλεται η έξη της αμαρτίας. Σ αυτό επιμένουν οι Πατέρες ως έμπειροι εφαρμοστές αυτής της επιτυχίας. Αρα «καιρός ημάς εξ ύπνου εγερθήναι. Τα αρχαία παρήλθεν ιδού γέγονεν καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17).

Λέγει ο Κύριός μας: «Όπου ειμί εγώ εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (’Ιω. ιβ’ 26) και πάλιν «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» (Ματθ. ιβ’ 3θ). Ο παμπόνηρος και πολυμήχανος εχθρός μας διάβολος πολεμά με ανεπτυγμένο και συστηματικό πρόγραμμα. Και το πλείστον του δικού μας γένους βρίσκεται σε άγνοια του μυστηριώδους τούτου τρόπου της μάχης και της πάλης. Πέραν των ακατονόμαστων τρόπων και μορφών της πλάνης και απάτης που προβάλλει «εξ αριστερών», με την περιεκτική κακοήθεια, δεν σταματά να πολεμά και «εκ δεξιών».

Ένα εξαιρετικό όπλο, που χρησιμοποιεί στους καιρούς μας, είναι η ολέθρια αποθάρρυνση, που οδηγεί στην απογοήτευση παρά στην ελπίδα και το θάρρος που ανήκει στους πιστούς που ζουν με τη Χάρη και την πίστη. Η αποθάρρυνση, εάν δεν ανακοπεί και προχωρήσει, γίνεται απόγνωση και απελπισία. Αυτό είναι το τέρμα των δεινών της ανθρώπινης δυστυχίας, το τέρμα του ολέθρου και της καταστροφής, στην οποία καταντήσαμε μεταπτωτικά.

Απαράβατος σχεδόν κανόνας της δικής μας ευτέλειας είναι η τρεπτότητα και μεταβολή που προήλθε από την πτώση. Η διάνοια υφίσταται διαρκώς την τροπή και μεταβολή «επί τα πονηρά» και άρα κανένας δεν εξαιρείται «καν μία ημέρα εστίν η ζωή αυτού». Ο παμπόνηρος εχθρός και εκδικητής παρακάθεται σ’ αυτό το κέντρο.

Με την ορθή πρόθεσή μας να ευαρεστήσουμε το Θεό υπογράφονται οι συνθήκες του κανόνα της ζωής μας. Τα πάθη όμως που επικρατούν, οι συνήθειες, το περιβάλλον και ιδιαίτερα η απειρία της πάλης αυτής, μας προκαλεί ολισθήματα αφού υπάρχουν και αυτές οι αλλοιώσεις, ως κακοί γείτονες.

Αυτή η αρρώστια της αποθάρρυνσης έχει και φυσικά ερείσματα, έχει και επίκτητα που οφείλονται στο φθόνο του διαβόλου. Είναι φυσικό να δημιουργείται αποθάρρυνση αμέσως μετά το πρακτικό λάθος και το σφάλμα του ανθρώπου, όπως δημιουργείται ο πόνος μετά το τραύμα και όπως ακολουθεί η σκια πίσω από κάθε σώμα. Ο διάβολος μετά το σφάλμα επιδιώκει με αυτό το όπλο να εξουδετερώσει τελείως το θύμα του. Και να γιατί. Όλη η δραστηριότητα του ανθρώπου έγκειται στο ζήλο και την προθυμία του. Ο ζήλος είναι η κινητήρια δύναμη όλης της πρακτικής ενέργειας. Ο Κύριος μας αναφέρει σαφέστατα:«Έ- στωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λουκ. ιβ’ 35). Το ζώσιμο της «οσφύος» και οι «καιόμενοι λύχνοι» αυτόν το ζήλο συμβολίζουν. Αν αυτόν τον κρατούμε και ενεργεί, σηκώνει αυτός το βάρος του κόπου όλης της δραστηριότητας του διπλού μας καθήκοντος. Της πάλης προς τα πάθη και του γενικού κακού και της εφαρμογής των θείων εντολών. Γνωρίζοντας ο εχθρός μας τη μεγάλη σημασία αυτού του μέσου της επιτυχίας, ευμέθοδα φροντίζει να το αδρανοποιήσει και να μας αφοπλίσει στον αγώνα εναντίον του. Με την αποθάρρυνση και απογοήτευση ο εχθρός προσβάλλει και αφανίζει αυτόν το ζήλο, που είναι όλη η πρόθεση και η θέρμη της απόφασης και έτσι ο άνθρωπος παραδίδεται στη μάχη άνευ όρων. Περισσότερο λειτουργούν σε μας οι φυσικοί παράγοντες παρά οι σατανικές επιβουλές, που πιο πολύ παραχωρούνται στους προχωρημένους στην αρετή και την πείρα.

Το πρώτο τραύμα στη φύση μας, που συνέβη μετά την παρακοή των πρωτοπλάστων, ήταν βλέπετε ο φόβος και η δειλία που γεννούν την αποθάρυνση. Οι Πατέρες μας, που ήταν έμπειροι στη νοητή πάλη, μας ερμηνεύονν με σαφήνεια αυτά τα μυστικά της μάχης προς τον εχθρό. Απαραίτητος κανόνας στο χώρο της μετάνοιας είναι η επίγνωση με λεπτομέρεια του τρόπου της πάλης επειδή αλάνθαστη ζωή δεν υπάρχει και άρα η μετάνοια παραμένει ως μόνιμο καθήκον. Για να επιτύχει κάποιος στην εργασία της μετάνοιας πρέπει με κάθε τρόπο να εκτοπίσει την αποθάρυνση για να μείνει μαζί του αμετάβλητη η θέρμη του θείου ζήλου, με το θάρρος του οποίου θα γίνουμε νικητές.

Θα εξηγήσουμε σύντομα τι είναι ο θείος ζήλος και πόσο μας βοηθά η ενέργειά του.

Ο Κύριος μας αναφέρει, στο ευαγγέλιό του, ότι «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!» (Λουκ. ιβ’ 49). Αυτό το πυρ που ο Κύριός μας άναψε με την παρουσία του ανάμεσά μας, είναι ο θείος ζήλος, που μας ερεθίζει για την τήρηση των θείων εντολών, που είναι το χριστιανικό μας καθήκον. Αυτόν το θείο ζήλο, αυτήν τη θέρμη της ευλάβειας, γεννά ο θείος φόβος και το φόβο γεννά η πρώτη πίστη που μας οδηγεί στη θεογνωσία. Το στοιχείο που συγκρατεί αλλά και αυξάνει το θείο ζήλο είναι η ακρίβεια της συνείδησης, η ακριβής κατά το δυνατό τήρηση των θείων εντολών.

Εκείνος που κρατά αυτήν την τάξη στη χριστιανική του διαγωγή κάνει το θείο ζήλο να παραμένει αλλά και να αυξάνεται και κατά το θείο λόγιο «λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου» (Ψαλμ. ριη’ 105). Όπως προαναφέραμε αυτή η θέρμη της ευλάβειας ως ενέργεια του θείου ζήλου, σηκώνει το βάρος του κόπου της ποικίλης αγωνιστικότητας και έτσι ο αγωνιστής με προθυμία εκτελεί τα καθήκοντά του και ας είναι κουραστικά στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που οι πολυάριθμοι αθλητές της πίστης πραγματοποίησαν με ευκολία τους τόσο σκληρούς και αδυσώπητους αγώνες, αιματηρούς ή αναίμακτους, χάρη στην ευσέβεια.

