***
Με αφορμή τα νέα σχολικά Βιβλία των Θρησκευτικών του Γυμνασίου η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δια σχετικού υπομνήματος της προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων παρεμβαίνει διακριτικώς, επισημαίνουσα με δικαιοκρισία, σαφήνεια, τεκμηρίωση και αποχρώντα Θεολογικό λόγο: 1) σοβαρά σφάλματα, ιστορικά, σημασιολογικά-εννοιολογικά και κυρίως δογματικά του περιεχομένου των νέων σχολικών Βιβλίων των Θρησκευτικών 2) Το αναφαίρετο και εκ του Συντάγματος και της σχετικής κειμένης νομοθεσίας δικαίωμα παρακολουθήσεως της ορθότητας της δογματικής διδασκαλίας της εις τα σχολικά Βιβλία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως, επικαλούμενη επιπροσθέτως και την ευρωπαϊκή Δικαιϊκή τάξη, η οποία παρέχει «το ατομικόν δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των Εκκλησιών να επεμβαίνουν επί της διαμορφώσεως των προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών εις τα δημόσια Σχολεία», και 3) την άμεση αναγκαιότητα διορθώσεως των πολλαπλών σφαλμάτων και βελτιώσεως πολλών κεφαλαίων, και δηλώνει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «είναι έτοιμη να συμμετάσχη δι' εκπροσώπων της, τόσον κατά τον προγραμματισμόν της ύλης των Αναλυτικών Προγραμμάτων των Βιβλίων των Θρησκευτικών, όσον και κατά την διαδικασίαν της συγγραφής αυτών, προς αποφυγήν δογματικών, κυρίως, σφαλμάτων».
Εξ όλων όσων αναφέρονται στο έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Υπουργό Παιδείας κ. Μαριέττα Γιαννάκου, διαφαίνεται ότι το Υπουργείον Παιδείας και το καθ' ύλην αρμόδιο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αγνόησαν ή παρέλειψαν, κατά το παρελθόν, το θεσμοθετημένο δικαίωμα της Εκκλησίας να παρακολουθεί το Δογματικό περιεχόμενο των σχολικών Βιβλίων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως.
Η Πανελλήνιος Ένωσις Θεολόγων συντασσόμενη με την δίκαιη παρέμβαση - επισήμανση της ΔΙΣ και τις εύστοχες παρατηρήσεις για τα νέα σχολικά Βιβλία των Θρησκευτικών ευελπιστεί ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με την πείρα πού διαθέτει και τη μεγάλη ευαισθησία πού δεικνύει σε θέματα ευταξίας, νομιμότητας, και εκπαιδευτικής δεοντολογίας, θα ανταποκριθή άμεσα στην ικανοποίηση του περιεχομένου του εγγράφου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, πού αποτελεί και αίτημα των θεολόγων εκπαιδευτικών κα' μη και ολοκλήρου του Ελληνικού λάου, και όχι μόνον για τα Βιβλία των Θρησκευτικών, αλλά και όλων κυρίως των θεωρητικών-φιλολογικών και ιστορικών μαθημάτων. Πολύ σύντομα θα δώσουμε περισσότερες και συγκεκριμένες παρατηρήσεις συναδέλφων Θεολογούν, Φιλολόγων κ.α, πού καταφθάνουν καθημερινώς στα γραφεία της ΠΕΘ.
Δημοσιεύαμε παρακάτω ολόκληρο το κείμενο-έγγραφο της ΔΙΣ προς την Υπουργό Παιδείας κ. Μαριέττα Γιαννάκου, για ευρύτερη ενημέρωση.
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αθήνησι 27η Νοεμβρίου 2006
Αριθμ. Πρωτ. 5080
Διεκπ. 2782
Προς την Εξοχωτάτην
κ. Μαριέτταν Γιαννάκου
Υπουργόν Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων
Ενταύθα
Εξοχωτάτη κ. Υπουργέ,
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εν τη Συνεδρία Αυτής της 2ας μηνός Νοεμβρίου έ.ε., εξήτασε μετά της δεούσης προσοχής και ευθύνης το θέμα του δογματικού κυρίως περιεχομένου των νέων σχολικών βιβλίων δια το μάθημα των Θρησκευτικών των τριών τάξεων του Γυμνασίου ήτοι: 1) «Παλαιά Διαθήκη - η προϊστορία του Χριστιανισμού» (Α' Γυμνασίου), 2) «Καινή Διαθήκη - ο Χριστός και το έργο του» (Β' Γυμνασίου) και 3) «Θέματα από την ιστορία της Εκκλησίας» Γ΄ Γυμνασίου, και των αντιστοίχων και ομότιτλων αυτών «Βιβλίων του Εκπαιδευτικού» και εμελέτησεν επισταμένως και κατά χρέος αυτά καθώς και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΦΕΚ τ. Β'303/13.3.2003).
