α) Ο Χριστός ονομάζεται και είναι ο Νυμφίος της Εκκλησίας, και όχι μόνο ενός μέλους Αυτής, δηλαδή μίας Αγίας.
β) Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, στο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», ακούγεται και το «Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου». Δε λέει ο Νυμφίος της τάδε Αγίας ούτε καν της Παναγίας την Οποία ορθόδοξα ονομάζει Παρθένον και Μητέρα του Χριστού, αφού το Χριστό τον ονομάζει Υιόν Της.
γ) Ο Απόστολος Παύλος για το γάμο λέει, «το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν» (Εφ. ε’, 32 ). Δε λέει, εις Χριστόν και εις την τάδε Αγίαν.
δ) Αν μία Αγία ονομασθεί νύμφη Χριστού, γιατί να μη ονομασθεί έτσι και ένας Άγιος;
ε) Αν μία Αγία ονομασθεί νύμφη Χριστού και όχι και ένας Άγιος, τότε λαμβάνεται υπόψη το φύλο του ανθρώπου πράγμα απαράδεκτο, γιατί, «ουκ ένι άρσεν και θήλυ»( Γαλ. γ’, 28).
στ) Αν όμως πει κανείς ότι η λέξη νύμφη δεν αναφέρεται στο σώμα της Αγίας αλλά στην ψυχή, και ο Άγιος ψυχή έχει.
ζ) Στην παραβολή των δέκα παρθένων, αυτές οι δέκα δεν ονομάζονται νύμφες αλλά παρθένοι. Δεν ταυτίζονται «αι παρθένοι» με την νύμφη όπως φαίνεται και στον ψαλμικό στίχο, «πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι· απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως » (Ψ. 44,14 -16).
η) Στην Αποκάλυψη γράφεται, «και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν είδον καταβαίνουσαν εκ του ουρανού από του Θεού, ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής» ( Απ. κα’, 2). Ονομάζει νύμφη «την πόλιν την αγίαν» και όχι την τάδε Αγίαν.
θ) Επίσης στην Αποκάλυψη γράφεται, «Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν· Έρχου. και ο ακούων ειπάτω· Έρχου»( Απ. κβ’,17). Εδώ βλέπουμε ότι άλλη είναι «η νύμφη» και άλλος είναι «ο ακούων», και κατά συνέπεια άλλη είναι και «η ακούουσα». Έτσι, επειδή μία παρθένος προφανώς είναι «η ακούουσα», δεν είναι δυνατό να ταυτίζεται με την «νύμφην».
ι) Το ότι νύμφη με όλη τη σημασία της λέξεως και όχι μεταφορικά είναι η Εκκλησία, μαρτυρείται και από τα εξής λόγια του Ησαΐα, «και έσται ον τρόπον ευφρανθήσεται νυμφίος επὶ νύμφη, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σοί»( Ησ. ξβ’, 5).
ια) Τώρα δικαιολογημένα θα ρωτήσει κανείς, γιατί τότε σε διάφορους ύμνους παρουσιάζεται ο Χριστός ως Νυμφίος μίας Αγίας, όπως φανερώνει για παράδειγμα η φράση, «Σε Νυμφίε μου, ποθώ…..»; Αυτό γίνεται όχι από άγνοια όσων γράφτηκαν παραπάνω, αλλά μεταφορικά και, κατά κάποιο τρόπο, «ποιητική αδεία» για να εγκωμιασθεί μία Αγία. Η ίδια η Αγία, όταν βρισκόταν σε τούτο τον κόσμο, δεν ονόμαζε το Χριστό Νυμφίο δικό της, αλλά Νυμφίον της Εκκλησίας. Ως φρόνιμη και σοφή παρθένος που ήταν, δε θα διεκδικούσε τη θέση της νύμφης, αλλά με φόβο Θεού θα έλεγε αυτό που ακούγεται τη Μεγάλη Εβδομάδα, «Μη μείνομεν έξω του Νυμφώνος Χριστού». Αν δε άλλοι την ονόμαζαν νύμφη του Χριστού, αυτή θα έλεγε στο Νυμφίο της Εκκλησίας, «Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος». (Από το Τροπάριο της Κασσιανής). Άλλωστε, όταν η Ίδια η Θεοτόκος, η αειπάρθενος Μαριάμ, είπε για τον εαυτό της στον άγγελο, «Ιδού η δούλη Κυρίου»( Λουκ. α’, 38 ), πώς μία απλή παρθένος, όσο και όποια Αγία και αν είναι, θα έλεγε ή θα λέει για τον εαυτό της, «ιδού η νύμφη του Κυρίου»; Και αφού δεν το λέει η ίδια που ξέρει τι λέει, γιατί να το πει κάποιος άλλος; Εκτός, αν δεν ξέρει τι λέει.
του Ιωάννη Δήμου
από την ιστοσελίδα του: www.sostikalogia.com