Όποιος, λοιπόν, θέλει με τη Χάρη του Χριστού να αθλήσει νόμιμα, ας κρατήσει αχώριστο μαζί του το μακάριο ζήλο και η επιτυχία του θα είναι βέβαιη και πραγματική.

Γνωρίζοντας ο παμπόνηρος εχθρός μας τη σημασία και ωφέλεια του θείου ζήλου, προσπαθεί ευμέθοδα να την εκτοπίσει και με έξυπνο τρόπο αποθαρρύνει όλους τους αγωνιστές. Οι Πατέρες λένε το εξής παράδειγμα: Όπως ο κυνηγός επιδιώκει να κτυπήσει το θήραμά του στο κεφάλι για να το εξουδετερώσει αμέσως, έτσι και ο διάβολος κτυπά την προθυμία, το ζήλο, που επέχει θέση κεφαλής, και εξουδετερώνει δια μιας το θύμα του. Μετά την απογοήτευση ο αγωνιστής παραδίδεται στην αδράνεια και απροθυμία και όλο το σύστημα της μετάνοιας μένει ανενεργό.

Ο διάβολος με ποικίλους τρόπους και δολιότητα ξεγελά τους ανθρώπους για να αμαρτήσουν και κρυβει τη βαρυτητα της ευθύνης και της ενοχής έως ότου τους παρασύρει. Μετά μεγαλοποιεί το γεγονός και το μικρό το παρούσιάζει ως υπέρογκο.

Μετά το σφάλμα μας ο διάβολος εξεγείρεται ως γίγαντας της δικαιοσύνης και απειλεί θρασύτατα ελέγχοντας τη δήθεν άρνηση και προδοσία. Και είναι φρικαλέα η σκηνή όπου ο βύθιος δράκοντας της απώλειας, ο κύριος συντελεστής κάθε αποστασίας και άρνησης, το τέρμα του σκότους και του αφανισμού, κρίνει και καταδικάζει τους υιούς του Θεού ως φταίχτες και αμαρτωλούς, ο αναμάρτητος!!!

Πραγματικά «ώδε η σοφία εστίν» (Αποκ. ιγ’ 18) και η σύνεση. Ο Κύριος μας πληροφορεί, στη θεία αποκάλυψη, ότι «ζω εγώ, ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το αποστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού της πονηράς, και ζήν αυτόν» (Ιεζ. λγ’ 11) και ότι «ουκ έστιν θέλημα έμπροσθεν του πατρός υμών του εν ουρανοίς ίνα απόληται εις των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη’ 14). Κλείνουμε, λοιπόν, τα αυτιά μας στα γαβγίσματα του ολέθριου τέρατος της απάτης, που προκαλεί την αποθάρρυνση και με αναπεπταμένη την πίστη και την ελπίδα στο γλυκύτατό μας σωτήρα και λυτρωτή, σηκωνόμαστε προθυμότεροι και με θάρρος συνεχίζουμε τη μετάνοιά μας και διώχνουμε τις επιβουλές του εχθρού. Γνωρίστε και μάθετε απαίσιοι τύρρανοι «ότι μεθ ημών ο Θεός. Εάν γαρ πάλιν ισχύσητε και πάλιν ηττηθήσεσθε και ην αν βουλήν βουλεύσησθε διασκεδάσει Κύριος. Και λόγον, ον εάν λαλήσητε, ον μη εμμείνη εν υμίν. Τον δέ φόβον υμών ου μη φοβηθώμεν, ουδ’ ου μη ταραχθώμεν, ότι μεθ υμών ο Θεός» (πρβλ. Ησ. η’ 12).

Πολλή προσοχή χρειάζεται σ΄ αυτό το σημείο, γιατί αποκομίζει μεγάλα κέρδη ο απατεώνας λόγω της απειρίας μας, για να μην πούμε της αμέλειάς μας. Ειδικά οι πνευματικοί οδηγοί οφείλουν να προφυλάσσουν αυτούς που αγωνίζονται από τις ύπουλες αυτές παγίδες.

Η Χάρη του Θεού είναι βέβαια πλήρης και τέλεια αλλά η ανθρώπινη ασθένεια είναι και βαριά και συνεχής. Επομένως η επίτευξη της ελευθερίας και της ανάστασής μας είναι μακρόχρονη και χρειάζεται υπομονή και σταθερή απόφαση. Αυτό τονίζει ο Κύριός μας λέγοντας: «Ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι’ 22) και πάλιν «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκ. κα’ 19).

Εάν για την απόκτηση της πείρας των τεχνικών μεθόδων και πραγμάτων και γενικά για τη γνώση της ματαιότητας διαθέτουμε τόσο χρόνο, δεν χρειάζεται χρόνος για την ολική μεταβολή του διαφθαρμένου χαρακτήρα και της ισόβιας συνήθειας, ώστε να μεταφερθούμε στη θεοειδή και υπερφυσική κατάσταση του αγιασμού, που είναι η μερίδα και θέση των τέκνων του Θεού;

Εκείνοι που αγωνίζονται με ευσέβεια για τη σωτηρία τους και αγόγγυστα, με τη βοήθεια της χάρης, έφτασαν στο τέλος του δρόμου, ευχαριστούν τη θεία παναγαθότητα· τη σωτηρία τους κληρονομούν με βεβαιότητα, αλλά πολλές φορές δεν διαπιστώνουν σ’ αυτήν τη ζωή τα σύμβολα του αγιασμού που γνωρίζει η πανσωστική πρόνοια του Κυρίου· τα αναμένουν στη μέλλουσα μισθαποδοσία κατά την αψευδή θεία επαγγελία ότι «ους προώρισε, εκάλεσε και εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε» (πρβλ. Ρωμ. η΄ 30). Βαδίζοντες «δια πίστεως και ουχί δι’ είδους» δεν ανταλλάσσουμε υλικά πράγματα. Πιστεύουμε στο Θεό και σωτήρα μας και δεν αγοράζουμε τη σωτηρία. Πειθαρχώντας στις σωτήριες εντολές περιμένουμε την αμοιβή ως υιική κληρονομιά. Δεν έχουμε ποσοτική αξιολόγηση εργασίας ή χρόνου μέσα στον οποίο έγινε, αλλά αμοιβή πατρικής στοργής προς τους αγαπημένους. Και οι πρώτοι και οι μέσοι και οι έσχατοι κληρονομούν κατά τον ίδιο τρόπο την πατρική βασιλεία.

Σ’ αυτούς, λοιπόν, που εύκολα αποθαρρύνονται υποδεικνύουμε να είναι προσεκτικοί για να μη φεύγουν «χωρίς διώκοντος» και να μη φοβούνται εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος. Το θάρρος, που ο θεοπρεπής ζήλος χαράζει στην ψυχή μας, είναι ολη η κινητήρια δύναμη. Με αυτήν αποφασίζουμε, αντιστεκόμαστε, αγωνιζόμαστε και ομολογούμε. Γνωρίζοντας ο εχθρός μας αυτά τα μυστικά, ευμέθοδα προσπαθεί να εξουδετερώσει αυτήν την τόσο χρησιμώτατη ενέργεια, το θάρρος, και έτσι να παραδοθεί ο άνθρωπος, ως θύμα, άνευ όρων!