Εν συνεχεία ενημερώθη επί των σχετικών δημοσιευμάτων ημερησίου και περιοδικού Τύπου, των παρατηρήσεων των θεολόγων και των οργανώσεων αυτών περί του περιεχομένου και της διαστρωματώσεως της ύλης και των θεμάτων των ως άνω σχολικών εγχειριδίων και λαβούσα ύπ' όψιν την εισήγησιν της αρμοδίας Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού Κλήρου, ήχθη εις την απόφασιν όπως γνωρίση υμίν σχετικώς τα κάτωθι:
1. Κατ' αρχήν η ποιμαίνουσα Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος ως καθ' ύλην αρμοδία και τεταγμένη ίνα φυλάσση την παρακαταθήκην της θείας Αποκαλύψεως και διδάσκη τα θεόπνευστα και θεοπαράδοτα δόγματα - αληθείας, φέρει την ευθύνην της ακριβούς διδασκαλίας της εν Χριστώ αποκεκαλυμμένης Πίστεως εις το πλήρωμα Αυτής και όλως ιδιαιτέρως εις την μαθητιώσαν νεολαίαν της Πατρίδος ημών. Κατά το Σύνταγμα της φιλτάτης ημών Πατρίδος (άρθρον 3): «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Χρίστου» και ως τοιαύτη, έχει το προνόμιον να «παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των δια τα Σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών» (Νόμος 590/1977, άρθρον 9 παρ. ε'), και επί πλέον, κατά τον αυτόν νόμον, η Εκκλησία της Ελλάδος: «μεριμνά περί τον κατά Χριστόν βίου του ορθοδόξου πληρώματος και λαμβάνει περί αυτού πρόνοιαν δια του κηρύγματος του θείου λόγου, δια κατηχητικών Σχολείων, δια θρησκευτικών ομιλιών, δι' εκδόσεως καταλλήλων βιβλίων και περιοδικών, δια παραινετικών εγκυκλίων και δια παντός άλλου πρόσφορου, κατά την κρίσιν Αυτής μέσου...» (Νόμος 590/1977, άρθρον 9 παρ. ζ'). Επιπροσθέτως δε η Ευρωπαϊκή Δικαιϊκή τάξις παρέχει «το ατομικόν δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των Εκκλησιών να επεμβαίνουν επί της διαμορφώσεως των προγραμμάτων του μαθήματος των Θρησκευτικών εις τα Δημόσια Σχολεία» (βλ. Δίκαιον και Δικαιοσύνη, Γαλλία, 2006).
2. Η Ιερά Σύνοδος, ασκούσα εν ονόματι της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος τα ανωτέρω νόμιμα δικαιώματα, επισημαίνει εν συνεχεία γενικώς ότι τα νέα σχολικά βιβλία των Θρησκευτικών των τριών τάξεων του Γυμνασίου, παρά την σημαντικήν βελτίωσιν της όλης αισθητικής αυτών εμφανίσεως και την επαγωγικότητα της προσφερόμενης εις τους μαθητάς ύλης, αφ' ενός μεν φέρουν, κατά το περιεχόμενον, χαρακτήρα θρησκειολογικόν με έντονα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθολογιστικής προτεσταντικής και κυρίως γερμανικής θεολογίας, η οποία είναι ασυμβίβαστος με την Ορθόδοξον Χριστιανικήν Πίστιν περί Τριαδικού Θεού, περί ενανθρωπήσεως του Λόγου του θεού, περί Δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός, πλάσεως και πτώσεως του ανθρώπου, περί θείας Αποκαλύψεως και θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής και περί του απολυτρωτικού έργου του Σωτήρος Χρίστου, με συνέπειαν να υποτιμάται το Ορθόδοξον Χριστιανικόν δόγμα, ο ομολογιακός και εκκλησιολογικός χαρακτήρ του μαθήματος, άφ' έτερου δε διακρίνονται από τάσιν υποβιβασμού του Χριστιανισμού εις επίπεδον καθαρώς ανθρώπινον, προϊόν του ορθού λόγου, μηδέ μίαν έχοντος σχέσιν με την θείαν Αποκάλυψιν.
3. Ειδικώτερον, ως προς τας επί μέρους παρατηρήσεις Αυτής, η Ιερά Σύνοδος επιχειρεί εν τοις εφεξής, με διακριτικήν παρέμβασιν, να εκφράση την βαθείαν Αυτής ανησυχίαν δια τας συγκεκριμένος αποκλίσεις, δι' ων επιχειρείται ουσιαστική αποδόμησις της ορθοδόξου Θεολογίας και πίστεως ως καταδεικνύει η διήκουσα πορεία και οι άξονες επί των οποίων κινείται το περιεχόμενον και των τριών βιβλίων υπαγορευόμενων υπό του Αναλυτικού Προγράμματος Σπουδών.
Ούτως:
α) Εις το βιβλίον της Α' Γυμνασίου υποτιμάται η φυσική και θεία Αποκάλυψις του Θεού εις την Πάλαιαν Διαθήκην, σχεδόν αποσιωπάται η θεοπνευστία και αναστρέφεται η δομή του περιεχομένου: η δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός, η πλάσις και η πτώσις του άνθρωπου υποβαθμίζονται και μεταφέρονται εις το τέλος του βιβλίου (σ. 128 κ. εξ.) με το αιτιολογικόν ότι: «υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν κατανοητές ως διηγήσεις κατά γράμμα Θεόπνευστες και αργότερα να απορριφθούν ως αφελείς». (Βιβλίο εκπαιδευτικού, σ. 14). Και όλα αυτά θεωρούνται και προβάλλονται κατά τον τυπικόν προτεσταντικόν ορθολογισμόν (πρβλ. σσ. 18, 32-33, 53, 128-145 κ.α.). Η κακή διαστρωμάτωσις της ύλης και των θεμάτων κυριολεκτικώς ακυρώνουν «τις επιστημονικές, τυποτεχνικές και τις άλλες αρετές του βιβλίου» και ασφαλώς αδικούν και τους συγγραφείς. Κατά συνέπειαν η Παλαιά Διαθήκη όπως αναπτύσσεται χωρίς Πρωτευαγγέλιον (Γεν. 3,15 εξ.), χωρίς Μεσσίαν, Χριστόν, Σωτήρα, Λυτρωτήν, χωρίς προτυπώσεις - προεικονίσεις του Σωτήρος Χριστού και της Θεοτόκου δεν λειτουργεί, συν τοις άλλοις, και ως «παιδαγωγός... εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24), και ως εκ τούτου δια τους μαθητάς καθίσταται λίαν δυσχερής και η κατανόησις της Καινής Διαθήκης.
β. Η ιδία μέθοδος και αντίληψις συγγραφής ακολουθείται και εις το βιβλίον των Θρησκευτικών της Β' Γυμνασίου. Εις τα εισαγωγικά μαθήματα περιλαμβάνεται πληθύς επιστημονικών γνώσεων (σ.9-18), αι οποίαι λειτουργούν αρνητικώς, τόσον εξ επόψεως μαθήσεως δια τους μαθητάς, όσον και εξ επόψεως ουσίας: γνώσεις επουσιώδεις δια το μάθημα καταλαμβάνουν τον χώρον αναπτύξεως ετέρων γνώσεων ουσιωδών μαθημάτων. Και εις το βιβλίον αυτό υποβαθμίζεται η εν Χριστώ Αποκάλυψις και η θεοπνευστία της Καινής Διαθήκης (σ. 19-26). Επιστολαί του Αποστόλου Παύλου παρουσιάζονται ως «Δευτεροπαύλειες επιστολές» και «λέγονται έτσι διότι - κατά τους περισσοτέρους ερευνητές- τις συναρμολόγησαν ή τις έγραψαν αργότερα μαθητές... του Αποστόλου Παύλου» (σ. 26). Παρατίθενται ιστορικά λεπτομερή στοιχεία χωρίς θεολογικήν επισήμανσιν. Η Παναγία καλείται απλώς Μαρία (βλ. ο Ευαγγελισμός της Μαρίας σ. 28) και όχι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου κατά την Ορθόδοξον Θεολογίαν απουσιάζει παντελώς ο λειτουργικός κύκλος και η Εκκλησία του Χριστού, και το λυτρωτικόν έργον Της, ως ταμιούχου και οικονόμου της Θείας Χάριτος. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς περιορίζεται εις το δεύτερον συνθετικόν του ονόματος, εξετάζεται ανθρωποκεντρικά και υποβαθμίζεται η Χριστοκεντρικότης του όρου και του προσώπου Του. Γενικώς η εξ αποκαλύψεως προέλευσις και βασική γενεσιουργός αιτία της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας, η οποία ως εκ τούτου διαφοροποιείται από πάσαν άλλην θρησκείαν δεν προβάλλεται εις το βιβλίον αυτό. Αντιθέτως προβάλλονται ορθολογιστικά στοιχεία, τα όποια λειτουργούν ως ακυρωτικά της Αποκαλύψεως και αποδίδονται σχεδόν όλα τα γεγονότα εις ανθρωπίνας ενεργείας ερήμην της θεοπνευστίας. Παραλλήλως μεταφέρονται εις την Ορθοδοξίαν μέθοδοι του προτεσταντισμού, όπως επί παραδείγματι η ερμηνεία της Άγιας Γραφής βάσει του συμβολισμοού. Και ως εκ τούτου περιορίζεται εις το ελάχιστον η ορθόδοξος δογματική ορολογία, κατ' ακρίβειαν η ορθόδοξος χριστιανική θεολογική ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Σοβαρά είναι και η έλλειψις πρωτοτύπων κειμένων, αγιογραφικών και υμνολογικών. Πρέπει να γίνη αποφόρτισις του γνωσιολογικού χαρακτήρος του βιβλίου, να αναδειχθή ο μυστηριακός και ομολογιακός χαρακτήρ και ο εναθρωπήσας Θεός Λόγος ως Σωτήρ και Λυτρωτής του κόσμου.
γ. Το βιβλίον της Γ' Γυμνασίου, «Θέματα από την Ιστορία της Εκκλησίας» ακολουθεί την θεματικήν μέθοδον συγγραφής ως προς την επιλογήν θεμάτων και σύμφωνα με την εισαγωγήν του, η Εκκλησιαστική Ιστορία εξετάζεται ανθρωποκεντρικά κατά την αιτιώδη σειράν, ως θύραθεν - πολιτική Ιστορία χωρίς εμφανή προέκτασιν εις τον Δημιουργόν και Κυβερνή την του κόσμου, εις την θείαν Πρόνοιαν, εις την υπέρβασιν των ανθρωπίνων δια της Πίστεως, της Αγάπης και της Χάριτος του Θεού. Όμως, ενώ η μέθοδος αυτή προβάλλεται εις την εισαγωγήν, ευτυχώς, δεν εφαρμόζεται πιστώς από τους ιδίους τους συγγραφείς, κατά την ανάπτυξιν των θεμάτων. Επί πλέον το Βιβλίον της Γ' Γυμνασίου βρίθει ποικίλων λαθών και σφαλμάτων: φιλολογικών, ιστορικών, εννοιολογικών και πολλών ουσιαστικών και τυπικών και κυρίως δογματικών.
Δια το αληθές του λόγου δειγματοληπτικώς αναφέρομεν τα παρακάτω δογματικά σφάλματα:
Ι. «Ο Χριστός, έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς Θεοί» (σ. 57).
Ο Χριστός είναι θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, χωρίς την αμαρτίαν. Συνεπώς ο Θεός Λόγος έγινεν άνθρωπος, δηλαδή προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν δια να γίνη ο άνθρωπος κατά χάριν Θεός, να θεωθή.
II. «Ο αγέννητος και αιώνιος Θεός γεννάται - σαρκώνεται» (σ. 57).
Ο γεννηθείς- σαρκωθείς είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ο Οποίος εγεννήθη εξ αγεννήτου Πατρός προ πάντων των αιώνων. Ως εκ τούτου ο Θεός δεν χαρακτηρίζεται αιώνιος, αλλά αΐδιος.
III. «Ενοίκησε (κατοίκησε) ο Θείος Λόγος» (ο. 54).
Δεν «εσκήνωσεν εν ημίν» ο θείος Λόγος αλλά ο Υιός και Λόγος του Θεού.
IV. «Λόγος Θείος... με τον πατέρα τον» (σ.145-146).
Ισχύει η αυτή παρατήρησις με την ως άνω περίπτωσιν.