Το «εάν πέσης έγειραι και σωθήσει» τι άλλο σημαίνει παρά την άρνηση της αποθάρρυνσης; Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται, το ολίσθημα είναι φυσικό φαινόμενο λόγω των τόσων αντιξοοτήτων που υπάρχουν και της απειρίας. Το ολίσθημα δεν σημαίνει ούτε ένοχή, ούτε άρνηση, ούτε προδοσία. Είναι η σκληρή φύση των πραγμάτων, που ο μαθητευόμενος συναντά μέχρις ότου κατακτήσει το πτυχίο του.

Ύστερα ο εργοδότης και Κύριος, στου οποίου τον αμπελώνα εργαζόμαστε, δεν είναι άλλος παρά ο Πατέρας και σωτήρας μας, που ορκίζεται στο όνομά του για τη σωτηρία μας και προκαλεί χαρά στον ουρανό για τη δική μας επιστροφή και μετάνοια. Ουδέποτε, λοιπόν, να γίνεται παραδεκτή η αποθάρρυνση όσο και αν τα πράγματα τη δικαιολογούν. Δεν δεχόμαστε μεσίτη η δικολάβο, μεταξύ μας και του Θεού, το διάβολο. Στο Θεό φταίξαμε; Στο Θεό απολογούμαστε· αφού μόνος του μας παραχωρεί μετάνοια για το σφάλμα «έως εβδομηκοντάκις επτά» δηλαδή απεριόριστα.

Πολεμώντας την αποθάρρυνση δεν εννοούμε την αδιαφορία η αναίδεια στην ιερώτατη πάλη της μετάνοιας. Διακρίνουμε όμως τις αναρίθμητες μορφές της ανθρώπινης αδυναμίας και το λαβύρινθο των αλλοιώσεων, που ανύστακτα μας πολεμούν και τη δολιότητα του εχθρού, που επιδιώκει την ολοκληρωτική ήττα του θύματός του, αφού η απόγνωση ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Αναρίθμητα παραδείγματα, τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στις διηγήσεις των Πατέρων, μας πείθουν για την άπειρη αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού και Πατέρα μας, αλλά και για τη δολιότητα και πονηριά του σατανά, που υπερβάλλει και μεγεθύνει τις καταστάσεις για να αποθαρρύνει τον άνθρωπο.

Τονίζοντας ο κορυφαίος των πατέρων μας, αββάς Ησαΐας, τη σημασία του θάρρους και της ένθεης τόλμης, μας γράφει το εξής θαυμάσιο απόφθεγμα: «Η δυναμις των θελόντων κτήσασθαι τας αρετάς αύτη εστίν ίνα εάν πέσωσι μη μικροψυχήσωσιν, αλλά πάλιν φροντίσωσιν». Μαζί με τη βοήθεια του Θεού, η ανδρεία καρδία είναι βοήθεια στην ψυχή όπως και η ακηδία (αμέλεια) είναι βοηθός σε κάθε κακία.

Οι έμπειροι Πατέρες εφιστούν την προσοχή μας ώστε να μη υποχωρούμε εύκολα, όσο κι’ αν φαίνεται ευλογοφανής η αίσθηση της αποθάρρυνσης. Σε τι άλλαξε η σχέση και η θέση του σωτήρα και μάλλον Πατέρα μας Χριστού; Δεν σκεφτήκαμε να τον αρνηθούμε ούτε πάλι μας αγαπούσε και τον απατήσαμε. «Ο ειδώς τα πάντα προ γενέσεως αυτών» γνώριζε τον καθένα από μας, τους οποίους προόρισε και κάλεσε η μάλλον τράβηξε. «Ουδείς δύναται ελθείν πρός με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. στ’ 44). Αρα αφού μας τράβηξε στη θεία επίγνωση και υποταγή, είμαστε οι τεταγμένοι στο θείο προορισμό, που υπάρχουν οι ακατάλυτες και θείες επαγγελίες του.

Ο παμπόνηρος διάβολος επισημαίνει τις απροσεξίες και τα λάθη που συμβαίνουν και οφείλονται στην αδυναμία και απειρία μας, στην περίοδο του γίγνεσθαι, που «ανένδεκτον του μη ελθείν τα σκάνδαλα» (Λουκ. ιζ’ 1).

Από που όμως ο δραπέτης των ουρανών, ο πονηρότατος δούλος, που κατέπεσε και συντρίφτηκε παίρνει την εξουσία να παριστάνει το δικηγόρο και τον κριτή; Οι Πατέρες μας ενθαρρύνουν «οσάκις αν πέσης έγειραι και σωθήση». Από που, λοιπόν, παίρνει την εξουσία η καταραμένη αποθάρρυνση να μας υποβιβάζει και να εμποδίζει την προς τα εμπρός πορεία μας; Εάν από απροσεξία γίνει πιστευτή η αποθάρρυνση αμέσως ο εχθρός την προσαυξάνει σε απογοήτευση και στη συνέχεια οδηγεί στην καταραμένη και ολέθρια απόγνωση, που είναι ο αποκεφαλισμός, το τέρμα του θριάμβου του παμπόνηρου εχθρού μας, που μας παρουσιάζεται ως αναμάρτητος και αδέκαστος κριτής! Το τέρας της απώλειας!

Ασφαλώς δεν περιγράψαμε σε έκταση το σκοτεινό σύμπλεγμα της δράσης του πονηρού, μέσω της απόγνωσης, που μ’ αυτήν επιδιώκει να μας κλείσει το δρόμο της μετάνοιας. Με τα ταπεινά αυτά σχήματα, που σημειώσαμε, παρακαλούμε τους τίμιους εργάτες της μετάνοιας, να μην παραδέχονται ποτέ κανένα είδος αποθάρρυνσης απ’ όπου και αν παρουσιάζεται μέχρι και αυτού ακόμη του αισθητού πτώματος στο στίβο τον αόρατου πολέμου. «Τω Θεώ ημάρτομεν, τω Θεώ απολογούμεθα» . Εφ’ όσον στους αποστόλους ο Κύριος παράγγειλε όχι « επτάκις» αλλά «εβδομηκοντάκις επτά» να συγχωρούν και ο ίδιος συγχωρεί τους φταίχτες. Κανείς να μη σβήνει τη φωτιά του θείου ζήλου που είναι η κινητήρια δύναμη στο στάδιο της μετάνοιας και ολόκληρης της φιλόθεης πολιτείας και αγωγής μας.

Με επαινετό θάρρος να συνεχίζεται η μαρτυρική οδός της μετάνοιας και με οργή να απωθείται ο πονηρός διάβολος, που δικολαβεί δήθεν για την ενοχή μας. « Το αίμα Ιησού του υιού αυτού

(δηλαδή του Θεού) καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α Ι ω. α’ 7). Με το έλεος και τη Χάρη του Χριστού « εσμεν σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον» (Εφ. β’ 8). Για ποιά παράλειψη ελέγχει η απόγνωση του πονηρού; «Ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη ων εποιήσαμεν ημείς αλλά δια τον αυτού έλεον έσωσεν ημάς» (Τιτ. γ’ 5). Βαδίζοντας «δια πίστεως και ου δια είδους» (Β’ Κορ. ε’ 7), περιμένουμε τη σωτηρία μας από τη φιλανθρωπία του Χριστού μας και όχι ως αποτέλεσμα εξαγοράς που η απόγνωση παριστάνει ως ανεπαρκή. Και το ποιο σημαντικό είναι ότι ο διάβολος παρίσταται αυστηρός κριτής και ως αναμάρτητος!!!