Επίσης, γίνεται προβολή και τονισμός περιθωριακών στοιχείων της Εκκλησιαστικής Ιστορίας επί διασυρμώ της Εκκλησίας• επί παραδείγματι μεμονωμένα συμβάντα αναβαθμίζονται εις κορυφαία γεγονότα και γενικεύονται εις βάρος της Εκκλησίας: «...ομάδες φανατισμένων Χριστιανών κατέστρεφαν εθνικά ιερά και καταδίωκαν όσους δεν ήσαν χριστιανοί...» (σ. 51) και πιο κάτω «στη διένεξη αυτή συνέβαλαν πολλοί αφελείς και χωρίς θεολογική παιδεία μοναχοί και λαϊκοί... με τις υπερβολές και τις δεισιδαιμονίες τους... διαμόρφωσαν ένα κλίμα εικονολατρείας με ειδωλολατρικές εκδηλώσεις» (σελ. 73). Εις επίρρωσιν της προχειρότητας του βιβλίου αναφέρομεν και μερικά ανιστόρητα: 1) ο Διάκονος Παρμενάς γράφεται «Παρμενίωνας» (σ. 21)• 2) ο Ιάκωβος αδελφός Ιωάννου (Πρ. 12,1-19) γράφεται «Ιάκωβος ο αδελφόθεος» (σ. 23). 3) «Η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης είναι σταυροειδής Ναός» (σ. 78) και πολλά αλλά τα όποια δεν είναι του παρόντος.
Εξοχότατη κυρία Υπουργέ,
Ύστερα από τα όσα εξεθέσαμεν ανωτέρω, περιληπτικώς βεβαίως, διότι είναι πολύ περισσότερα, ίσως και σοβαρώτερα τα και υπό άλλων αρμοδίων επισημανθέντα σφάλματα των νέων σχολικών εγχειριδίων όλων των βαθμίδων της Εκπαιδεύσεως, διαπιστώνεται ότι δια των βιβλίων των θρησκευτικών του Γυμνασίου επιδιώκεται η αποδόμησις της Ορθοδόξου Χριστιανικής διδασκαλίας, η απορθοδοξοποίησις και ο χαρακτηρισμός του μαθήματος από Ομολογιακού, Κατηχητικού και Εκκλησιολογικού, ως είναι σήμερον, εις θρησκειολογικόν με προτεσταντικάς αποχρώσεις, με επιχείρημα την αρχήν της πολυπολιτισμικότητος, της διαθρησκευτικότητος και του εκσυγχρονισμού. Ουδείς αρνείται την ανάγκην να διδάσκωνται οι μαθηταί και τα αφορώντα εις αλλάς γνωστός θρησκείας, άλλ' ούχί ισοτίμως προς την Ορθόδοξον Πίστιν, ως έχει αποφανθή και το ημέτερον Συμβούλιον της Επικρατείας (Αποφάσεις 3356/1995 και 2176/1998). Το πρόβλημα εντοπίζεται πρωτίστως εις την σύνταξιν των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και εις τας κατευθυντηρίους οδηγίας συγγραφής, και δευτερευόντως εις την πλειάδα αξιόλογων κατά τα αλλά συγγραφέων, αξιολογητών και υπευθύνων συμβούλων και συντονιστών, ενός εκάστου βιβλίου.
Κατά ταύτα παρακαλούμεν, όπως συμφώνως προς την εγνωσμένην ευαισθησίαν της υμετέρας Εξοχότητος έναντι των θεμάτων της Εκπαιδεύσεως και τον σεβασμόν αυτής έναντι της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως, μεριμνήσητε δια την άμεσον διόρθωσιν των επισημαινομένων δογματικών κυρίως σφαλμάτων των βιβλίων των Θρησκευτικών των τριών τάξεων του Γυμνασίου. Η Ιερά Σύνοδος, επιθυμούσα να συμβάλη ουσιαστικώς εις την διαμόρφωσιν του δογματικού πλαισίου εντός του οποίου δέον να κινήται η ανάπτυξις των θεμάτων της Ορθοδόξου Θεολογίας αντί να επιχειρή την εκ των υστερούν διόρθωσιν ή βελτίωσιν αυτών, είναι έτοιμη να συμμετάσχη δι΄ εκπροσώπων Της, τόσον κατά τον προγραμματισμόν της ύλης των Αναλυτικών Προγραμμάτων των βιβλίων Θρησκευτικών, όσον και κατά την διαδικασίαν της συγγραφής αυτών, προς αποφυγήν δογματικών, κυρίως, παρεκκλίσεων.
Επί δε τούτοις πεποιθότες ότι θέλετε ικανοποιήσει το επιστημονικώς ερειδόμενον ημέτερον αίτημα και επικαλούμενοι επί την υμετέραν Εξοχότητα πλουσίαν την Χάριν του Θεού και το άπειρον Αυτού έλεος, διατελούμεν μετ΄ ευχών διαπύρων.
Ο Αθηνών Χριστόδουλος Πρόεδρος
Ο Αρχιγραμματεύων Άρχιμ. Κύριλλος Μισιακούλης
Από το περιοδικό «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2006, τεύχος 4.