Όλοι οι άγιοι με την πίστη πέτυχαν στο στίβο της αγωνιστικότητας και δεν εκτελούσαν καλά έργα για εξαγορά της σωτηρίας. Ομολογούμε ότι ευθυνόμαστε για την τήρηση των εντολών και την ακρίβεια της μετάνοιας και ουδέποτε αρνούμαστε ή οπισθοχωρούμε. Δεν ξεχνούμε το ασθενές της φύσης μας, τη βαρύτητα των αλλοιώσεων, τη διαβολική κακότητα και πονηριά, που ως ο νόμος της βαρύτητας μας έλκουν προς τα κάτω. Εάν κάποτε τα ποικίλα αυτά συμπτώματα μας εμποδίζουν, δεν θεωρείται αυτό ήττα ή προδοσία ή υποχώρηση. Είναι η φύση των πραγμάτων, που επιβάλλει η εξορία μας στην εδώ ζωή· μέχρις ότου η θεία Χάρη, με την επιμονή μας και τη θεία παναγαθότητα του σωτήρα μας, μας απαλλάξει, εφ’ όσον το δόγμα και το σύνθημά μας είναι «προσδοκία αναστάσεως νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος» . Το ιερό λόγιο μας πληροφορεί ότι « καν μία ημέρα εστίν η ζωή ημών» στον παρόντα κόσμο, δεν θα μείνουμε ελεύθεροι από κάποια ενοχή και απ’ αυτό αποκρούεται κάθε προσβολή αποθάρρύνσης.

Με πολλά παραδείγματα, τόσο η Γραφή όσο και οι άγιοι Πατέρες μας, μας ενθαρρύνουν στην πίστη και την ελπίδα στη θεία παναγαθότητα, που ο Κύριός μας με το σώμα του -την Εκκλησίαπαρέχει σε όσους μετανοούν. Το παράδειγμα του Μανασσή -βασιλιά του Ισραήλ- του οποίου η εξομολογητική προσευχή βρίσκεται στην ακολουθία του Μ. Αποδείπνου, είναι ο παρηγορητικώτερος τρόπος για κάθε αμαρτωλό οποιασδήποτε ηλικίας ή κατάστασης.

Η άσκηση της νοεράς προσευχής στον κόσμο

Σε πολλούς υπάρχει το ερώτημα: Μπορούν οι χριστιανοί που βρίσκονται στον κόσμο να ασχολούνται με τη νοερά προσευχή; Απαντούμε καταφατικά. Ναι! Για να καταλάβουν την προτροπή μας οι ενδιαφερόμενοι, αλλά και την υπόδειξή μας, όσοι δεν γνωρίζουν, θα εξηγήσουμε σύντομα το θέμα ώστε να μη προβληματίζονται από τη διαφορετική ίσως ερμηνεία και προσδιορισμό της νοεράς προσευχής

Γενικά η προσευχή είναι η μόνη υποχρεωτική και απαραίτητη εργασία και αρετή για όλη τη λογική φύση, αισθητή και νοερή (ανθρώπινη και αγγελική) και γι αυτό έχουμε προσταγή να την εργαζόμαστε αδιάλειπτα.

Η προσευχή δεν χωρίζεται δογματικά σε τύπους και τρόπους, αλλά, κατά τους Πατέρες μας, κάθε τύπος και τρόπος προσευχής είναι ωφέλιμος, αρκεί να μην είναι τίποτε διαβολική πλάνη και επήρεια.

Ο σκοπός της πανάρετης αυτής εργασίας είναι να στρέφει και κρατά το νου του ανθρώπου στο Θεό. Γι αυτόν λοιπόν το σκοπό οι Πατέρες μας επινόησαν ευκολώτερους τρόπους και απλούστεψαν την προσευχή, ώστε ο νους ευκολώτερα και σταθερώτερα να στρέφεται και να παραμένει στο Θεό. Στις άλλες αρετές μεσολαβούν και άλλα μέλη και αισθήσεις του ανθρώπου, ενώ στη μακάρια προσευχή ο νους εξ ολοκλήρου μόνος ενεργεί και, επομένως, χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να ενεργοποιηθεί και συγκρατηθεί ώστε να γίνει η προσευχή καρποφόρα και αποδεκτή.

Οι αγιώτατοι Πατέρες μας, που αγάπησαν ολοκληρωτικά το Θεό και είχαν ως κύριο μέλημά τους να ενωθούν και να παραμένουν συνεχώς με αυτόν, έστρεφαν όλη την προσπάθεια στην προσευχή, ως το αποτελεσματικώτερο μέσο.

Δεν θα μιλήσουμε για τους άλλους τρόπους της προσευχής, που είναι γνωστοί και συνηθισμένοι σ’ όλους τους χριστιανούς, παρά μόνο για τη λεγόμενη νοερά προσευχή. Ένα θέμα, που απασχολεί τους ευλαβείς πιστούς επειδή πολλές φορές αγνοείται, παρερμηνεύεται και περιγράφεται μάλλον φανταστικά.

Θα αφήσουμε τους Πατέρες μας να μας οδηγούν για τον ακριβή τρόπο της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων αυτής της θεοποιού αρετής, από την κάθαρση ως τον αγιασμό, στον οποίο μας οδηγεί. Θα πουμε τόσα μόνο, εμείς οι ευτελείς, όσα είναι αρκετά να διασαφήσουν και να πείσουν τους αδελφούς μας, που ζουν μέσα στον κόσμο, να ασχοληθουν μ’ αυτήν.

Την ονομάζουν οι Πατέρες «νοεράν» , γιατί γίνεται με το νου. Την ονομάζουν και νήψη, που σημαίνει το ίδιο. Το νου οι Πατέρες μας τον προσδιορίζουν ως ένα ελεύθερο και περίεργο ον, που δεν ανέχεται περιορισμούς και ούτε για πολύ πείθεται για κάτι που δεν μπορεί μόνος του να συλλάβει. Γι’ αυτό, πρώτα διάλεξαν μόνο λίγες λέξεις σε μια απλούστατη ευχή -«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»- ώστε να μη χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια του νου να συγκρατεί παρατεταμένη ευχή και, δεύτερο, γύρισαν το νου εσωτερικά και στο κέντρο της λογικής μας ύπαρξης. Εκεί παραμένοντας ακίνητος με το νόημα της θείας επίκλησης του γλυκύτατου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού, αναμένει να αισθανθεί το συντομώτερο δυνατό τη θεία παρηγοριά.

Είναι αδύνατο, κατά τους Πατέρες μας, επικαλούμενος συνέχεια και με επιμονή, ο πανάγαθος Δεσπότης μας Χριστός, να μην επακούσει και εμφανιστεί· αυτός που τόσο επιθυμεί τη σωτηρία των ανθρώπων.

Επειδή όμως η κατά φύση αρετή, που θέλουμε να επιτευχθεί, χρειάζεται και τα κατάλληλα μέσα, έτσι και η ιερή αυτή εργασία χρειάζεται τα απαραίτητα στοιχεία. Η κάποια ησυχία, η αμεριμνησία, η αποφυγή της γνώσης και διήγησης γεγονότων -το «δούναι και λαβείν» των Πατέρων- η εγκράτεια γενικά και η απ’ αυτά γενική σιωπή· επιπλέον η επίμονη συνέχεια και συνήθεια δεν νομίζω να είναι ακατόρθωτα στους ευλαβείς, που ενδιαφέρονται για την ιερώτατη αυτήν εργασία. Η επιτέλεση της προσευχής σε κάποιο χρονικό διάστημα της ημέρας, πάντοτε περίπου το ίδιο, θα είναι μια καλή αρχή.

Τονίσαμε ασφαλώς την επιμονή ως το πλέον απαραίτητο στοιχείο στην προσευχή και δικαίως τονίζεται και υπό του Παύλου με το «τη προσευχή προσκαρτερείτε» (Κολ. δ’ 2). Από όλες τις υπόλοιπες αρετές η προσευχή χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια, σ’ όλη μας τη ζωή και γι’ αυτό, επαναλαμβάνω σ’ όσους προσπαθονν το ιερό αυτό έργο να μη βαριεστούν, ούτε να νομίζουν την ανάγκη της καρτερίας ως αποτυχία.

Στην αρχή, όταν συναντάται βία και αντίδραση εσωτερική, είναι απαραίτητο να λέγεται ψιθυριστά η ευχή ή δυνατώτερα. Όταν κατορθωθεί αυτή η καλή συνήθεια, ώστε με ευκολία να παραμένει και να λέγεται η ευχή, τότε μπορούμε να στραφούμε και εσωτερικά με τέλεια εξωτερική σιωπή. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου «Περιπέτειες ενός προσκυνητού» δίνεται ένα καλό παράδειγμα για την εισαγωγή. Η καλή, λοιπόν, επιμονή και προσπάθεια πάντοτε με τα ίδια λόγια της ευχής, χωρίς να μεταλλάσσωνται συχνά, θα γεννήσει την καλή συνήθεια· μετά αυτή θα φέρει το κράτημα του νου, οπότε και η παρουσία της Χάρης θα φανερωθεί.

Όπως κάθε αρετή αντιστοιχεί σ΄ ένα αποτέλεσμα, έτσι και η προσευχή έχει ως αποτέλεσμα την κάθαρση του νου και το φωτισμό και φτάνει το άκρο και τέλειο αγαθό, την ένωση με το Θεό, δηλαδή τη θέωση. Οι Πατέρες όμως, λέγουν και τούτο: Ότι πρέπει ο άνθρωπος να ζητεί και να προσπαθεί να μπει στο δρόμο που οδηγεί στην πόλη· κι αν τυχόν δεν φτάσει στο τέρμα, γιατί, για πολλους λόγους, δεν πρόφτασε, ο Θεός θα τον συναριθμήσει με αυτους που έφτασαν.

Στο θέμα της προσευχής πρέπει όλοι μας, οι χριστιανοί, να αγωνιζόμαστε· ιδίως στη λεγόμενη μονολόγιστη ή νοερά προσευχή. Όπου φτάσει κανένας πολύ κέρδος θα έχει.

Όταν είναι παρούσα η ευχή δεν παραδίδεται ο άνθρωπος στον πειρασμό που παραμονεύει, γιατί η παρουσία της είναι νήψη και η ουσία της είναι προσευχή και επομένως «ο αγρυπνών και προσευχόμενος δεν εμπίπτει εις πειρασμόν». Ύστερα, δεν παραδίδεται σε σκοτισμό ο άνθρωπος, ώστε να είναι παράλογος και να κάνει λάθος στην κρίση και απόφασή του. Μετά δεν πέφτει σε ραθυμία και αμέλεια, που είναι η βάση πολλών κακών. Και πάλι δεν νικάται από πάθη και αδυναμίες και ιδίως όταν τα αίτια είναι κοντά. Απεναντίας, αυξάνει ο ζήλος και η ευλάβειά του· γίνεται πρόθυμος προς αγαθοεργία· είναι πράος και αμνησίκακος· αυξάνει καθημερινά η πίστη και η αγάπη του στο Χριστό και αυτό τον ερεθίζει για την κατόρθωση όλων των αρετών. Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα σύγχρονων ανθρώπων, και ιδίως νέων, που με την καλή συνήθεια της ευχής σώθηκαν από τρομερούς κινδύνους ή πτώσεις σε μεγάλα κακά ή και από θανάσιμους κινδύνους.

Επομένως, επαναλαμβάνω, η ευχή είναι καθήκον κάθε πιστού, κάθε ηλικίας και γένους και κατάστασης, ασχέτως χώρου και χρόνου και τρόπου· μένει πάντα η ίδια και γίνεται σ΄ όλους ό,τι τους χρειάζεται και τους απασχολεί, ώστε κατά τη Γραφή «πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Πράξ. δ’21).

Δεν υπάρχει κίνδυνος πλάνης, όπως διαδίδεται από μερικούς αδαείς, αρκεί να λέγεται η ευχή με τρόπο απλό και ταπεινό. Είναι πολύ απαραίτητο, όταν λέγεται η ευχή, να μην υπάρχει στο νου καμμιά εικόνα, ούτε του δεσπότη μας Χριστού, σε οποιαδήποτε μορφή, ούτε της Κυρίας Θεοτόκου ή κάποιου άλλου προσώπου ή παράστασης. Η εικόνα είναι ο τρόπος του σκορπισμού του νου. Πάλι, με την εικόνα γίνεται η είσοδος των λογισμών και της πλάνης. Ο νους πρέπει να μένει στην έννοια των λόγων της ευχής και με πολλή ταπείνωση να περιμένει ο άνθρωπος το θείο έλεος. Οι τυχόν φαντασίες ή φώτα ή κινήσεις, κρότοι και θόρυβοι είναι απαράδεκτα ως διαβολικά τεχνάσματα για να παρεμποδίσουν ή να παραπλανήσουν.

Ο τρόπος της παρουσίας της Χάρης στους εισαγωγικούς είναι χαρά πνευματική ή δάκρυα ήρεμα και χαροποιά, ή ήρεμος φόβος από τη μνήμη των αμαρτιών για να αυξηθεί το πένθος και το κλάμα. Προοδευτικά η Χάρη γίνεται αίσθηση της αγάπης του Χριστού, οπότε εξαφανίζεται τελείως ο μετεωρισμός του νου και θερμαίνεται η καρδιά στην αγάπη του Θεού τόσο, ώστε νομίζει ότι δεν θ’ αντέξει άλλο και άλλοτε πάλι, σκέφτεται και θέλει να μείνει, όπως ακριβώς βρίσκεται για πάντα και τίποτε άλλο να μη δει ή να ακούσει.

Όλα αυτά και διάφορες άλλες μορφές αντίληψης και παρηγοριάς είναι εισαγωγικά σε όσους προσπαθούν να λένε και να κρατούν την ευχή, όσο από αυτούς εξαρτάται και γενικά όσο μπορούν.

Έως αυτό το σημείο, που είναι τόσο απλά τα πράγματα, νομίζω ότι κάθε ψυχή ορθοδόξου, βαφτισμένη και με πίστη, μπορεί να τα εφαρμόσει και να βρίσκεται στην πνευματική αυτήν ευφροσύνη και χαρά, και να έχει ταυτόχρονα τη θεία σκέπη και βοήθεια σε όλες τις πράξεις και ενέργειές της.

Επαναλαμβάνω και πάλι την παρακίνησή μου σε όσους αγαπούν το Θεό και τη σωτηρία τους: Να μην καθυστερήσουν να δοκιμάσουν την καλή αυτήν εργασία και συνήθεια και δεν θα βρίσκουν λόγια να ευχαριστούν το Θεό για τη χάρη και ελεημοσύνη του, που παρέχει σε όσους κοπιάσουν λίγο στην εργασία αυτήν. Και αυτό το λέγω για να έχουν θάρρος· να μη διστάσουν η μικροψυχήσουν με τη λίγη αντίδραση ή κόπωση που θα συναντήσουν. Σύγχρονοι Γέροντες, τους οποίους γνωρίσαμε, είχαν στον κόσμο πολλούς μαθητές, άνδρες και γυναίκες, έγγαμους και άγαμους, που όχι μόνο στην εισαγωγική κατάσταση έφτασαν αλλά και περισσότερο ανέβηκαν με τη Χάρη και ευσπλαγχνία του Χριστού μας, «ότι κούφον εν οφθαλμοίς Κυρίου του πλουτίσαι πένητα» (Σοφ. Σολ. ια’ 21). Νομίζω, ότι δεν υπάρχει απλούστερο, ευκολώτερο και από όλους σχεδόν κατορθωτό, πνευματικό επιτήδευμα, από τη μικρή αυτήν ευχή, με τόση πολλαπλή ωφέλεια και προκοπή, στο σημερινό κυκεώνα της τόσης ταραχής, άρνησης και απιστίας. Επιβάλλεται και όταν κάθεται κάποιος και όταν κινείται και εργάζεται και όταν ακόμα βρίσκεται στο κρεββάτι και γενικά όπου και όπως βρίσκεται, να λέγει τη μικρή αυτήν ευχή. Η ευχή αυτή περιέχει και την πίστη και την ομολογία και την επίκληση και την ελπίδα και με τόσο μικρό κόπο και ασήμαντη προσπάθεια συμπληρώνει την καθολική εντολή, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Τιμ. ε’ 17), με όλη την τεράστια σημασία των αποτελεσμάτων της.

Σε όποιο λόγο των Πατέρων μας κι αν στραφεί κάποιος ή και στους θαυμαστούς βίους τους, δεν θα συναντήσει σχεδόν καμμιά άλλη αρετή να εξυμνείται τόσο και να εφαρμόζεται με ζήλο και επιμονή, ώστε να αποτελεί, μόνη αυτή, το ισχυρότερο μέσο της εν Χριστώ επιτυχίας. Δεν έχουμε σκοπό να εκθειάσουμε η να περιγράψουμε αυτή τη βασίλισσα των αρετών, γιατί ό,τι και να πούμε εμείς, μάλλον θα τη μειώσουμε. Ο σκοπός μας είναι να παρακινήσουμε και να ενθαρρύνουμε κάθε πιστό στην εργασία της και καθένας, μετά, θα διδαχτεί από την πείρα του, γιατί εμείς πολύ λίγα είπαμε.

Τρέξτε όσοι απορείτε, όσοι απογοητεύεστε, όσοι είστε θλιμμένοι, όσοι είστε στην άγνοια, όσοι είστε ολιγόπιστοι και ποικιλότροπα όσοι είστε σε δοκιμασίες, στην παρηγοριά και λύση των προβλημάτων σας. Ο γλυκύς μας Ιησούς Χριστός, η ζωή μας, μας αναγγέλλει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5).

Να, λοιπόν, που όταν τον επικαλούμαστε συνεχώς ουδέποτε μένουμε μόνοι και επομένως όλα μπορούμε και θα μπορούμε με τη βοήθειά του. Να το ορθό νόημα και η εφαρμογή του σημαντικού λόγου της Γραφής, « επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. μθ’ 15). Εμείς όχι μόνο «εν ημέρα θλίψεως», αλλά συνεχώς να επικαλούμαστε το πανάγιο όνομά του, ώστε να φωτιζόμαστε και να γινόμαστε προθυμότεροι και έτσι θα επιτυγχάνουμε να μη μπαίνουμε σε πειρασμούς. Εάν κάποιος θέλει να φτάσει και ψηλότερα, όπου θα τον ελκύσει η πανάγια Χάρη, θα περάσει πάλι από την εισαγωγή αυτήν. Και όταν φτάσει στο σημείο εκείνο θα τον πληροφορήσει κατάλληλα η Χάρη.

Ως επίλογο των γραφομένων, επαναλαμβάνουμε την παρακίνηση, η μάλλον την ενθάρρυνσή μας, προς όλους τους πιστούς, ότι μπορούν και επιβάλλεται να ασχολούνται με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», τη λεγόμενη νοερά προσευχή, με βέβαιη πίστη ότι πολυ θα ωφεληθούν σε οποιοδήποτε στάδιο και αν φτάσουν. Η μνήμη του θανάτου και το ταπεινό φρόνημα, με τα άλλα βοηθητικά, που προαναφέραμε, εγγυούνται την επιτυχία, με τη Χάρη του Χριστού, τον οποίον η επίκληση θα είναι ο στόχος της αγαθής απασχόλησης.

Τιμωρεί ο Θεός;

 Γιατί ο Θεός να τιμωρεί; Σ αυτήν την επίμονη και περίεργη ερώτηση, αυτών που δεν γνωρίζουν, δίνουμε σύντομη απάντηση από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Η θεοειδής κατασκευή του ανθρώπου φανερώνει την αυτεξουσιότητα στην εκλογή και λήψη των αποφάσεών του και την ελευθερία της προσωπικότητάς του. Η θεία βουλή και απόφαση ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. α’ 13), πείθουν ότι δεν τέθηκε εξ αρχής θέμα τιμωρίας (κόλασης) η καταδίκης. Ο Θεός απαίτησε, «ενετείλατο» , τα κτίσματά του, επειδή προήλθαν απ’ αυτόν και δεν μπορούν να υπάρχουν και να λειτουργούν χωρίς αυτόν, ως αιτιατά, να εξαρτώνται από αυτόν, ο οποίος είναι το πρώτο αίτιο. Η εντολή, ή καλύτερα η υπόδειξη του Θεού, δεν ήταν επιβολή και απαίτηση, αλλά συμβουλή της λογικής χρήσης των φυσικών όρων της ζωής. Εάν την ακολουθούσαν θα υπήρχε παράταση των νόμων ύπαρξης των όντων.

Αιτία, λοιπόν, της ανωμαλίας ήταν η παράλογη σκέψη, απόφαση, επιλογή και χρήση του δικαιώματος του αιτιατού ανθρώπου να αποκοπεί από το αείζωο αίτιο, το Θεό, και ως εκ τούτου να γίνει θνητός. Μόνος του ο άνθρωπος κατρακύλησε στο θάνατο και υπέστη όλες τις συνέπειες της θνητότητας και της φθοράς, η οποία υπεισήλθε στο σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Εκτός από το υλικό μέρος του, ο άνθρωπος, υπέστη και στον πνευματικό του κόσμο συντριβή και απώλεια. Εκτός από τους πόνους, το φόβο και τις θλίψεις, απέκτησε και «διάνοιαν εγκειμένην επί τα πονηρά» από τη γέννησή του. Ολόκληρος ο κόσμος και ο θησαυρός της λογικής του μεγαλοπρέπειας, στον οποίο στηριζόταν το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», ανατράπηκε παταγωδώς και δυστυχώς το «πρωτόκτιστον κάλλος» «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» για να μη πούμε «τοις δαίμοσι» «και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη’ 21).

Από το σημείο αυτό αρχίζουν οι συνέπειες του ηλίθιου αυτονομισμού που οδηγούν σε ένα ολέθριο τέλος. Αφού αποκόπηκε ο άνθρωπος, το ευτελές αυτό μόριο, ως αιτιατό, από την αιτία της αειζωίας, απέμεινε οικτρό θύμα της πλήρους διαστροφής, στο οποίο έσβησε το φως και η σύνεση της λογικής.

Πρώτο σύμπτωμα η επανάσταση τον ανθρώπου κατά του εαυτού του και κατά του πλάστη και δημιουργού του.

Το αλλόκοτο τέρας της διαστροφής, ο διάβολος, έσβησε το φως της λογικής προτείνοντας αντί της χρείας την επιθυμία, στη θέση της τάξης και συμφωνίας την αρπαγή και το ψέμα και αντί της καλής συμπεριφοράς τον εγωισμό και το μίσος.

Αιχμάλωτος, ο μεταπτωτικός άνθρωπος, στον περιεκτικό παραλογισμό, αδυνατεί να ενεργεί δίκαια και να είναι σώφρων, ως πρόσωπο και ως κοινωνία. Έγινε επαναστατικός και επικίνδυνος παράγοντας διάλυσης της αρμονίας της κτίσης.

Η φιλάνθρωπη οικονομία και συγκατάβαση του Θεού Λόγου έφερε την αποθεραπεία αυτής της διαστροφής, αλλά δεν επιβλήθηκε με τη βία στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Αφού με τη λανθασμένη εκούσια επιλογή της αυτονομίας κέρδισε ο άνθρωπος τη φθορά και το θάνατο, οφείλει εκούσια να επανέλθει στη λογική και φυσική εξάρτησή του από το πρώτο αίτιο, το Θεό, για να επανεύρει τη ζωή και αφθαρσία που έχασε.

Να γιατί ο Θεός απαιτεί υποταγή και εξάρτηση των δημιουργημάτων. Η εξάρτηση δεν είναι θέμα εξουσιαστικής επιβολής του δημιουργού, αλλά οντολογική και υπαρξιακή αναγκαιότητα των δημιουργημάτων. Χωρίς αυτήν διακόπτεται η ζωή και η ύπαρξη των όντων. Είναι λοιπόν φυσικός νόμος και όρος της ύπαρξης και σύστασης όλων των όντων η εξάρτηση από την πρώτη αρχή και αιτία τους, το Θεό.

Ο άνθρωπος αρνείται την πρακτική της εξυγίανσης, που υποδείχθηκε από τον ανακαινιστή και σωτήρα Θεό· παραμένει με πείσμα, ή από την αδυναμία της αιχμαλωσίας, στο νόμο και το σύστημα του παραλόγου και μόνος του κατεργάζεται την καταδίκη του.

Η φιλάνθρωπη οικονομία του Θεού, με την παρουσία του ανάμεσά μας, όχι μόνο έσβησε την πρώτη ενοχή, αλλά βράβευσε με την περίσσεια της Χάρης όσους θέλουν να θεραπευτούν και να επιστρέψουν στην πρώτη τους θέση. Η μεγάλη όμως παραμόρφωση, που υπέστη το «κατ’ είκόνα και ομοίωσιν», εκβιάζει στη ροπή και κίνηση προς τα χειρότερα. Εκεί ο ανθρώπινος νους απογυμνωμένος από τη θεία έλλαμψη και φωτισμό ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Με τη σάρκωσή του όμως, ο πανάγαθος σωτήρας και λυτρωτής μας, απέδειξε ότι ο άνθρωπος της πτώσης δεν έχασε τη θέληση και το δικαίωμα της εκλογής· επομένως μπορεί να επανεύρει την υγεία και να επιτύχει την ανάπλασή του, άφου ο λυτρωτής επανέφερε τη Χάρη που έχασε με την πτώση. Και όχι μόνο αυτό! Ο σωτήρας μας, Χριστός ο Θεός, μας εκλήρωσε «εις υιοθεσίαν» και μας έδωσε αγαθά «εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α’ Πέτρ. α’ 12).

Ο Κύριός μας, ως σωτήρας της πεπτωκυίας φύσης μας, απέδειξε με τον έμπρακτο βίο του ότι συμπλήρωσε τη δική μας ασθένεια και αδυναμία και επανέφερε τον άνθρωπο υπεράνω της προπτωτικής του θέσης και κατάστασης. Επομένως μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να επανεύρει την προσωπικότητά του, να επανέλθει στο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» , αλλά και να φτάσει στο υπέρ εκ περισσού εφ’ όσον «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α’ 12). Και όπως απέδειξαν τα εκατομμύρια των ηρώων της πίστης μας, που ακολούθησαν και αντέγραψαν τον πανάρετο βίο του, «τα έργα α εγώ ποιώ και ταύτα ποιήσετε και μείζονα τούτων ποιήσετε» (πρβλ. Ιω. ιδ’ 12).

Όταν ο άνθρωπος επανεύρει την αξία της θεοείδειάς του θα ακούσει από το λυτρωτή ότι «όπου είμί εγώ εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26) και άρα θέμα κρίσης και τιμωρίας δεν υπάρχει. Τιμωρία, ασφαλώς, υπάρχει αλλά έξω και μακρυά από το Θεό -για τους δαίμονες- που εκούσια είναι πονηρότατοι.

Δεν τιμωρεί ο Θεός τους ανθρώπους που παραμένουν μαζί του τηρώντας τους κανόνες της προσωπικότητας και της φύσης τους. Μάλλον τους βραβεύει με την υιοθεσία και τους κάνει κληρονόμους του στην αιώνια βασιλεία.

Όσοι αποπέμπονται από το Θεό στην ετοιμασμένη για το διάβολο κόλαση είναι όσοι αποκόπηκαν με τη θέλησή τους από τους φυσικούς όρους και νόμους της φύσης τους. Είναι όσοι παραμένουν με πείσμα στην παράλογη κατάσταση και ζωή των κτηνών και των δαιμόνων, οι οποίοι επιμένουν σ’ όλη τη ζωή τους στην πλήρη διαστροφή και αρνούνται να διορθωθούν με τη μετάνοια.

Γνωρίζοντας ο Θεός το ευόλισθο και την ασθένεια του ανθρώπου, έδωσε τη μετάνοια η οποία παρατείνεται σ΄ όλη τη ζωή. Όσοι πλανηθούν και υποκύψουν στην αφροσύνη του παραλόγου, μπορούν να διορθώσουν το σφάλμα τους επιστρέφοντας στη βάση του προορισμού τους. Με πάρα πολλά παραδείγματα, από τη Γραφή και την ανθρώπινη ζωή, αποδεικνύεται η διόρθωση και επιστροφή στους κανόνες της ηθικής και της κατά Θεό ζωής, με τη μετάνοια. Έτσι πέτυχαν το μακαρισμό και τη θεία ευλογία, όσοι προς στιγμή παρασύρθηκαν και απομακρύνθηκαν από το δρόμο της ευσέβειας. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι των ανθρώπων παραμένουν αδιόρθωτοι ή και τελείως πλανεμένοι και γίνονται και στους άλλους παράδειγμα αποστασίας και έκπτωσης από τη ζωή του Θεού.

Δυστυχώς στο θέμα της σωτηρίας κυκλοφορούν από τις λεγόμενες «εκκλησίες» της δύσης διάφορες διδασκαλίες γεμάτες από πλάνες, που διαστρέφουν την Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία. Η σωτηρία του ανθρώπου, όπως η θεία αποκάλυψη μας πληροφορεί, δεν είναι η απαλλαγή του από μια δυστυχισμένη κατάσταση ή θέση και η μεταφορά του σε καλύτερη θέση η ευδαιμονέστερο περιβάλλον.

Το έπίκεντρο τον ανθρώπινου στόχου είναι η επανάκτηση της πρώτης θέσης του ανθρώπου στο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν». Ο κύριος σκόπος της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου είναι η προσωπική ένωση με τον άνθρωπο. Γι’ αυτό οι Πατέρες μας, ως γνήσιοι φορείς αυτής της ιδιότητας, μίλησαν και πρόβαλλαν το θεανθρωπισμό ως τον πραγματικό σκοπό της πίστης.

 Το «συ πάτερ εν εμοί καγώ εν σοι… και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί» (Ιω. ιζ’ 21-23) και δικαιολογημένα το «όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς έξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α’ 12) ακριβώς αυτό φανερώνει και αυτή είναι η πεμπτουσία του Χριστιανισμού. Και δεν είναι τολμηρό να πούμε ότι αν ο θεανθρωπισμός δεν είναι ο κύριος στόχος και σκοπός της χριστιανικής πίστης, δεν θα άξιζε η προσέλευση και η θυσία σ’ αυτήν.

Στά προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου τονίσαμε τη σημασία της περιεκτικής άσκησης, ως απαραίτητου μέσου για να ανακτήσουμε όσα χάσαμε. Σημειώσαμε ότι αιτία της διάσπασης της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι η μετά την αποκοπή από το Θεό διεστραμμένη διάνοια που «έγκειται επί τα πονηρά». Χωρίς θεραπεία ο άνθρωπος ματαιοπονεί. Ο σωτήρας μας, ως ιατρός, μας παρέδωσε έμπρακτα τη μέθοδο της ισορροπίας. Ο ίδιος εφάρμοσε, χωρίς να τη χρειάζεται, την περιεκτική άσκηση και αγωνιστικότητα, για να πείσει τη δική μας σκληρότητα ότι χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν επανέρχονται όσα σκορπίστηκαν. Όταν με την προσπάθεια αγωνιστεί ο άνθρωπος και αντισταθεί κατά του νόμου της διαστροφής και του παραλόγου, που χαρακτηρίζει την εμπαθή ζωή και επομένως βρίσκεται ο άνθρωπος στη θέση της πρώτης του κατασκευής, δικαιούται την ένωση και συνοίκηση στην αιωνιότητα με το δημιουργό του.

Στην αρχιερατική προσευχή του ο Κύριος απαίτησε τη συνδιαγωγή και παραμονή του στην αιωνιότητα με τους ανθρώπους· «θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι» (Ιω. ιζ’ 24). Πολύ εύστοχα ο Κύριός μας, ως ομοίους του, μας προκαλεί προς εξομοίωση λέγοντας: « Άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16).

Συνεπώς, δεν καταδικάζει ο Θεός αυτούς που παραμορφώθηκαν και απέβαλαν τους όρους και τους νόμους της λογικής φύσης ακολουθώντας την κτηνωδία και το δαιμονισμό. Αυτοί μόνοι τους αποκόπτονται από τους νόμους της λογικής και της αξιοπρέπειας. Παρόλο που η θεία παναγαθότητα ανέχεται την αποπλάνηση των αμαρτωλών και τους δέχεται εάν πάλι μετανοήσουν και επιστρέψουν, αυτοί δεν επιδέχονται μετάνοια και αλλαγή της διαφθαρμένης ζωής και φρόνησής τους. Με δική τους επιλογή εκλέγουν και προτιμούν τη ζωή της διαστροφής, του εγκλήματος και του μίσους και πνευματικά την εφαρμόζουν μέχρι τον θανάτου τους! Πώς λοιπόν τους κρίνει ο Θεός αφού με δική τους γνώμη, απόφαση και εφαρμογή προτίμησαν την κακία και διαστροφή; Δεν θα ήταν αδικία εάν τους τα στερήσουν και μετά το θάνατο; Δεν θα ήταν αδικία να τους κατατάξουν σε θέση αντίθετη από τη θέληση και προτίμησή τους;

Υπάρχει και η απόλυτη δικαιοσύνη τον Θεού η οποία αποδίδει στον καθένα κατά τα έργα του και την προτίμησή του.

Στην εδώ ζωή επικρατούσαν οι φίλοι και εραστές των έργων του κακού και του εγκλήματος. Με τη βία επιβάλλονταν στους ηθικούς και προσεκτικούς. Τους κακοποιούσαν και τους σκότωναν. Εκατομμύρια σφαγιάστηκαν από τους εργάτες του διαβόλου και μάλιστα χωρίς να φταίνε σε τίποτα, αλλά μόνο και μόνο γιατί πίστευαν στην αλήθεια και τηρούσαν τους κανόνες της ηθικής και της αξιοπρέπειας. Ποιά είναι η γνώμη σας; Πρέπει αυτοί να είναι μαζί στην ευτυχία και τη γαλήνη της καλωσυνης και της αγάπης;

Μετά το θάνατο, κατά τις Γραφές, η κατάσταση είναι στατική και επομένως ότι έγινε ο καθένας στην εδώ ζωή αυτό θα είναι και στην αιωνιότητα. Αρα, όσοι απ’ εδώ έφυγαν κακοποιοί και παράλογοι και στο μέλλον θα παραμείνουν όπως προτίμησαν και έζησαν και επομένως δεν θα είναι δυνατόν να συμβιώσουν με τους αγαθούς και είρηνικούς εργάτες της καλωσυνης και της αγάπης.

Δεν κρίνει συνεπώς ο Θεός την ανθρωπότητα, αλλά ετοιμάζει ότι ο καθένας προτιμά να φέρει μαζί του αιώνια. Επομένως ιδού καιρός να ετοιμάσει ο καθένας το μέλλον του!

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/

 

Last modified on Wednesday, 08 August 2012 22:05
Login to post comments

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel